Ανάλυση του Διονύση Μητρόπουλου, Υποψήφιου διδάκτορα, Birkbeck, University of London – Το κείμενο περιλαμβάνεται στην έκδοση «Ας μιλήσουμε για τα ΜΜΕ #3» που δημοσιεύει η ομάδα Media Jokers σε συνεργασία με το ΕΝΑ →

Στις αρχές Δεκεμβρίου 2020 έλαβε χώρα ένα ενδιαφέρον επικοινωνιακά και πολιτικά συμβάν με πρωταγωνιστή τον πρωθυπουργό και τη σύζυγό του. Το Σάββατο 28/11, ημέρα που ο ΕΟΔΥ ανακοίνωσε 121 θανάτους ασθενών με Covid-19 (δείτε εδώ), ο Κυριάκος Μητσοτάκης σύμφωνα με τις επίσημες πληροφορίες βρέθηκε στη Θεσσαλονίκη και μεταξύ άλλων ανάρτησε μια φωτογραφία στον προσωπικό του λογαριασμό στο Instagram με την επίσκεψή του σε τοπικό ζαχαροπλαστείο, πανελλήνια γνωστό για τα τσουρέκια του. Την επόμενη μέρα, Κυριακή 29/30, ημέρα που ο ΕΟΔΥ ανακοίνωσε 98 θανάτους ασθενών με Covid-19 (δείτε εδώ), ο πρωθυπουργός βρέθηκε στην Πάρνηθα να φωτογραφίζεται χωρίς μάσκα με πολίτες που είχαν μεταβεί στον Εθνικό δρυμό της Πάρνηθας για motocross, το οποίο σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία απαγορεύεται (δείτε σχετικά εδώ).

Τις αμέσως επόμενες ημέρες παρατηρήθηκαν δύο φαινόμενα. Αφενός οι πρώτες αρνητικές αντιδράσεις από τον κόσμο, καθώς το θέμα πήρε διαστάσεις στα social media, με τη διάδοση της φωτογραφίας του πρωθυπουργού από την Πάρνηθα, όπως και του βίντεο της συζύγου του να κάνει motocross. Αφετέρου, η επικοινωνιακή διαχείριση του θέματος συνολικά. Από πλευράς επικοινωνίας, ενώ αρχικά φάνηκε να υπάρχει μια συστολή στις δηλώσεις, ο κυβερνητικός εκπρόσωπος βγήκε στην αντεπίθεση ισχυριζόμενος ότι ο πρωθυπουργός κατηγορήθηκε «επειδή είναι ανθρώπινος» και ότι δεν θα αρνιόταν ποτέ να φωτογραφηθεί με πολίτες που το ζήτησαν. Ο υπουργός ανάπτυξης Ά. Γεωργιάδης έσπευσε να υπενθυμίσει τη φωτογραφία του βουλευτή του ΣΥΡΙΖΑ Π. Πολάκη από τη συγκέντρωση σε σπίτι, λέγοντας «ότι δεν συγκρίνεται μια παράνομη πράξη με μία νόμιμη πράξη, την ατομική άθληση σε ένα βουνό». Ένας άλλος βουλευτής της ΝΔ, σε τηλεοπτικό πάνελ του ANT1 άφησε υπόνοιες για πιθανό δόλο των πολιτών που φωτογραφήθηκαν με τον πρωθυπουργό διαρρέοντας φωτογραφίες και βίντεο σε εφημερίδα (Documento). Εδώ βλέπουμε μια ξεκάθαρη επικοινωνιακή στρατηγική της κυβέρνησης ώστε να απαντήσει άμεσα και με εμφατικό τρόπο στις όποιες κατηγορίες περί ανευθυνότητας και ανεμελιάς του πρωθυπουργού.

Ωστόσο, η «ευαισθησία» σε αυτές τις δύο έννοιες, καθώς και η άμεση αντίδραση στελεχών της κυβέρνησης και βουλευτών στις κατηγορίες σε βάρος του πρωθυπουργού, δεν είναι καθόλου τυχαίες. Αμφότερες αποτελούν βασικούς πυλώνες στα διαγγέλματα και τους λόγους του πρωθυπουργού, όπως είχα αναλύσει σε προηγούμενο κείμενό μου (δείτε εδώ). «Η ανεμελιά δεν είναι ψευδό-αντίσταση, δεν είναι μαγκιά ή εξυπνάδα, είναι απλά ανευθυνότητα» είχε δηλώσει στο διάγγελμά του ο πρωθυπουργός στις 17/3. Η «υπευθυνότητα του πολίτη είναι καθοριστική για την ασφάλεια όλων» πρόσθετε. Ενώ στις 19/3 υπογράμμιζε ότι «οι πολίτες οφείλουν να είναι «υπεύθυνοι και πειθαρχημένοι». Όταν «η ευθύνη του ενός αποδεικνύεται ελλειμματική», τότε η Πολιτεία θα πρέπει να παρεμβαίνει και να μην αφήνει «μερικούς επιπόλαιους να υπονομεύσουν την ασφάλεια των πολλών», τόνιζε ο πρωθυπουργός μια μέρα πριν την απαγόρευση άσκοπης κυκλοφορίας. Σε πιο πρόσφατες δηλώσεις του στις 22/10 είχε πει ότι «οι ειδικοί προειδοποιούν, στις στιγμές ανεμελιάς γινόμαστε πιο ευάλωτοι στον ιό». Ενώ μια μέρα μετά, στις 23/10, σε μια προσπάθεια να δικαιολογήσει μέτρα περιορισμού της πανδημίας αμφιβόλου αποτελεσματικότητας, είχε δηλώσει ότι «αυτή τη στιγμή είναι ξεκάθαρο πού είναι το πρόβλημα, μας το λένε όλοι οι ειδικοί, η ανεμελιά μιας ηλικίας [των νέων] που έχει μάθει -εκ των πραγμάτων- να ζει με έναν διαφορετικό τρόπο». Αυτές οι δηλώσεις ήρθαν σε απόλυτη ρήξη με τα γεγονότα στο συμβάν της Πάρνηθας, καθώς και με τη μετέπειτα στάση του. Στις 7/12, λίγες μέρες μετά το συμβάν, σε τηλεοπτική συνέντευξή του στον Alpha δήλωνε «δεν σας κρύβω ότι ενοχλήθηκα που μια στιγμή ανεμελιάς ή αβλεψίας διογκώθηκε σε τέτοιο βαθμό». Ωστόσο, η ενόχληση του πρωθυπουργού δεν συνάδει με την εμφατική προσήλωση του λόγου του στο ζήτημα της ατομικής ευθύνης, της «κακής» ανεμελιάς και της ανευθυνότητας από την αρχή της πανδημίας. Τελικά, αποδείχτηκε ότι η ανεμελιά δεν είναι προνόμιο ή «κουσούρι» των νέων, αλλά ανθρώπινη έκφανση όλων, νέων, «μεγάλων» και πρωθυπουργών.

Παράλληλα, παρατηρήθηκε το φαινόμενο ότι ελάχιστα ΜΜΕ αναφέρθηκαν στο γεγονός της Πάρνηθας, ενώ το θέμα είχε πάρει μεγάλες διαστάσεις στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και είχε αναφερθεί ακόμα και σε ξένα ΜΜΕ, όπως το Politico (δείτε εδώ) και το Euronews (δείτε εδώ). Αντίθετα, στα ελληνικά ΜΜΕ διαδόθηκαν κάποιες δηλώσεις, είτε βουλευτών της ΝΔ, είτε του κυβερνητικού εκπροσώπου που τοποθετούνταν ή απαντούσαν σε δελτία Τύπου του ΣΥΡΙΖΑ επί μιας είδησης η οποία δεν καλύφθηκε καθόλου από τον Alpha, τον ΑΝΤ1 και το Star, ενώ αναφέρθηκε στο Mega χωρίς ωστόσο να προβληθούν η επίμαχη φωτογραφία ή το βίντεο. Παράλληλα, ενώ σε όλα τα social media υπάρχει ένα κύμα αντίδρασης, στο Twitter παρατηρείται μια τελείως άλλη εικόνα. Πρώτο hashtag την 1/12 είναι το #ΣΥΡΙΖΑ_ξεφτιλες από διάφορους λογαριασμούς επώνυμων χρηστών και trolls που μαζικά αναρτούν σχόλια και fake news σχεδόν με όλα τα μεγάλα αφηγήματα της ΝΔ (π.χ. Μάτι, «διακοπές Τσίπρα», Συμφωνία των Πρεσπών, δημοψήφισμα 2015, αδιαφορία για μεσαία τάξη, ανευθυνότητα κ.λπ.). Δεν είναι λίγοι οι χρήστες του Twitter που απορούν για την «περίεργη» πρωτιά αυτού του hashtag, ενώ τα θέματα της επικαιρότητας ήταν άλλα.

Λίγες μέρες έπειτα από αυτό το «παράδοξο» συμβάν στο Τwitter και ακριβώς το επόμενο πρωί της συνέντευξης του πρωθυπουργού στον Alpha αναδύεται ένα «σκάνδαλο» με την εξοχική κατοικία του πρώην πρωθυπουργού, Α. Τσίπρα, σε πρωτοσέλιδο των Νέων και σε άρθρο-απάντηση στα Παραπολιτικά τις επόμενες μέρες.

Με δεδομένο ότι έχει απαντήσει με έγγραφα ο ίδιος ο πρώην πρωθυπουργός, δεν θα περιγράψω το περιεχόμενο της κόντρας που ξέσπασε μεταξύ του ίδιου και των εκδοτών και δημοσιογράφων, ωστόσο θα υπογραμμίσω την επιλογή του χρόνου ανάδειξης ενός «προσωπικού θέματος πολιτικού» όπως δήλωσε η Ντόρα Μπακογιάννη σε ραδιοφωνική της συνέντευξη στα Παραπολιτικά, καθώς και το γεγονός ότι αυτό το θέμα έπαιξε σε όλα τα ψηφιακά και τηλεοπτικά ΜΜΕ της χώρας για περίπου μία εβδομάδα, σε αντίθεση με την είδηση της Πάρνηθας που δεν απασχόλησε την πλειονότητα των ΜΜΕ. Το παραπάνω γεγονός συνδέεται με την άρνηση δημοσίευσης του άρθρου της Ε. Ακρίτα από τη διεύθυνση των Νέων, καθώς και τη μετέπειτα παραίτηση της ίδιας από την εφημερίδα ύστερα από εικοσαετή συνεργασία. Τα απόνερα της «ποδηλατάδας» και του motocross της Πάρνηθας φαίνεται να παρέσυραν τη μη συνέχιση της εκπομπής «Roads» του Π. Χαρίτου στην ΕΡΤ και την παραίτηση της διευθύντριας σύνταξης της εφημερίδας «Το Βήμα», Δ. Κρουστάλλη, ύστερα από τη δημοσίευση ρεπορτάζ της ίδιας σχετικά με την τήρηση «διπλών βιβλίων» στον ΕΟΔΥ.

Η τελευταία, σε μήνυμα της στον προσωπικό λογαριασμό της στο Facebook, έκανε λόγο για «ασφυκτική πίεση από το Μέγαρο Μαξίμου». Το πρώτο δεκαήμερο του Δεκεμβρίου 2020 είναι ίσως η πρώτη φορά όπου η επικοινωνιακή στρατηγική της κυβέρνησης υπό τον φόβο των αντιδράσεων λόγω της διαχείρισης της πανδημίας καταφεύγει σε ολομέτωπη επίθεση κατά πάντων.

Όπως καθίσταται σαφές, η επικοινωνιακή στρατηγική της κυβέρνησης αλλά και της ΝΔ, ειδικά όταν προκύπτει κάποιο θέμα που χτυπά τις βαριές μεταβλητές του κυβερνητικού αφηγήματος και πολιτικής, ή κάτι που βάλει το προφίλ του πρωθυπουργού, είναι να πραγματοποιείται ολομέτωπη επίθεση επί όλων των θεμάτων που εγείρονται από τους πολιτικούς αντιπάλους. Στη στρατηγική αυτή δεν έχει σημασία τι απαντάς, αλλά το να απαντάς επιθετικά στα πάντα, είτε με συνεχιζόμενη ad hoc παραγωγή fake news, είτε να απαντάς στον αντίπαλο αλλά χωρίς να διαδίδεις την απάντηση ή τη διάψευσή του. Με αυτόν τον τρόπο καταργείται ο πολιτικός διάλογος και αυτό που μένει είναι ο «θόρυβος» του αφηγήματος που έχει διαδοθεί περισσότερο, δηλαδή του κυβερνητικού. Αυτό βέβαια για να επιτευχθεί αποτελεσματικά απαιτεί τρία στοιχεία, τα οποία η παρούσα κυβέρνηση φαίνεται να τα διαθέτει: στήριξη από την πλειονότητα των ΜΜΕ, πολιτικούς «λαλίστατους» στα τηλεπαράθυρα και μια πολύ ακριβή και καλά οργανωμένη στρατηγική στα ψηφιακά Μέσα. Για τα δύο πρώτα έχουν γραφτεί πολλά και μάλλον είναι εύκολες οι συνδέσεις προσώπων και Μέσων. Το τρίτο όμως έχει ενδιαφέρον. Η δαπάνη της ΝΔ στα ψηφιακά Μέσα, ως αντιπολίτευση και κυβέρνηση, η οργάνωσή της, καθώς και το προσωπικό της, την καθιστούν κυρίαρχη επικοινωνιακά αυτήν τη περίοδο. Σύμφωνα με την έκθεση πολιτικής διαφάνειας της Google (βρείτε την έκθεση εδώ), η ΝΔ φαίνεται να είναι το δεύτερο κόμμα στην Ευρώπη σε διαφημιστική δαπάνη από τις 20/3/2019 μέχρι και τις 19/12/2019 με 648.950 ευρώ. Για το διάστημα 28/3/2019 μέχρι 18/12/2019 εμφανίζεται διαφημιστική δαπάνη 137.981 ευρώ στο Facebook (βρείτε τα στοιχεία εδώ), άρα η συνολική δαπάνη για αυτές τις δύο εταιρείες ανέρχεται στα 786.000 ευρώ.

Για να υπάρχει ένα μέτρο σύγκρισης, για τα ίδια χρονικά διαστήματα και στις ίδιες εκθέσεις ο ΣΥΡΙΖΑ φαίνεται να έχει δαπανήσει το μισό budget συγκριτικά με τη ΝΔ, ένα ποσό περίπου 380.567 ευρώ, ενώ κανείς θα περίμενε το ποσό αυτό να είναι σημαντικά μεγαλύτερο λόγω της περιορισμένης προβολής του από την πλειονότητα των ΜΜΕ. Αξίζει να υπογραμμιστεί ότι αυτά τα ποσά περιλαμβάνουν και τις προεκλογικές δαπάνες του 2019, εντούτοις είναι ενδεικτικά της έντασης της επικοινωνιακής πολιτικής της ΝΔ.

Μια εύλογη απορία που θα μπορούσε να προκύπτει είναι πώς ένα κόμμα με συνολικές βραχυπρόθεσμες υποχρεώσεις στα 320 εκατ. ευρώ, σύμφωνα με τον ισολογισμό του 2019 της ΝΔ (δείτε τον εδώ), μπορεί να ξοδεύει το διπλάσιο ποσό σε διαφημιστική δαπάνη και προβολή στα ψηφιακά Μέσα από τον βασικό πολιτικό του αντίπαλο, την ώρα που αυτός έχει περίπου εκατό φορές μικρότερες βραχυπρόθεσμες υποχρεώσεις 3,1 εκατ. ευρώ (δείτε τον αντίστοιχο εδώ). Ανεξαρτήτως των πολιτικών και ηθικών προεκτάσεων των παραπάνω ποσών, το μόνο σίγουρο είναι ότι η συγκεκριμένη δαπάνη «πιάνει τόπο».

Η επικοινωνιακή στρατηγική της κυβέρνησης θυμίζει αρκετά τις επικοινωνιακές τακτικές που κατά καιρούς χρησιμοποιούσε ο απερχόμενος πρόεδρος των ΗΠΑ, Ντόναλnτ Τραμπ. Επιθετική επικοινωνιακή πολιτική που δεν αφήνει τίποτα «να πέσει κάτω» με κάθε κόστος, είτε λογικής είτε χρηματικό, όπως είδαμε παραπάνω. Η στρατηγική αυτή είναι ξεκάθαρα αποτελεσματική βραχυπρόθεσμα, μένει να δούμε μόνο αν μπορεί να αποδώσει καρπούς και στο μέλλον, εδραιώνοντας έναν ηγεμονικό νεοφιλελευθερισμό στο έλλειμα διαλόγου. Η ιδιαιτερότητα της ελληνικής περίπτωσης και η βασική διαφορά της με τις ΗΠΑ έγκειται στο ότι η ΝΔ ασκεί αύτη τη στρατηγική από θέση ισχύος, με την πλειονότητα των ΜΜΕ στο πλευρό της και χωρίς κανέναν αντίλογο, ή πιο ορθά χωρίς να μπορεί να ακουστεί ο αντίλογος. Υπάρχει πολιτική και επικοινωνιακή απάντηση σε αυτήν τη στρατηγική; Μπορεί η πραγματικότητα που ζουν οι πολίτες να ανακόψει τα θετικά αποτελέσματα αυτών των τακτικών; Όπως πάντα, ο καιρός και οι εξελίξεις θα δείξουν.