Συνέντευξη του Sebastian Mang, Senior Policy and Advocacy Officer, New Economics Foundation, στο Παρατηρητήριο Βιώσιμης Ανάπτυξης του ΕΝΑ, στο πλαίσιο του αφιερώματος «Οικονομικές προκλήσεις της πράσινης μετάβασης»

Το Βιομηχανικό Σχέδιο για την Πράσινη Συμφωνία είναι η απάντηση της ΕΕ στην αμερικανική «Πράξη Μείωσης του Πληθωρισμού» (IRA). Πόσο ουσιαστικές είναι οι διαφορές μεταξύ των δύο σχεδίων;

Διαχρονικά, οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής της ΕΕ αντιστέκονταν στην ιδέα της βιομηχανικής πολιτικής λόγω των συγκρούσεων που προέκυπταν με την ενιαία αγορά της ΕΕ. Οι εθνικές βιομηχανικές πολιτικές και τα διαφορετικά επίπεδα δημόσιας στήριξης των βιομηχανικών κλάδων δημιουργούν άνισους όρους ανταγωνισμού για τις επιχειρήσεις που βρίσκονται σε διαφορετικά κράτη μέλη, γεγονός που με τη σειρά του αντιβαίνει στις αρχές του θεμιτού ανταγωνισμού εντός της ενιαίας αγοράς. Επιπλέον, το περιορισμένο μέγεθος του προϋπολογισμού της ΕΕ μεταφράζεται σε έλλειψη κονδυλίων σε επίπεδο ΕΕ για τη στήριξη των βιομηχανικών πολιτικών, ιδίως των οικονομιών που έχουν μικρότερη δημοσιονομική ισχύ.

Η ΕΕ, ιδίως μετά την εφαρμογή της Πράσινης Συμφωνίας, έχει σημειώσει πρόοδο, αν και πολύ αργή, στην προώθηση της μετάβασης προς ένα πιο πράσινο μέλλον. Μέτρα όπως το σύστημα εμπορίας δικαιωμάτων εκπομπών (ΣΕΔΕ) και οι στόχοι για τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας έχουν διαδραματίσει καθοριστικό ρόλο στη διευκόλυνση αυτής της μετάβασης και στην προώθηση της ανάπτυξης πράσινων τεχνολογιών. Ωστόσο, η προσέγγιση της ΕΕ επικεντρώθηκε στην ελαχιστοποίηση της τιμή των αγαθών και όχι στον τόπο παραγωγής τους. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να μεταφερθούν τομείς -ιδιαίτερα όσον αφορά την ηλιακή ενέργεια- που αναπτύχθηκαν και πρωτοπορούσαν στην Ευρώπη, σε χώρες με χαμηλότερο κόστος, ιδίως στην Κίνα.

Οι ΗΠΑ, αν και άργησαν να μπουν στο παιχνίδι της δράσης για το κλίμα, πλέον ακολουθούν, μέσω του νόμου για τη μείωση του πληθωρισμού (IRA) και του νόμου για τα τσιπ και την επιστήμη (CHIPS), μια βιομηχανική πολιτική. Ενώ η αντιμετώπιση των κλιματικών ανησυχιών είναι ένας από τους βασικούς στόχους, οι πολιτικές αυτές αντανακλούν επίσης την αναγνώριση ότι οι αγορές από μόνες τους δεν πετυχαίνουν πάντα μια αποτελεσματική κατανομή του κεφαλαίου και ότι οι κυβερνήσεις θα πρέπει, αντιθέτως, να επενδύουν ενεργά στην ενίσχυση των οικονομιών τους, διατηρώντας παράλληλα υψηλά πρότυπα για τους εργαζόμενους και το περιβάλλον. Παρόλο που πρέπει να υπάρξει ακόμη μεγαλύτερη πρόοδος στις ΗΠΑ, η βιομηχανική τους προσέγγιση σηματοδοτεί μια αξιοσημείωτη απόκλιση από την παραδοσιακή προοπτική που είναι προσανατολισμένη στην αγορά.

Υπάρχουν δύο μεγάλες διαφορές στην προσέγγιση της βιομηχανικής πολιτικής της ΕΕ και των ΗΠΑ. Πρώτον, η δομή του ευρωπαϊκού μακροοικονομικού συστήματος απαιτεί από τα κράτη μέλη να συμφωνήσουν σε σημαντικές αλλαγές στην οικονομική του προσέγγιση, ιδίως όσον αφορά τις κρατικές ενισχύσεις, τους δημοσιονομικούς κανόνες ή τη δημιουργία κοινού δανεισμού της ΕΕ. Αυτό που συνέβη είναι ότι η Επιτροπή εισήγαγε νέους κανόνες για τις κρατικές ενισχύσεις, πράγμα που σημαίνει ότι οι πλουσιότερες και λιγότερο χρεωμένες χώρες θα μπορούν να αυξήσουν το ποσό των δαπανών τους για πράσινες βιομηχανικές πολιτικές. Ωστόσο, οι κανόνες για  τις δαπάνες και το δανεισμό παραμένουν σχετικά αυστηροί, πράγμα που σημαίνει ότι οι κυβερνήσεις που είναι λιγότερο εύπορες ή έχουν μεγαλύτερο πρόβλημα χρέους θα πρέπει να περικόψουν τις δαπάνες από αλλού ή να αυξήσουν τους φόρους, αν θέλουν να προσεγγίσουν το θέμα της βιομηχανικής πολιτικής σε στέρεη βάση. Αυτό σημαίνει ότι η προσέγγιση της βιομηχανικής πολιτικής της ΕΕ, όπως έχει σχεδιαστεί επί του παρόντος, είναι άνιση και θα οδηγήσει σε αυξημένες οικονομικές αποκλίσεις.

Η δεύτερη μεγάλη διαφορά είναι ότι δεν υπάρχει καμία σκέψη για την αναγνώριση της μετασχηματιστικής δύναμης που δύναται να ασκήσει μια κυβέρνηση. Στις ΗΠΑ ο IRA περιλαμβάνει όρους για τις εταιρείες που υποστηρίζονται από δημόσιες επενδύσεις (για παράδειγμα όρους για την παροχή καλών θέσεων εργασίας ή μαθητείας), ενώ ο νόμος CHIPS περιλαμβάνει όρο που απαιτεί τα υπερκέρδη να μοιράζονται με την κυβέρνηση.

Ο Sebastian Mang μιλά στο ΕΝΑ

Η κεντρική φιλοσοφία της ευρωπαϊκής προσέγγισης είναι η απομείωση του κινδύνου των ιδιωτικών επενδύσεων. Είναι μια αποτελεσματική και κοινωνικά δίκαιη πολιτική;

Η προσέγγιση της μείωσης του κινδύνου έχει ως παραδοχή ότι οι ιδιωτικές εταιρείες είναι οι πιο αποτελεσματικές στην κατανομή του κεφαλαίου. Στόχος της είναι να μειωθούν οι κίνδυνοι που συνδέονται με τις επενδύσεις του ιδιωτικού τομέα σε βιομηχανικές δραστηριότητες, όπως μέσω επιδοτήσεων και ρυθμίσεων και να δημιουργηθούν ευκαιρίες για την προσέλκυση ιδιωτών επενδυτών στην αγορά. Στο πλαίσιο αυτής της προσέγγιση όμως, το κράτος αναλαμβάνει σημαντικό μέρος του κινδύνου παρέχοντας οικονομική στήριξη στις ιδιωτικές εταιρείες χωρίς ωστόσο να είναι σε θέση να κατευθύνει τις εταιρείες με όρους που που αντανακλούν τους στόχους της δημόσιας πολιτικής ή μέσω της συμμετοχής του στα κέρδη μέσω συμμετοχών στο κεφάλαιο ή άλλων μηχανισμών.

Η προσέγγιση της Επιτροπής για την απομείωση του κινδύνου είναι απίθανο να διευκολύνει τις θεμελιώδεις διαρθρωτικές αλλαγές που απαιτούνται για την επίτευξη μεγαλύτερης κοινωνικής ένταξης, περιβαλλοντικής βιωσιμότητας και ευρείας ευημερίας. Στην πραγματικότητα, τείνει να υποτιμά τον καθοριστικό ρόλο που διαδραματίζουν οι κυβερνήσεις στη δημιουργία και διαμόρφωση μιας ανθεκτικής και δίκαιης οικονομίας.

Από τις προτάσεις της Επιτροπής απουσιάζουν μέτρα για να αποτραπεί η δημόσια στήριξη προς όφελος (ρυπογόνων) εταιρειών που έχουν πρόσβαση σε ιδιωτική χρηματοδότηση. Για παράδειγμα, τα κέρδη της Volkswagen το 2022 αυξήθηκαν κατά 13% σε σχέση με το προηγούμενο έτος και ανέρχονται σε 22,5 δισ. ευρώ, αλλά έχει ζητήσει κρατική βοήθεια από τις κυβερνήσεις της Ανατολικής Ευρώπης για να χρηματοδοτήσει “giga” εργοστάσια μπαταριών. Χωρίς όρους και επιμερισμό των κερδών, η προσέγγιση της απομείωσης κινδύνου (de-risking) μπορεί να δημιουργήσει συνθήκες κοινωνικοποίησης του κόστους και ιδιωτικοποίησης των κερδών, οδηγώντας δυνητικά σε μια συνθήκη όπου δημόσια κεφάλαια στηρίζουν τα περιθώρια κέρδους των ιδιωτικών εταιρειών.

Ποια εναλλακτικά/συμπληρωματικά εργαλεία θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει η ευρωπαϊκή πράσινη βιομηχανική πολιτική για να γίνει πιο αποτελεσματική και δίκαιη;

Προτείνουμε τέσσερις βασικούς τρόπους για να προχωρήσει η βιομηχανική πολιτική:

α) Πρέπει να έχουμε σαφείς προθέσεις, πράγμα που σημαίνει ότι πρέπει να θέσουμε σαφείς σκοπούς και στόχους σχετικά με το τι θέλουμε να επιτύχουμε. Στις προτάσεις της η Επιτροπή δεν προβλέπει ότι η πράσινη βιομηχανική πολιτική θα επιταχύνει τη μετάβαση. Επιπλέον, θα πρέπει να επικεντρωθούμε περισσότερο σε μια ατζέντα για τους ίδιους τους εργαζόμενους, καθώς σε όλη την Ευρώπη υπάρχουν σημαντικές ανισότητες και η βιομηχανική πολιτική έχει τη δυνατότητα να δημιουργήσει καλής ποιότητας και καλά αμειβόμενες θέσεις εργασίας, οι οποίες θα μπορούσαν να μετριάσουν ορισμένες από αυτές τις πιέσεις, ιδίως σε περιοχές που βρίσκονται σε οικονομική ύφεση.

β) Οι κοινωνικές και περιβαλλοντικές συνθήκες είναι ζωτικής σημασίας όταν πρόκειται για δημόσιες δαπάνες που στηρίζουν ιδιωτικές επιχειρήσεις. Οι κανόνες και προϋποθέσεις είναι ιδιαιτέρως κρίσιμοι στις περιπτώσεις που ιδιωτικές εταιρείες λαμβάνουν στήριξη από την κυβέρνηση, και συνεπώς υπάρχει φορολογική επιβάρυνση των πολιτών. Είναι σημαντικό λοιπόν η στήριξη αυτή να πρέπει να υποστηρίζει ταυτόχρονα και στόχους δημόσιας πολιτικής.

γ) Οι κυβερνήσεις θα πρέπει να διατηρούν συμμετοχές σε εταιρείες. Αυτό θα αναγνώριζε το ρόλο της κυβέρνησης στη δημιουργία και διαμόρφωση της οικονομικής προόδου και θα βοηθούσε στην επίτευξη των στόχων της δημόσιας πολιτικής.

δ) Χρειαζόμαστε ευρωπαϊκό και εθνικό στρατηγικό σχεδιασμό για τη βιομηχανική πολιτική. Αξιολογώντας την κατάσταση των βιομηχανικών τομέων και εξετάζοντας ρεαλιστικούς στόχους για την ανάπτυξη των υφιστάμενων ή τη δημιουργία νέων πράσινων και ψηφιακών βιομηχανιών, οι κυβερνήσεις μπορούν να αποφασίσουν και να διαμορφώσουν τους τομείς αυτούς, με στόχο την επιτάχυνση δράσεων για το κλίμα, τη δημιουργία θέσεων εργασίας υψηλής ποιότητας και την ανάπτυξη.

Μπορούν όμως σήμερα τα κράτη μέλη να αναλάβουν αυτόν τον ρόλο, δεδομένης της εξασθένησης της δημόσιας παρέμβασης τις τελευταίες δεκαετίες υπέρ της αυτορρύθμισης των αγορών;

Κατά τη διάρκεια της πανδημίας του ιού covid-19 έγινε εμφανές ότι η παγκοσμιοποίηση ανέδειξε κρίσιμες ελλείψεις σε ορισμένα αγαθά, όπως μάσκες, ιατρικά γάντια και ημιαγωγούς. Αυτό είχε αντίκτυπο σε διάφορους κλάδους, από το υγειονομικό προσωπικό μέχρι τους κατασκευαστές αυτοκινήτων που εξαρτώνται από τις παγκόσμιες αλυσίδες εφοδιασμού. Καθώς η κλιματική αλλαγή επιδεινώνεται, αυτές οι αλυσίδες εφοδιασμού θα γίνονται όλο και πιο εύθραυστες. Αυτό υποδεικνύει την ανάγκη ενθάρρυνσης των εγχώριων βιομηχανιών πράσινης τεχνολογίας σε ολόκληρη την ήπειρο.

Ωστόσο, είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι η πράσινη βιομηχανική πολιτική μπορεί επίσης να σχεδιαστεί με γνώμονα τη μεγιστοποίηση των κοινωνικών αποτελεσμάτων της. Η στήριξη αποκλειστικά στις δυνάμεις της αγοράς μπορεί να οδηγήσει στη διεύρυνση των οικονομικών ανισοτήτων, καθώς τα οφέλη συχνά καταλήγουν να καρπώνονται από μια μια μικρή ομάδα πλουσίων.

Η ιδέα ότι οι αγορές δεν κατανέμουν πάντα αποτελεσματικά το κεφάλαιο ή δεν παράγουν τα βέλτιστα αποτελέσματα κερδίζει όλο και περισσότερο έδαφος και στις δύο πλευρές του Ατλαντικού. Ένα παράδειγμα αυτής της προοπτικής αντικατοπτρίζεται στη στάση του Συμβούλου Εθνικής Ασφάλειας της Κυβέρνησης Μπάιντεν, κ. Σάλιβαν, ο οποίος τονίζει τις αθετημένες υποσχέσεις της απελευθέρωσης του εμπορίου που οδήγησαν σε απώλειες θέσεων εργασίας και στη διάβρωση της οικονομικής ικανότητας στις Ηνωμένες Πολιτείες.

Ο Sullivan τάσσεται υπέρ των κυβερνητικών επενδύσεων στην οικονομική και τεχνολογική ισχύ, στις ανθεκτικές αλυσίδες εφοδιασμού, στα υψηλά εργασιακά, περιβαλλοντικά, τεχνολογικά και διοικητικά πρότυπα, καθώς και στην ανάπτυξη κεφαλαίων για δημόσια αγαθά όπως η αντιμετώπιση του κλίματος και η υγειονομική περίθαλψη. Παρόλο που οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν ακόμη πολύ δρόμο να διανύσουν, αυτή η στροφή στην οικονομική σκέψη σηματοδοτεί μια σημαντική αλλαγή.

Έτσι, η πράσινη βιομηχανική πολιτική μπορεί να δημιουργήσει και να διαμορφώσει την ανθεκτική και βιώσιμη οικονομία που θέλουμε, να σκεφτεί διαφορετικά για το πώς κατανέμεται η αξία μεταξύ των εργαζομένων, των κοινοτήτων και εκείνων που επενδύουν στις εταιρείες, καθώς και να ωθήσει τις εταιρείες να επανασχεδιάσουν το επιχειρηματικό τους μοντέλο.

Είναι η πράσινη βιομηχανική πολιτική το κατάλληλο εργαλείο για την ενίσχυση των ΜΜΕ και τη συμβολή στην οικονομική δημοκρατία στην Ευρώπη;

Επιτρέψτε μου να ξεκινήσω με μια φράση του Προέδρου Μπάιντεν: «Ο καπιταλισμός χωρίς ανταγωνισμό δεν είναι καπιταλισμός, είναι εκμετάλλευση». Το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο δημοσίευσε πρόσφατα μια μελέτη που δείχνει ότι η εταιρική ισχύς έχει συγκεντρωθεί σημαντικά και ότι η κερδοφορία των πολυεθνικών εταιρειών έχει διπλασιαστεί. Παρατηρούμε μια τάση προς πολύ μεγαλύτερη συγκέντρωση της εταιρικής δύναμης.

Η πράσινη βιομηχανική πολιτική μπορεί να σχεδιαστεί με τρόπο ώστε είτε να συνεχιστεί αυτή η τάση συγκέντρωσης της αγοράς, είτε να αντιμετωπιστεί. Πολλοί πολιτικοί στην ΕΕ μιλούν για την υποστήριξη της δημιουργίας ευρωπαϊκών πρωταθλητών που θα ανταγωνίζονται στις παγκόσμιες αγορές. Ενώ ορισμένες από αυτές τις εταιρείες έχουν όντως κάποιο ρόλο να επιτελέσουν, θα πρέπει ωστόσο να χρησιμοποιηθούν σχετικά σπάνια δημόσια κονδύλια για την ενίσχυσή τους, όταν είναι απόλυτα σε θέση να έχουν πρόσβαση μόνες τους σε ιδιωτική χρηματοδότηση; Η βιομηχανική πολιτική και ιδίως η δημόσια στήριξη θα πρέπει να επικεντρωθεί στις Μικρομεσαίες Επιχειρήσεις, τις πολύ μικρές επιχειρήσεις, τους συνεταιρισμούς και τα έργα που δεν έχουν πρόσβαση σε ιδιωτική χρηματοδότηση.

Αναφέρετε στην έκθεσή σας την ανάγκη επιβολής κλιματικών, περιβαλλοντικών και κοινωνικών όρων στις εταιρείες που λαμβάνουν δημόσια οικονομική στήριξη. Μπορείτε να μας δώσετε μερικά παραδείγματα;

Στην έκθεσή μας έχουμε τρεις κατηγορίες όρων που προτείνουμε στις κυβερνήσεις να επιβάλλουν κατά την ανάληψη δημοσίων επενδύσεων. Η πρώτη είναι οι κλιματικοί και περιβαλλοντικοί όροι. Αυτοί θα μπορούσαν να περιλαμβάνουν όρους για την απαλλαγή από τον άνθρακα στην αλυσίδα εφοδιασμού τους, καθώς και την προώθηση της αποδοτικής χρήσης των πόρων. Για παράδειγμα, στην αυτοκινητοβιομηχανία, οι εταιρείες θα πρέπει να ενθαρρύνονται να παράγουν μικρότερα και ελαφρύτερα αυτοκίνητα αντί για SUV ώστε να μειώσουν το ενεργειακό και υλικό αποτύπωμά τους.

Η δεύτερη κατηγορία αποτελείται από κοινωνικούς όρους. Αυτό μπορεί να σημαίνει τη δημιουργία ποιοτικών θέσεων εργασίας, την ύπαρξη προγραμμάτων μαθητείας ή την προώθηση συλλογικών διαπραγματεύσεων ώστε οι εργαζόμενοι να έχουν ισχυρότερη φωνή.

Η τρίτη ομάδα περιλαμβάνει όρους γύρω από τη δημιουργία αξίας και την κερδοφορία. Σύμφωνα με πρόσφατη μελέτη, οι ευρωπαϊκές εταιρείες αγοράζουν πλέον μετοχές αξίας μεγαλύτερης της κεφαλαιοποίησής τους από τις αντίστοιχες αμερικανικές, ανακοινώνοντας σχέδια επαναγοράς μετοχών αξίας περίπου 350 δισ. δολαρίων, από 218 δισ. δολάρια το προηγούμενο έτος. Οι αμοιβές των διευθυντικών στελεχών, για παράδειγμα, των μεγάλων εταιρειών ηλεκτρισμού αυξήθηκαν σημαντικά κατά τη διάρκεια της ενεργειακής κρίσης. Έτσι, προκειμένου να διασφαλιστεί ότι οι ιδιωτικές εταιρείες θα δίνουν όντως προτεραιότητα στις επενδύσεις, η δημόσια στήριξη θα πρέπει να περιλαμβάνει περιορισμούς στις πληρωμές μερισμάτων, στις επαναγορές μετοχών και στις πληρωμές μπόνους κατά τη διάρκεια λήψης κρατικών ενισχύσεων.

Εξασφαλίζει το νέο πλαίσιο πράσινης βιομηχανικής πολιτικής την ισότιμη συμμετοχή όλων των κρατών μελών της ΕΕ στην πράσινη μετάβαση, δεδομένων των πολύ άνισων δημοσιονομικών και άλλων δυνατοτήτων τους;

Το δεύτερο μέρος της πρόσφατης έκθεσής μας υπογραμμίζει τις αντιφάσεις μεταξύ των φιλοδοξιών της πράσινης βιομηχανικής πολιτικής και των δημοσιονομικών κανόνων. Συγκρίνοντας τις ανάγκες της ΕΕ για πράσινες δαπάνες με τους προτεινόμενους δημοσιονομικούς κανόνες, διαπιστώνουμε ότι 13 χώρες, συμπεριλαμβανομένης της Ελλάδας, δεν θα ήταν σε θέση να επενδύσουν αρκετά ώστε να επιτύχουν ακόμη και τους περιορισμένους κλιματικούς στόχους της ΕΕ χωρίς να παραβιάσουν τα όρια του χρέους ή του ελλείμματος.  Επιπλέον, μόνο τέσσερις χώρες θα ήταν σε θέση να αυξήσουν τις δαπάνες αρκετά ώστε να επιτύχουν έναν υψηλότερο κλιματικό στόχο που θα μας δώσει πολύ μεγαλύτερες πιθανότητες να παραμείνουμε κάτω από τον στόχο του 1,5C, ο οποίος ορίζεται στη συμφωνία του Παρισιού για το κλίμα.

Εκτός από τον περιορισμό της δράσης της ΕΕ για το κλίμα, οι δημοσιονομικοί κανόνες της ΕΕ επιδεινώνουν τις οικονομικές ανισότητες μεταξύ των κρατών μελών, πλήττοντας ιδιαίτερα τις λιγότερο εύπορες και περισσότερο υπερχρεωμένες χώρες. Αυτό διαιωνίζει ένα μοτίβο οικονομικής απόκλισης μεταξύ των βόρειων και των νότιων περιοχών.

Συνεπώς, πρέπει να επανεξετάσουμε το μακροοικονομικό μας πλαίσιο. Η διατήρηση δημοσιονομικών κανόνων που επιτρέπουν σε ορισμένες χώρες να δαπανούν πολύ περισσότερα από άλλες είναι ένα πρόβλημα που μπορεί να ξεπεραστεί με δύο τρόπους. Ο πρώτος είναι να επιτραπεί στις χώρες να έχουν υψηλότερες ελλειμματικές δαπάνες για πράσινες επενδύσεις, εξαιρώντας ορισμένες πράσινες δαπάνες από τους κανόνες για το έλλειμμα. Ο δεύτερος είναι να υπάρχει μεγαλύτερη ευρωπαϊκή χρηματοδότηση για τη στήριξη των χωρών που είναι περισσότερο χρεωμένες για την υλοποίηση πράσινων βιομηχανικών πολιτικών.

Εν κατακλείδι, μπορεί η ευρωπαϊκή πράσινη βιομηχανική πολιτική, αντί να είναι ένας ακόμη παράγοντας απόκλισης εντός της ΕΕ, να γίνει αντίθετα παράγοντας σύγκλισης, ενισχύοντας το παραγωγικό δυναμικό των λιγότερο βιομηχανικών κρατών μελών;

Για να μεγιστοποιηθεί το δυναμικό της πράσινης βιομηχανικής πολιτικής για το κλίμα και για την κοινωνία γενικότερα, είναι απαραίτητη μια καλύτερη και πιο ολιστική επανεκτίμηση των Οικονομικών. Ο σχεδιασμός πράσινης βιομηχανικής πολιτικής, χωρίς να αναγνωρίζεται ο δημιουργικός ρόλος της κυβέρνησης στην οικονομία, μπορεί να οδηγήσει σε δημόσια κονδύλια που θα στηρίζουν ήδη κερδοφόρες εταιρείες, αντί να οδηγήσουν σε πρόσθετες επενδύσεις. Επιπλέον, η τήρηση αυστηρών και υπερβολικών δημοσιονομικών κανόνων περιορίζει τη δράση για το κλίμα και είναι πιθανό να επιδεινώσει τις ανισότητες εντός της Ευρώπης.

Εκτός από αυτές τις ευρύτερες αναθεωρήσεις, τόσο ο σχεδιασμός σε ευρωπαϊκό, όσο και σε εθνικό επίπεδο μπορεί να χρησιμεύσει ως κρίσιμο εργαλείο για τις κυβερνήσεις προκειμένου να αναπτύξουν τις κατάλληλες βιομηχανίες. Ένας τρόπος για να επιτευχθεί αυτό είναι η συμπερίληψη βιομηχανικών στόχων στα Εθνικά Σχέδια για την Ενέργεια και το Κλίμα. Τα σχέδια αυτά θα μπορούσαν να περιλαμβάνουν μια ολοκληρωμένη αξιολόγηση της τρέχουσας θέσης μιας χώρας όσον αφορά την παραγωγή πράσινης τεχνολογίας, καθώς και της επιθυμητής θέσης για τα επόμενα πέντε ή δέκα χρόνια.

Για να διασφαλιστεί μια ολιστική προσέγγιση, οι ενδιαφερόμενοι φορείς από τις εθνικές και τοπικές κυβερνήσεις, τις επιχειρήσεις, τις συνδικαλιστικές οργανώσεις και την κοινωνία των πολιτών θα πρέπει να συμμετέχουν ενεργά στη διαδικασία αυτή. Είναι πιθανό ορισμένες χώρες να μην έχουν αρχικά την παραγωγική ικανότητα για την κατασκευή μπαταριών ή ηλιακών συλλεκτών τελευταίας τεχνολογίας. Ωστόσο, με τον καθορισμό σαφών στόχων, την πραγματοποίηση έξυπνων επενδύσεων, την προώθηση των δεξιοτήτων και της καινοτομίας και τον στρατηγικό σχεδιασμό προς την κατεύθυνση αυτών των στόχων, η κατάσταση μπορεί να μετασχηματιστεί με την πάροδο του χρόνου.