Ο δημοσιογράφος Δημήτρης Δεληολάνης δημοσιεύει στο ΕΝΑ, μεταφρασμένο από τον ίδιο στα ελληνικά, ένα ανέκδοτο κείμενο του Ιταλού κομμουνιστή Αντόνιο Γκράμσι.

Πρόκειται για άρθρο που δημοσιεύτηκε στις 7 Νοεμβρίου 1922 στην εφημερίδα των ρώσων κομμουνιστών Πράβντα και αφορά τις ραγδαίες τότε πολιτικές εξελίξεις στην Ιταλία, όταν το φασιστικό κόμμα ανέλαβε τη διακυβέρνηση της χώρας. Το ανέκδοτο κείμενο εντόπισε και μετέφρασε στα ιταλικά η Ρωσίδα ιστορικός Νατάλια Τερέχοβα, ιδρύτρια της Εταιρείας Μελετών περί Γκράμσι στη Μόσχα. Η ίδια το δημοσίευσε στο ιταλικό περιοδικό Critica Marxista, όπου και το σχολίασε από κοινού με τον Ιταλό ιστορικό Γκουίντο Λιγκουόρι, πρόεδρο της International Gramsci Society.

Όπως είναι γνωστό, στις 28 Οκτωβρίου 1922 (ημερομηνία που στην Ελλάδα παραπέμπει, καθόλου τυχαία, στην πρώτη μεγάλη ήττα του φασιστικού καθεστώτος στο αλβανικό μέτωπο το 1940) το φασιστικό κόμμα του Μπενίτο Μουσολίνι πραγματοποίησε την περιβόητη «Πορεία προς τη Ρώμη» και, χωρίς να συναντήσει καμία αντίσταση, κατέλαβε την ιταλική πρωτεύουσα. Τρεις ημέρες αργότερα, αδιαφορώντας για τις εκκλήσεις όλων των κοινοβουλευτικών κομμάτων, πλην του φασιστικού, ο βασιλιάς Βίκτωρ Εμμανουήλ Γ’ ανέθεσε την πρωθυπουργία στον Μουσολίνι. Ήταν η αρχή του φασιστικού καθεστώτος, το οποίο θα ανατρεπόταν μόνον πολλά χρόνια αργότερα, στις 25 Απριλίου 1945.

Ας διαβάσουμε όμως το κείμενο με το οποίο ο Γκράμσι σχολιάζει τα γεγονότα αυτά από την οπτική γωνία των Ιταλών κομμουνιστών:


Η κατάληψη της εξουσίας από τους φασίστες περιορίζει τη δραστηριότητα του ιταλικού Κομμουνιστικού Κόμματος σε ένα αποκλειστικά και μόνο συνωμοτικό επίπεδο. Ξεκινά για την Ιταλία μια νέα ιστορική περίοδος, την οποία μπορούμε να καθορίσουμε με τους εξής όρους: η πολιτική εξουσία κατά πάσα πιθανότητα περνά από τα χέρια της καπιταλιστικής αστικής τάξης στα χέρια των μεσαίων και μεγάλων γαιοκτημόνων, υπό την ιδεολογική καθοδήγηση μέρους της μικροαστικής τάξης των μεγάλων πόλεων. Οι αντιθέσεις της ιταλικής κοινωνίας, που υπήρξαν υπολανθάνουσες ήδη από την εποχή της ίδρυσης εκείνου του ενοποιημένου Βασίλειου που δημιουργήθηκε χάρη στους πολέμους για την ανασύσταση της Ιταλίας, αναδείχτηκαν ξεκάθαρα στα τελευταία δύο χρόνια, όταν το Σοσιαλιστικό Κόμμα αποδείχτηκε ανίκανο να καθοδηγήσει το προλεταριάτο στην κατάληψη της εξουσίας.

Το αποτέλεσμα ήταν η επικράτηση των γαιοκτημόνων επί του προλεταριάτου και της αστικής τάξης, η οποία  βγήκε εξουθενωμένη από την κρίση της βιομηχανίας και του χρηματοπιστωτικού συστήματος. Μπορούμε εύκολα να προβλέψουμε πως σύντομα θα βρεθούμε αντιμέτωποι με μια περίοδο σκληρών αγώνων στην Ιταλία, αφού και η αστική τάξη δεν θα αποδεχτεί εύκολα την απόλυτη και τυραννική κυριαρχία των γαιοκτημόνων και την ανεύθυνη δημαγωγία ενός τυχοδιώκτη χωρίς ιδιαίτερες ικανότητες σαν τον Μουσολίνι. Γι΄ αυτό, ανεξάρτητα από τη σοβαρότητα της παρούσας κατάστασης, η μελλοντική προοπτική για το προλεταριάτο και το κόμμα του δεν διαφαίνεται ιδιαίτερα αρνητική. Στα τελευταία δύο χρόνια το Κομμουνιστικό Κόμμα αναγκάστηκε ήδη να δραστηριοποιείται σε κατάσταση παρανομίας στα τρία τέταρτα της χώρας. Αυτό όμως δεν εμπόδισε το κόμμα, που είχε 42.000 μέλη το Φεβρουάριο του 1921, δηλαδή μετά τη διάσπαση στο συνέδριο του Λιβόρνο, να έχει ακόμη 35.000 μέλη όταν ξέσπασε το φασιστικό πραξικόπημα, χωρίς να υπολογίζουμε τα περίπου 20.000 μέλη της κομμουνιστικής νεολαίας. Το Σοσιαλιστικό Κόμμα, που είχε 150.000 μέλη μετά τη διάσπαση του Λιβόρνο, κατά την ίδια περίοδο είχε μόνον 32.000 μέλη. Αποφάσισαν να ενταχθούν στην Κομμουνιστική Διεθνή αλλά στην πραγματικότητα δεν είναι ικανοποιητικά προετοιμασμένοι για μια κατάσταση παρανομίας.

Εάν στην παρούσα νέα φάση η Κεντρική Επιτροπή του Κομμουνιστικού Κόμματος φανεί ικανή (κάτι πολύ πιθανό, αν λάβουμε υπόψη μας την εμπειρία του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος) να αναπτύξει την κατάλληλη για την πραγματική κατάσταση της ιταλικής κοινωνίας τακτική, σε θέση να αναδείξει τις αντιθέσεις που προκάλεσε το φασιστικό πραξικόπημα, το προλεταριάτο πολύ σύντομα θα επανακτήσει τον ιστορικό του ρόλο, τον οποίο απώλεσε μετά το κύμα καταλήψεων των εργοστασίων το Σεπτέμβριο του 1920.


 

Όπως επισημαίνουν οι δυο επιμελητές του άρθρου, το άγνωστο μέχρι πρότινος άρθρο έχει ενδιαφέρον αναφορικά με τη στάση του Κομμουνιστικού Κόμματος Ιταλίας απέναντι στο φασιστικό κίνημα. Ο Γκράμσι είχε ταξιδεύσει στη Μόσχα μαζί με τον Γραμματέα του Κόμματος Αμαντέο Μπορντίγκα κι άλλο ένα μέλος του «Εκτελεστικού» οργάνου του Κόμματος  (αργότερα θα επικρατήσει η ονομασία «Πολιτικό Γραφείο») προκειμένου να συμμετάσχουν στη δεύτερη διευρυμένη ολομέλεια της Κομμουνιστικής Διεθνούς. Ο Γκράμσι θα παραμείνει στην πρωτεύουσα της Σοβιετικής Ένωσης ως αντιπρόσωπος του ιταλικού κόμματος στη Διεθνή.

Το άρθρο δεν εκφράζει τις απόψεις του Γκράμσι, αλλά εκείνες του Κ.Κ. Ιταλίας. Διαφαίνεται έτσι μια ανάλυση του φασιστικού πραξικοπήματος που καθρεφτίζει τις αποφάσεις του δεύτερου συνεδρίου του κόμματος, το οποίο διεξήχθη στη Ρώμη το Μάρτιο του ιδίου έτους κι επιβεβαίωσε τη γραμμή που χάραξε ο ηγέτης Αμαντέο Μπορντίγκα. Μια γραμμή που ερχόταν σε κάθετη αντιπαράθεση με τις υποδείξεις της Διεθνούς. Αυτό ακριβώς ήταν το κυριότερο θέμα προς συζήτηση στη διευρυμένη ολομέλεια. Η Διεθνής και η μπολσεβικική ηγεσία δεν είχαν κρύψει την απογοήτευση τους από το γεγονός πως στη διάσπαση του Λιβόρνο, όταν οι κομμουνιστές αποσχίστηκαν από το Σοσιαλιστικό Κόμμα, πήραν μαζί τους μόνο μια μικρή ομάδα στελεχών. Τη στιγμή της διάσπασης το Σοσιαλιστικό Κόμμα ήταν η μεγαλύτερη πολιτική δύναμη της χώρας και η μαξιμαλιστική ηγεσία του προωθούσε θέσεις που ταυτίζονταν σε πολλά σημεία με εκείνες της Διεθνούς. Η σοσιαλιστική ηγεσία επεδίωξε να εντάξει το κόμμα στην Κομμουνιστική Διεθνή, αλλά συνάντησε δυσκολίες όταν η Διεθνής επέβαλε για την ένταξη τους περίφημους 21 όρους. Μετά τη διάσπαση, η υπόδειξη του Λένιν στους Ιταλούς κομμουνιστές ήταν να συμμαχήσουν με τους σοσιαλιστές ώστε να μην αποκοπούν από τις ευρύτερες εργατικές μάζες. Η συμμαχία αυτή αργότερα επισημοποιήθηκε με την υιοθέτηση από μέρους της Διεθνούς της γραμμής του «ενιαίου μετώπου». Μια πολιτική που ο Μπορντίγκα ποτέ δεν ασπάστηκε, καθώς θεωρούσε ότι ακύρωνε έμπρακτα την απόφαση των κομμουνιστών να διασπαστούν από το Σοσιαλιστικό Κόμμα και να δημιουργήσουν δικό τους κόμμα. Η Διεθνής δεν το έβαλε κάτω και συνέχισε να έχει επαφές με την μαξιμαλιστική πτέρυγα του Σοσιαλιστικού Κόμματος, γεγονός που εξόργιζε τους ιταλούς κομμουνιστές. Περιλαμβανομένου του ιδίου του Γκράμσι που, όπως διαφαίνεται και στο άρθρο, θεωρούσε τους μαξιμαλιστές επαναστάτες στα λόγια, ανίκανους να αναλάβουν οποιαδήποτε επαναστατική δράση, καθώς είχαν κάνει τα πάντα για να πνίξουν το κίνημα κατάληψης των εργοστασίων το 1920.

Μόνο σε αυτό το πλαίσιο είναι κατανοητή η επιμονή του Γκράμσι να καταγράψει τον αριθμό των μελών των δύο κομμάτων και να επισημάνει πως οι σοσιαλιστές, σε αντίθεση με τους κομμουνιστές, δεν είναι σε θέση να ανταπεξέλθουν στη νέα κατάσταση παρανομίας.

Σε ό,τι αφορά την ανάληψη της πρωθυπουργίας από τον Μουσολίνι, ο Γκράμσι κινείται με δεξιοτεχνία ανάμεσα αφενός στις προσωπικές του αναλύσεις για το φασιστικό φαινόμενο, που είχαν ξεκινήσει ήδη από την πρώτη του εμφάνιση στο πολιτικό προσκήνιο με τις επιθέσεις των Ομάδων Κρούσης στα γραφεία των σοσιαλιστών και στους αγροτικούς συνεταιρισμούς στη βόρεια Ιταλία αφετέρου συνδυάζοντας τις προσωπικές του εκτιμήσεις με την επίσημη θέση του κόμματος. Διαβάζουμε έτσι πως το ιταλικό Κ.Κ. θα αναγκαστεί μετά το φασιστικό πραξικόπημα  να δραστηριοποιείται σε συνθήκες παρανομίας, αφού ήδη κατά την προηγούμενη περίοδο δρούσε σε συνθήκες παρανομίας στα τρία τέταρτα του ιταλικού εδάφους. Κάτι που αλλάζει ριζικά τις συνθήκες κινητοποίησης του εργατικού κινήματος και έρχεται σε αντίθεση με την επίσημη θέση του κόμματος πως η διαμάχη μεταξύ του φασιστικού και των μη φασιστικών κομμάτων ήταν μια «απλή πολιτική διένεξη στους κόλπους της αστικής τάξης», όπως είχε δηλώσει ο Μπορντίγκα ενώπιον της Διεθνούς.

Παράλληλα, όμως, διαπιστώνουμε πως ο Γκράμσι προβάλλει και μια άλλη θέση του κόμματος του, που ο ίδιος είχε πάψει να υποστηρίζει για τουλάχιστον ενάμιση έτος. Σε μια πρώτη φάση η εκτίμηση πως ο φασισμός είναι έκφραση των γαιοκτημόνων είχε κυριαρχήσει στην ιταλική Αριστερά (τα «εργατικά κόμματα» σύμφωνα με την ορολογία της εποχής). Το ίδιο συνέβη και με την άποψη πως πρόκειται για «μικροαστικό κίνημα», στη βάση της ευρείας συναίνεσης που ο Μουσολίνι είχε εξασφαλίσει στα μεσαία στρώματα. Αλλά η σταδιακή ενίσχυση των Ομάδων Κρούσης στις βιομηχανικές πόλεις και ο πολλαπλασιασμός των επιθέσεων εναντίον εργατικών στόχων είχαν οδηγήσει τον Γκράμσι και την ομάδα της τορινέζικης εφημερίδας Ordine Nuovo να αναθεωρήσουν, ήδη πριν διασπαστούν από το Σοσιαλιστικό Κόμμα, τις απόψεις τους αυτές και να καταλήξουν σε νέα συμπεράσματα γύρω από τις κοινωνικές ομάδες που στηρίζουν τον φασισμό. Έτσι, όλη η ανάλυση που συναντάμε στο άρθρο περί σύγκρουσης των γαιοκτημόνων με τη χρηματοπιστωτική και βιομηχανική αστική τάξη δεν ανήκει στον αρθρογράφο παρά στην σχηματική, επιφανειακή και ξεπερασμένη ανάλυση του Μπορντίγκα και της ηγετικής του ομάδας.

Τέλος, αξίζει να επισημανθεί η αναφορά του Γκράμσι στις έντονες αντιθέσεις που δημιουργήθηκαν στην ιταλική κοινωνία  ήδη από την περίοδο του αγώνα για την ενοποίηση της Ιταλίας, το περίφημο Risorgimento. Ένδειξη πως ήδη από τότε ο μαρξιστής στοχαστής είχε αρχίσει εκείνη την έρευνα του για την συγκεκριμένη διαμόρφωση της ιταλικής ιστορικής πραγματικότητας. Έρευνα που θα ενταχθεί στις θέσεις του Κομμουνιστικού Κόμματος στο τρίτο συνέδριο στη Λυών το 1926, όταν ο Γκράμσι θα αναλάβει την ηγεσία. Θα ολοκληρωθεί αργότερα στα περίφημα Τετράδια της Φυλακής και θα δημοσιευτεί μεταπολεμικά στον τόμο Risorgimento.

 

Διαβάστε ακόμη: