Τις τομεακές και τοπικές προκλήσεις της προσαρμογής στις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής στην Ελλάδα ανέδειξε η εκδήλωση του Παρατηρητηρίου Βιώσιμης Ανάπτυξης (ΠΒΑ) που έλαβε χώρα στο Impact Hub την Τρίτη 21 Φεβρουαρίου.

Στο πλαίσιο αυτό, παρουσιάστηκαν τα βασικά συμπεράσματα και οι προτάσεις πολιτικής των πρόσφατων δημοσιεύσεων του ΠΒΑ για τους τομείς της Γεωργίας, του Τουρισμού, της Υγείας και της Πολιτικής Προστασίας οι οποίες τροφοδότησαν τη  συζήτηση που ακολούθησε στη στρογγυλή τράπεζα με τη συμμετοχή των Δημάρχων Λαρισαίων και Νισύρου, Απόστολου Καλογιάννη και Χριστοφή Κορωναίου, της Ελισάβετ Γεωργιάδου, Γενικής Διευθύντριας της ΔΕΥΑ Ρεθύμνου – Σύμβουλο Ανάπτυξης της Ένωσης ΔΕΥΑ (ΕΔΕΥΑ), του Δημήτριου Μπιλάλη, Καθηγητή Βιολογικής Γεωργίας Γεωπονικού Πανεπιστημίου Αθηνών, της Θεοδότας Νάντσου, επικεφαλής πολιτικής στη WWF Ελλάς και του Ιωάννη Σπιλάνη, Καθηγητή στο Τμήμα Περιβάλλοντος του Πανεπιστήμιου Αιγαίου.

Η νέα κλιματική κανονικότητα επιτάσσει τομεακές και τοπικές δράσεις πρόληψης και διαχείρισης των επιπτώσεων της κλιματικής αλλαγής

Στην εισαγωγική του τοποθέτηση, ο συντονιστής του Παρατηρητηρίου Βιώσιμης Ανάπτυξης του ΕΝΑ, Γιάννης Ευσταθόπουλος, υπογράμμισε ότι η νέα κλιματική κανονικότητα καθιστά αναπόφευκτη την προσαρμογή στις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής. Οι κλιματικές εξελίξεις επιβεβαιώνουν ότι το μείζον ερώτημα δεν είναι αν θα πρέπει να προσαρμοστούμε αλλά ποιος είναι ο καταλληλότερος τρόπος για να το κάνουμε, αποφεύγοντας παράλληλα λανθασμένες και μη αποτελεσματικές στρατηγικές προσαρμογής (maladaptation).

Η μεγαλύτερη έκθεση ορισμένων περιοχών σε φυσικές καταστροφές (π.χ. πλημμύρες, ξηρασία, πυρκαγιές) ή και στις μακροχρόνιες επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής (π.χ. ερημοποίηση, ανυδρία, υποβάθμιση υδάτων, άνοδος στάθμης της θάλασσας, υποβάθμιση ατμόσφαιρας και συνθηκών διαβίωσης στις αστικές περιοχές) εγκυμονεί ποικίλους κινδύνους: περιβαλλοντικούς κινδύνους (πχ υποβάθμιση οικοσυστημικών υπηρεσιών), κινδύνους για την ασφάλεια των πολιτών και των εργαζομένων, κινδύνους για την προστασία της δημόσιας υγείας και τη λειτουργία βασικών υποδομών, απειλές για την ανάπτυξη της οικονομίας και την ευημερία του πληθυσμού (πχ υποβάθμιση τοπικών συνθηκών και μείωση απόδοσης τομέων της οικονομίας όπως ο τουρισμός, η αγροτική οικονομία, κλπ.) αλλά και για τη δημοσιονομική σταθερότητα (πχ κόστος αποζημιώσεων και αποκατάστασης ζημιών, μείωση δημόσιων εσόδων).

Εντούτοις, και όπως υπογραμμίστηκε στις αποφάσεις της Διάσκεψης των Ηνωμένων Εθνών για την Κλιματική Αλλαγή του 2022 (COP27), μεγάλος αριθμός χωρών, και κυρίως οι λιγότερο ανεπτυγμένες (και πιο τρωτές χώρες) δεν έχουν ακόμα εκπονήσει ή υλοποιήσει στρατηγική για την προσαρμογή στην κλιματική αλλαγή. Ακόμα όμως και στις χώρες που διαθέτουν στρατηγική (μεταξύ άλλων και η Ελλάδα), η πρόοδος που σημειώνεται είναι συχνά πολύ μικρή και υπολείπεται αισθητά των προκλήσεων που θέτουν οι φυσικές εξελίξεις, ειδικά στις περιοχές και χώρες με υψηλότερη τρωτότητα όπως η Μεσόγειος, όπου ανήκει και η Ελλάδα.

Στο πλαίσιο αυτό επισημάνθηκε ότι η πρόκληση της προσαρμογής συνιστά και ζήτημα κοινωνικής δικαιοσύνης και συνοχής. Και αυτό επειδή ο βαθμός έκθεσης στους κλιματικούς κινδύνους είναι άνισα κατανεμημένος τόσο χωρικά -βλ. τρωτές περιοχές λόγω φυσικής θέσης- όσο και κοινωνικά με αποτέλεσμα οι αδύναμες κοινωνικές ομάδες και τα χαμηλότερα εισοδηματικά στρώματα να είναι πιο ευάλωτα στις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής.

Κλείνοντας, ο συντονιστής του Παρατηρητηρίου Βιώσιμης Ανάπτυξης του ΕΝΑ υπογράμμισε ότι η ενίσχυση των δράσεων προσαρμογής στις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής δεν πρέπει να προσλαμβάνεται αντιπαραθετικά με τον στόχο του μετριασμού της. Αντιθέτως, η προσαρμογή  συνιστά  συμπληρωματικό πυλώνα των πολιτικών αντιμετώπισης της κλιματικής αλλαγής. Ο μετριασμός στοχεύει στο «να αποφεύγεται το μη διαχειρίσιμο» και η προσαρμογή στο «να γίνεται εφικτή η διαχείριση του αναπόφευκτου».

Οι επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής στην Ελλάδα και στις Περιφέρειές της

Στην παρουσίαση της, η Διευθύντρια Ερευνών στο Εθνικό Αστεροσκοπείο Αθηνών, Βασιλική Κοτρώνη έθεσε καταρχάς το πλαίσιο των αλλαγών που έχουν ήδη διαπιστωθεί στο κλίμα της χώρας, τονίζοντας τη σταδιακή αύξηση της θερμοκρασίας καθώς επίσης και των καυσωνικών επεισοδίων (τόσο ως προς τη συχνότητα αλλά και ως προς τη διάρκεια και την έντασή τους) αλλά και την αύξηση των ισχυρών βροχοπτώσεων τις τελευταίες δεκαετίες.

Αναφέρθηκε ειδικότερα στη συστηματική καταγραφή, από το 2000 και μετά, των έντονων καιρικών φαινομένων που προκαλούν σημαντικές κοινωνικές και οικονομικές επιπτώσεις στην Ελλάδα. Συνολικά, έχουν καταγραφεί περισσότερα από 550 επεισόδια με την πλειονότητά τους να αφορά πλημμυρικά επεισόδια. Τέλος, η κυρία Κοτρώνη παρουσίασε σενάρια αλλαγών στο κλίμα για την επόμενη τριαντακονταετία  στα οποία διαφαίνεται ή τάση αύξησης της θερμοκρασίας και της σταδιακής μείωσης των βροχοπτώσεων στο εγγύς μέλλον.

[ Η παρουσίαση της Β. Κοτρώνη ]

 

Γεωργία: Το μεγαλύτερο μέρος των βασικών καλλιεργειών της χώρας θα υποστεί σοβαρές επιπτώσεις από την κλιματική αλλαγή

Σύμφωνα με τον Χρίστο Τσαντήλα, Δρ. Εδαφολογίας και επιστημονικό συνεργάτη του ΕΝΑ, ο Πρωτογενής Τομέας της Γεωργίας (ΠΤΓ) στην Ελλάδα είναι πολύ ευαίσθητος στην κλιματική αλλαγή και αναμένεται να πληγεί σοβαρά από αυτή. Με βάση τις προβολές για την εξέλιξη του κλίματος το μεγαλύτερο μέρος των βασικών καλλιεργειών της χώρας (φυτά κατηγορίας C3) θα υποστούν σοβαρές επιπτώσεις με αποτέλεσμα το γεωργικό εισόδημα της χώρας να πληγεί εάν δεν ληφθούν κατάλληλα μέτρα προσαρμογής. Τα φυτά που αναμένεται να επηρεασθούν περισσότερο είναι το σιτάρι, το κριθάρι, η βρώμη, η σίκαλη, το ρύζι, το βαμβάκι, τα σακχαρότευτλα, ο καπνός, ο ηλίανθος, τα περισσότερα φρούτα και πολλά κηπευτικά.

Εντούτοις, όπως υπογραμμίστηκε, για να επιτευχθεί η προσαρμογή πρέπει να αντιμετωπιστούν παράλληλα βασικές δομικές αδυναμίες του ΠΤΓ στην Ελλάδα όπως είναι ο πολύ μικρός και πολυτεμαχισμένος κλήρος, η γήρανση του πληθυσμού, το γεγονός ότι η πλειοψηφία των καλλιεργειών ανήκουν σε κατηγορίες ιδιαίτερα ευάλωτες στην κλιματική αλλαγή, η αναιμική χρηματοδότηση της αγροτικής έρευνας και καινοτομίας και τα μεγάλα προβλήματα που αφορούν στην άρδευση. Σύμφωνα με τον κ. Τσαντήλα, η Πολιτεία δεν δείχνει δυστυχώς να αντιλαμβάνεται το μέγεθος και τη σημασία των επιπτώσεων της κλιματικής αλλαγής και την ανάγκη  κατάλληλης προετοιμασίας για τη λήψη όλων των αναγκαίων μέτρων για την προσαρμογή του ΠΤΓ στα νέα κλιματικά δεδομένα. Βασικό ρόλο στην κλιματική προσαρμογή καλείται να διαδραματίσει το ΥΠΑΑΤ, ως αρμόδιο Υπουργείο για τον ΠΤΓ καθώς και ως επισπεύδων φορέας για την υλοποίηση της Σύμβασης για την Καταπολέμηση της Ερημοποίησης.

[ Η παρουσίαση του Χ. Τσαντήλα ]

Ελληνικός τουρισμός: ιδιαίτερα εκτεθειμένος στην κλιματική αλλαγή και σε τροχιά μη  διατηρήσιμης ανάπτυξης

Ο Δρ. Άγγελος Σωτηρόπουλος που εκπόνησε την μελέτη του ΠΒΑ για τον τουρισμό σε σχέση με την κλιματική αλλαγή, σημείωσε εισαγωγικά ότι η Ελλάδα αναμένεται να πληγεί εντονότερα από τις τρέχουσες αλλά και μελλοντικές επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής καθώς η Μεσόγειος αποτελεί περιοχή υψηλής τρωτότητας. Ο τομέας του τουρισμού αποτελεί επίσης έναν από τους πλέον ευάλωτους στην κλιματική αλλαγή τομείς με πλήθος δυνητικών συνεπειών -σε οικονομικό, κοινωνικό και τοπικό/περιφερειακό επίπεδο- οι οποίες αναμένεται να επηρεάσουν το σύνολο των δραστηριοτήτων και επιδόσεών του. Η ισχυρή εποχικότητα του ελληνικού τουρισμού σε συνδυασμό με την ανισοβαρή κατανομή του στις θερμές κλιματικές ζώνες της χώρας αναμένεται να επιδράσει αρνητικά στο τουριστικό προϊόν. Συνολικά, οι φυσικές καταστροφές, η καταστροφή ή αλλοίωση των τουριστικών προορισμών και μνημείων (βλ. πυρκαγιές στην Εύβοια, πλημμύρες στην Χαλκιδική και την Κρήτη), οι χρόνιες επιπτώσεις όπως η λειψυδρία και η παρατεταμένη ξηρασία αλλά και ο εν γένει κίνδυνος για την υγεία των εργαζομένων στον τουρισμό από την αύξηση των θερμοκρασιών προβλέπεται να δημιουργήσουν σοβαρά προβλήματα στη λειτουργία του τουριστικού συμπλέγματος, αν δεν ληφθούν έγκαιρα οι αναγκαίες παρεμβάσεις.

Σύμφωνα με τον κ. Σωτηρόπουλο, είναι ανησυχητικό ότι η ανάκαμψη του τουρισμού στην Ελλάδα μετά την πανδημία όχι μόνο δεν ενσωματώνει στοιχεία μετριασμού και προσαρμογής στην κλιματική αλλαγή αλλά συντελείται με ενίσχυση των χαρακτηριστικών του προ πανδημίας μη βιώσιμου μοντέλου τουριστικής ανάπτυξης. Ο ελληνικός τουρισμός κινείται, μάλιστα, προς την αντίθετη κατεύθυνση με την επαναφορά του, το 2022, στο επί δεκαετίες άναρχο και μαζικό πρότυπο ανάπτυξης, ενώ, οι δημόσιες τουριστικές πολιτικές έως σήμερα είχαν ως στόχο τη βραχυπρόθεσμη μεγιστοποίηση των εσόδων εις βάρος της περιβαλλοντικής και κοινωνικής βιωσιμότητας. Κλείνοντας την εισήγησή του ο κ. Σωτηρόπουλος υπογράμμισε ότι δεν υφίσταται οργανωμένο τομεακό πλαίσιο και πολιτικές προσαρμογής στην κλιματική αλλαγή σε κεντρικό ή τοπικό επίπεδο για τον τουρισμό. Συνεπώς, η δυναμική  του τουρισμού προς τη διατήρηση μιας άναρχης και περιβαλλοντικά ανεύθυνης σε τελευταία ανάλυση ανάπτυξης σε συνδυασμό με το γεγονός ότι δεν έχουν υλοποιηθεί έως σήμερα οι απαραίτητες πολιτικές για την προσαρμογή του, καθιστούν τον εν λόγω τομέα εξαιρετικά ευάλωτο και ενδεχομένως μη βιώσιμο στις αρνητικές επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής υπό το πρίσμα και των πολλαπλών/παράλληλων κρίσεων και απειλών σε διεθνές και εθνικό επίπεδο.

[ Η παρουσίαση του Α. Σωτηρόπουλου ]

Συστήματα έγκαιρης προειδοποίησης: Έξι μέτρα για καλύτερη προετοιμασία απέναντι στα έντονα καιρικά φαινόμενα

Ο Κώστας Λαγουβάρδος, Διευθυντής Ερευνών στο Εθνικό Αστεροσκοπείο Αθηνών, παρουσίασε μια δέσμη προτάσεων για την καλύτερη προετοιμασία απέναντι στα έντονα καιρικά φαινόμενα, λαμβάνοντας υπόψη την παρούσα κατάσταση στη χώρα μας. Ακολουθώντας τις πρόσφατες οδηγίες τόσο του Παγκόσμιου Μετεωρολογικού Οργανισμού όσο και του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών, δόθηκε έμφαση στη δημιουργία και λειτουργία συστημάτων έγκαιρης προειδοποίησης. Σχετικά με τον σχεδιασμό, την υλοποίηση και λειτουργία αυτών των συστημάτων παρουσιάστηκαν συγκεκριμένες προτάσεις οι οποίες κωδικοποιούνται στα ακόλουθα έξι σημεία:

  1. Επενδύσεις σε μετρητικά δίκτυα
  2. Ενσωμάτωση της καινοτομίας, ακολουθώντας την επιστημονική πρόοδο στον τομέα της παρακολούθησης και πρόγνωσης καιρού
  3. Διαμόρφωση και προσαρμογή των συστημάτων έγκαιρης προειδοποίησης σε τοπικό και περιφερειακό επίπεδο
  4. Δημιουργία μόνιμης διεπιστημονικής ομάδας εργασίας για την υποστήριξη, σε διαρκή βάση, των αναγκών πολιτικής προστασίας
  5. Εκπαίδευση των τοπικών στελεχών πολιτικής προστασίας αλλά και των εθελοντικών ομάδων στη χρήση των συστημάτων έγκαιρης προειδοποίησης
  6. Αποφυγή αποκλεισμών και ανάγκη συνεχούς συνεργασίας όλων των εμπλεκόμενων επιστημονικών και επιχειρησιακών φορέων

Ο κ. Λαγουβάρδος υπογράμμισε ότι η προστασία της ζωής και της περιουσίας των πολιτών δεν μπορεί να γίνεται με αποσπασματικά μέτρα, αποκλεισμό των τοπικών φορέων από τον σχεδιασμό και την υλοποίηση, με ξεπερασμένες μεθοδολογίες, με φραγμούς στις συνεργασίες και συνεχείς αλλαγές στρατηγικών.

[ Η παρουσίαση του Κ. Λαγουβάρδου ]

Η Υγεία εν μέσω κλιματικής αλλαγής

Τέλος, η παρουσίαση των μελετών του Παρατηρητηρίου Βιώσιμης Ανάπτυξης ολοκληρώθηκε με την εισήγηση του Θάνου Μυλωνέρου, Ειδικού στα Συστήματα Υγείας και στη Δημόσια Υγεία, και Συν-συντονιστή της Ομάδας Υγείας του ΕΝΑ. Σύμφωνα με τον κ. Μυλωνέρο, η κλιματική αλλαγή και η ατμοσφαιρική ρύπανση ευθύνονται για περίπου 550.000 θανάτους ετησίως στις χώρες του ΠΟΥ Ευρώπης – από ένα παγκόσμιο εκτιμώμενο σύνολο 7 εκατομμυρίων θανάτων. Μάλιστα, μεταξύ 2030 και 2050, η κλιματική αλλαγή αναμένεται να προκαλέσει περίπου 250.000 επιπλέον, σε σχέση με σήμερα, θανάτους ετησίως, λόγω υποσιτισμού, μεταδιδόμενων νοσημάτων, διάρροιας και θερμοπληξίας.

Σύμφωνα με τη σχετική μελέτη του Παρατηρητηρίου Βιώσιμης Ανάπτυξης που υπογράφει ο Άγγελος Σωτηρόπουλος με την Ομάδα Υγείας του ΕΝΑ, οι κύριες επιπτώσεις στην υγεία του πληθυσμού στην Ελλάδα λόγω της κλιματικής αλλαγής αναμένεται να προκύψουν από την αύξηση της θερμικής δυσφορίας στις περισσότερες περιοχές της χώρας (ιδιαίτερα στην Αθήνα) και από την αύξηση ασθενειών που μεταδίδονται με διαβιβαστές (κυρίως από κουνούπια), λόγω της προβλεπόμενης αύξησης των θερμών ημερών. Οι παραπάνω παράγοντες αναμένεται να ασκήσουν πίεση στο σύστημα υγείας εφόσον αυτό δεν προετοιμαστεί κατάλληλα. Οι πληθυσμιακές και κοινωνικές ομάδες που εκτιμάται ότι θα έχουν μεγαλύτερες πιθανότητες έκθεσης στους κινδύνους της κλιματικής αλλαγής αλλά και δυσμενέστερες επιπτώσεις, είναι οι ηλικιωμένοι, τα παιδιά, τα άτομα που αντιμετωπίζουν χρόνια προβλήματα υγείας, τα φτωχότερα κοινωνικά στρώματα, οι κάτοικοι νησιωτικών και ορεινών περιοχών, οι μετανάστες και μετακινούμενοι πληθυσμοί, καθώς και κατηγορίες εργαζομένων των οποίων η εργασία έχει άμεση σύνδεση με την κλιματική αλλαγή όπως αγρότες, πυροσβέστες, οδηγοί, μεταφορείς και εργαζόμενοι στις υπηρεσίες υγείας.

Συνολικά, η ελλιπής έως και ανύπαρκτη ενσωμάτωση της διάστασης της προσαρμογής στην κλιματική αλλαγή στο μεγαλύτερο μέρος των νομοθετημάτων που αφορούν στην υγεία υποδηλώνει την αδύναμη και μη συντονισμένη προετοιμασία του τομέα στις επερχόμενες αλλαγές και επιπτώσεις. Εν γένει, ο τομέας της υγείας στην Ελλάδα -που είναι νοσοκομειοκεντρικός και δεν επενδύει στην πρόληψη σε όλο το φάσμα των παραγόντων κινδύνου- δεν διαθέτει οργανωμένη (με απτές καθημερινές δράσεις) μεθοδολογία προσαρμογής στην κλιματική αλλαγή τόσο σε κεντρικό και περιφερειακό, όσο και σε τοπικό επίπεδο. Υφίστανται μεν δράσεις που παρουσιάζουν συνάφεια με την προσαρμογή στην κλιματική αλλαγή, με στόχευση στην πολιτική προστασία, οι οποίες αφορούν στην καταπολέμηση των διαβιβαστών, στην προστασία των πολιτών από επεισόδια αέριας ρύπανσης, καυσώνων και πλημμυρών, ωστόσο είναι αποσπασματικές και δεν εντάσσονται σε μια συνολική, ολοκληρωμένη και συνεκτική στρατηγική προσαρμογής του τομέα της υγείας στην κλιματική αλλαγή.

[ Η παρουσίαση του Θ. Μυλωνέρου ]


Δείτε την πρώτη ενότητα (την οποία συντόνισε η Αγγελική Μητροπούλου) με τις παρουσιάσεις των μελετών σε βίντεο :

 

Δείτε σε βίντεο τη δεύτερη ενότητα της εκδήλωσης με τη συζήτηση στρογγυλού τραπεζιού:

 

 

Οι μελέτες του Παρατηρητηρίου Βιώσιμης Ανάπτυξης που παρουσιάστηκαν στην εκδήλωση: