Το ΕΝΑ, όλοι και όλες εμείς που είχαμε την τύχη να γνωρίσουμε από κοντά τον εμβληματικό νεομαρξιστή θεωρητικό και διανοούμενο Λίο Πάνιτς (Leo Panitch) εκφράζουμε τη βαθύτατη θλίψη μας για το χαμό του.

Ο Πάνιτς υπήρξε ένας γενναιόδωρος και ένθερμος σύντροφος, στρατευμένος στην υπόθεση της Αριστεράς, ένας χαρισματικός ακαδημαϊκός δάσκαλος και διακεκριμένος κοινωνικός επιστήμονας. Έχει, δίχως αμφιβολία, κατοχυρώσει μια κεντρική θέση στη σύγχρονη ριζοσπαστική αριστερή διανόηση ως ένας από τους τελευταίους νεομαρξιστές που εξακολουθούσαν να εμμένουν στη μελέτη και τον εμπλουτισμό της θεωρίας του κράτους, ιδίως υπό το φως των αριστερών κυβερνητικών εγχειρημάτων των τελευταίων δεκαετιών τόσο στην Ευρώπη όσο και στη Λατινική Αμερική.

Ο Πάνιτς γεννήθηκε το 1945 στο Γουίνιπεγκ του Καναδά. Σπούδασε στα τέλη της δεκαετίας του 1960 οικονομικά και πολιτική επιστήμη στο Πανεπιστήμιο της Μανιτόμπα και ολοκλήρωσε ως τα μέσα της δεκαετίας του 1970 τις μεταπτυχιακές και διδακτορικές του σπουδές στο London School of Economics, υπό την επίβλεψη του Ραλφ Μίλιμπαντ. Από πολλές πλευρές, υπήρξε ένας από τους συνεχιστές του Μίλιμπαντ σε θεωρητικό και μεθοδολογικό επίπεδο, ενώ από το 1985 και έπειτα ανέλαβε το συντονισμό της μαρξιστικής επιθεώρησης Socialist Register, που ίδρυσε ο Μίλιμπαντ με τον Τζ. Σάβιλ το 1964. Από το 1972 ως το 1984 δίδαξε πολιτική επιστήμη στο Πανεπιστήμιο Κάρλτον στην Οτάβα, ενώ από το 1984 έως σήμερα κατείχε την έδρα της Συγκριτικής Πολιτικής Οικονομίας στο Πανεπιστήμιο Γιορκ στο Τορόντο. Το 1979 συνίδρυσε την καναδική επιθεώρηση Studies in Political Economy, της οποίας υπήρξε συνεπιμελητής έως και το θάνατό του.

Η διατριβή του, που αφορούσε τις σχέσεις του βρετανικού Εργατικού Κόμματος με τα συνδικάτα και εκδόθηκε με τον τίτλο Social Democracy and Industrial Militancy (1976), συνιστά μια κλασική αναφορά στη θεωρητική συζήτηση για τις στρατηγικές των σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων. Ο Πάνιτς μελέτησε την εισοδηματική πολιτική του Εργατικού Κόμματος, με έμφαση στην περιοριστική μισθολογική πολιτική που αυτό  επέβαλε στις διεκδικήσεις των βρετανικών συνδικάτων. Όπως συμπέρανε, τα συνδικάτα, στη συνάφεια αυτή, έγιναν πιο μετριοπαθή, θέτοντας σε δεύτερη μοίρα τα πραγματικά συμφέροντα της εργατικής τάξης, που απαιτούσαν μια περισσότερο μαχητική στάση. Αυτές οι εξελίξεις ήταν αποτέλεσμα του ρόλου της «εθνικά υπεύθυνης» πολιτικής δύναμης που έπαιζε το Εργατικό Κόμμα στο μεταπολεμικό βρετανικό πολιτικό σύστημα, με στόχο την ενσωμάτωση της εργατικής τάξης στις μεταπολεμικές κοινωνικοπολιτικές διευθετήσεις.

Ο Πάνιτς εμπλούτισε την προβληματική του σχετικά με την εργατική πολιτική σε μια σειρά από άρθρα, τα οποία ενσωματώθηκαν στον τόμο Working Class Politics in Crisis (1986), στα οποία υποστηρίζει ότι η οικονομική κρίση που ξέσπασε με ιδιαίτερη οξύτητα στη Μ. Βρετανία στη δεκαετία του 1970, μετατράπηκε σε καπιταλιστική αντεπίθεση, λόγω της αδυναμίας της εργατικής τάξης να δημιουργήσει εκείνες τις πολιτικές δομές και θεσμικές διευθετήσεις που θα την επέλυαν. Γι’ αυτόν το λόγο, ο Πάνιτς έθετε ως κεντρικό στόχο τη δημιουργία ενός μαζικού σοσιαλιστικού κόμματος, το οποίο θα αντικαθιστούσε το Εργατικό Κόμμα ως η βασική πολιτική μορφή έκφρασης της εργατικής τάξης.

Με το The End of Parliamentary Socialism (1997), που συνέγραψε με τον Κόλιν Λέις, ο Πάνιτς συνέχισε την ενασχόλησή του με το βρετανικό Εργατικό Κόμμα, πηγαίνοντας την ανάλυση της πολιτικής του κόμματος ένα βήμα παραπέρα από εκεί όπου είχε σταματήσει ο δάσκαλός του Ρ. Μίλιμπαντ με το κλασικό Parliamentary Socialism (1961). Στο εν λόγω βιβλίο αναλύεται η ιστορική εξέλιξη της μάχης της αριστερής πτέρυγας του Εργατικού Κόμματος για την ενίσχυση του σοσιαλιστικού προσανατολισμού του κόμματος. Οι Πάνιτς και Λέις ανέλυσαν λεπτομερώς το ιδιαίτερο πολιτικό ρεύμα του labourism, που έδινε έμφαση στην κοινοβουλευτική δράση και σε συμβιβαστικές πολιτικές στρατηγικές που είχαν ως στόχο την ενσωμάτωση των εργατών στον βρετανικό καπιταλισμό. Το Εργατικό Κόμμα δεν ήταν ποτέ ένα αμιγώς σοσιαλιστικό κόμμα∙ ήταν ένα εργατικό κόμμα που είχε ως στόχο τη διασφάλιση της βελτίωσης των συνθηκών ζωής της εργατικής τάξης, χωρίς να αμφισβητεί το καπιταλιστικό σύστημα. Η «Αριστερά των Εργατικών» αναδείχθηκε ως μια φωνή «σοσιαλιστικής συνείδησης», η οποία επιδίωκε να αναπροσανατολίσει την ιδεολογία, το πρόγραμμα και την οργανωτική πολιτική του κόμματος προς μια ριζοσπαστικότερη κατεύθυνση για να εκπληρωθεί ο στόχος της εκπροσώπησης των πραγματικών εργατικών συμφερόντων. Η ήττα της αριστερής πτέρυγας ήταν αποτέλεσμα μιας σκληρής εσωκομματικής μάχης για την «ψυχή» του κόμματος, η οποία ολοκληρώθηκε με την άνοδο των μπλερικών στην ηγεσία του.

Για τους Πάνιτς και Λέις η κρίση της αριστερής πολιτικής, η μετριοπαθής στροφή της βρετανικής σοσιαλδημοκρατίας και η αδυναμία της να ανταποκριθεί στις νέες συνθήκες ήταν όχι μόνο απόρροια των εν γένει μεταβολών στον παγκόσμιο καπιταλισμό και της πολιτικής ηγεμονίας της Μ. Θάτσερ, αλλά και αποτέλεσμα της συγκεκριμένης μετριοπαθούς ιδεολογίας του Εργατικού Κόμματος, η οποία το ωθούσε σε κάθε περίοδο ολοένα και δεξιότερα. Τον προβληματισμό αυτό, οι δύο συγγραφείς τον επικαιροποίησαν στο πρόσφατο Searching for Socialism: The Project of the Labour New Left from Benn to Corbyn (2020), όπου η ιστορία της πάλης της αριστερής πτέρυγας, του βρετανικού Εργατικού Κόμματος εμπλουτίζεται με την συζήτηση του εγχειρήματος του Τζ. Κόρμπιν.

Ο Λ. Πάνιτς ήταν ένας από τους πλέον σημαντικούς μαρξιστές πολιτικούς επιστήμονες  στην παράδοση του Ν. Πουλαντζά και του Ρ. Μίλιμπαντ, που προσπάθησαν να υπερβούν τον οικονομισμό κάποιων μαρξιστικών ρευμάτων, αναλύοντας και τις διαδικασίες που λαμβάνουν χώρα στην πολιτική σφαίρα (ιδιαίτερα στην κρατική δομή), οι οποίες, με τη σειρά τους, επιδρούν στις καπιταλιστικές οικονομικές και κοινωνικές σχέσεις. Από αυτήν την αντίληψη απορρέει και η ιδιαίτερη έμφαση που έδωσε ο Πάνιτς στη θεωρία και στη μελέτη του κρατικού φαινομένου, όπως αυτή συμπυκνώνεται στον κλασικό συλλογικό τόμο The Canadian State (1977), τον οποίο επιμελήθηκε και ο οποίος για πολλά χρόνια αποτέλεσε βασικό εγχειρίδιο καναδικής πολιτικής των προγραμμάτων σπουδών καναδικών πανεπιστημίων.

Η συμπύκνωση της θεωρητικής δουλειάς του Πάνιτς έρχεται με το μνημειώδες The Making of Global Capitalism: The Political Economy of American Empire (2012), το οποίο συνέγραψε με τον Σαμ Γκίντιν. Στο βιβλίο αυτό oι δύο συγγραφείς επανέφεραν στο επίκεντρο της νεομαρξιστικής συζήτησης το ζήτημα της στρατηγικής του κράτους, ερμηνεύοντας την ανάδυση της λεγόμενης παγκοσμιοποίησης ως αποτέλεσμα επιλογών του αμερικανικού κράτους και όχι απλά ως απόρροια της επέκτασης των αγορών. Οι Πάνιτς και Γκίντιν υποστήριξαν ότι ο «ιμπεριαλισμός», στην περίπτωση του αμερικανικού κράτους, είναι η ενεργή παρέμβαση και επέμβαση του τελευταίου στην αναδόμηση άλλων χωρών, στο πλαίσιο μιας γενικής στρατηγικής διαχείρισης των παγκόσμιων κρίσεων και διασφάλισης των αμερικανικών καπιταλιστικών συμφερόντων. Στο πλαίσιο αυτό, η διεθνής οικονομική τάξη και οι θεσμοί της είναι στην ουσία κατασκευή του αμερικανικού κρατικού μηχανισμού. Προκύπτει, έτσι, αβίαστα το συμπέρασμα ότι η πραγματική «αμερικανική αυτοκρατορία» είναι ο παγκόσμιος καπιταλισμός και η οικονομική κρίση στην Αμερική, από το 2007 και μετά, κρίση του παγκόσμιου καπιταλισμού.

Για τον Πάνιτς η επιστημονική εργασία συνδεόταν άρρηκτα με την πολιτική κριτική. Ο ίδιος ήταν ένας συνεπής σοσιαλιστής, που αφιέρωσε μεγάλο μέρος της πνευματικής του δουλειάς στην ανάδειξη της σοσιαλιστικής προοπτικής, τόσο πριν όσο και μετά την πτώση των σοσιαλιστικών καθεστώτων στην Ανατολική Ευρώπη. Στο βιβλίο Renewing Socialism (2001) επιχείρησε να επανεξετάσει βασικές θεματικές στην εξέλιξη της σοσιαλιστικής σκέψης (επανάσταση και μεταρρύθμιση, σοσιαλισμός και δημοκρατία, πολιτική δράση της εργατικής τάξης) και να συνηγορήσει υπέρ ενός δημοκρατικού σοσιαλισμού ο οποίος θα μπορούσε να αναζωογονήσει το σοσιαλιστικό φαντασιακό ενεργοποιώντας την κοινωνία και να λειτουργήσει ως πλαίσιο αναφοράς για μια στρατηγική της Αριστεράς στην εποχή της παγκοσμιοποίησης. Ο Πάνιτς συνέδεε πάντοτε τη σοσιαλιστική στρατηγική με την ενεργοποίηση της εργατικής τάξης διαμέσου της οργανωμένης δράσης των κομμάτων της Αριστεράς και των κοινωνικών κινημάτων.

Πίστευε ακράδαντα ότι ο ρόλος ενός σοσιαλιστικού κόμματος, πέραν του να σχεδιάσει ένα πρόγραμμα κοινωνικού μετασχηματισμού, είναι να εμπλέξει ενεργά την κοινωνία σε αυτή τη διαδικασία και να βασίσει την υλοποίησή του στην οικοδόμηση και αξιοποίηση των ικανοτήτων και δυνατοτήτων της εργατικής τάξης.

Από αυτή τη σκοπιά, μαζί με τον Σ. Γκίντιν, στο δοκίμιο The Socialist Challenge Today: Syriza, Sanders, Corbyn (2018) εξέτασαν συγκριτικά τα εγχειρήματα του ΣΥΡΙΖΑ, του Τζ. Κόρμπιν και του Μπ. Σάντερς, αναλύοντας τις αντιφάσεις τους και εξηγώντας ότι ο εκλογοκεντρισμός δεν μπορεί να απαντήσει στα στρατηγικά διλήμματα της Αριστεράς, εάν δεν επιδιώκεται παράλληλα ενεργά η οργάνωση και κινητοποίηση της εργατικής τάξης.

Ο Λίο Πάνιτς δίδαξε με το παράδειγμά του ότι η πρωτότυπη και εμπεριστατωμένη έρευνα μπορεί να συμβαδίζει με κανονιστικές αφετηρίες και ότι χωρίς αυτές δεν μπορεί εντέλει να διεξαχθεί άξια λόγου έρευνα.

Παρακολουθούσε ενεργά τις εξελίξεις στην ελληνική Αριστερά και ήταν σε άμεση και διαρκή επαφή με Έλληνες θεωρητικούς και πολιτικούς της Αριστεράς, προσφέροντας πολλές φορές εκείνη την εύστοχη εξωτερική οπτική που συχνά διαμορφώνει νέα πλαίσια κατανόησης. Η κληρονομιά του είναι ανεκτίμητη. Το κενό που αφήνει πίσω του δυσαναπλήρωτο.

Θα τον θυμόμαστε για πάντα.

 


* Η συνέντευξη του Λίο Πάνιτς στο ΕΝΑ (Μάιος 2018): «Ο αγώνας για τη Δημοκρατία θα συνεχιστεί»