Η Ετήσια Έκθεση 2023 του Εθνικού Συμβουλίου Παραγωγικότητας της Ελλάδας, μιλώντας για τη «μεγάλη εικόνα της χώρας» αναδεικνύει πως πολλά στοιχεία της ελληνικής οικονομίας εξελίσσονται καλά: αύξηση ΑΕΠ/κεφαλή, μείωση ανεργίας, ΑΞΕ, χρέος/ΑΕΠ, επενδυτική βαθμίδα, αύξηση της παραγωγικότητας, αυξημένες επιδόσεις στην Έρευνα & Ανάπτυξη (Ε&Α), σε επιστημονικές δημοσιεύσεις και γενικότερα στο επίπεδο της παρεχόμενης πανεπιστημιακής εκπαίδευσης. Όμως ο πυρήνας της οικονομίας δυστυχώς αντιμετωπίζει βαθιά δομικά προβλήματα με αποτέλεσμα, μεταξύ άλλων όχι μόνο να μην μπορεί να συγκλίνει με την ΕΕ, αλλά η απόκλισή της σήμερα να είναι πολύ μεγαλύτερη σε σχέση με το 2010, πριν από την εκδήλωση της οικονομικής κρίσης.

Η χώρα βαδίζει χωρίς ιδιαίτερες ενδείξεις βελτίωσης σε μια σειρά από μεγέθη και δείκτες, όπως το δημόσιο και το ιδιωτικό χρέος, που (παρά την κάποια υποχώρηση, περισσότερο ποσοστιαία ως προς το ΑΕΠ και όχι σε πραγματικούς όρους), παραμένουν σε ανησυχητικά επίπεδα και στα διεθνή όρια (ιδίως το δημόσιο, αλλά και τα μη εξυπηρετούμενα τραπεζικά δάνεια παρά τον περιορισμό τους). Επίσης τα ελλείμματα στα ισοζύγια πληρωμών και στο εμπορικό έχουν λάβει διαστάσεις εκτροπής. Οι επενδύσεις, παρά τη μικρή βελτίωσή τους, παραμένουν χαμηλές και μάλιστα εξακολουθούν να συγκεντρώνονται στους παραδοσιακούς τομείς χαμηλής προστιθέμενης αξίας (τουρισμός, κατασκευές κ.λπ.), όπου βεβαίως και οι αμοιβές και η αντίστοιχη παραγωγικότητα πραγματοποιούν χαμηλές πτήσεις. Οι Ξένες Άμεσες Επενδύσεις (ΞΑΕ) παρά την αύξησή τους εξακολουθούν να επικεντρώνονται στις ίδιες παραδοσιακές κατευθύνσεις. Συνήθως δεν πρόκειται για νέες επενδύσεις αλλά για εξαγορά υφιστάμενων μεγάλων κερδοφόρων επιχειρήσεων (τα ασημικά του στέμματος), με κύριο στόχο τη σε βραχυ-μεσοχρόνιο ορίζοντα άντληση κερδών και όχι την ανάπτυξή τους με νέες και καινοτομικές ιδίως επενδύσεις. Οι τραπεζικές χρηματοδοτήσεις παραμένουν επίσης καθηλωμένες και απουσιάζουν κεφάλαια που θα ριψοκινδυνεύσουν στην ανάπτυξη νεοφυών και καινοτομικών εταιρειών. Τέλος, το Ταμείο Ανάκαμψης & Ανθεκτικότητας, όπως ορθώς επισημαίνεται στην Έκθεση, έχει προσανατολιστεί στα γνωστά στατικά συγκριτικά πλεονεκτήματα της χώρας (κατασκευές κ.λπ.), έχει πολύ χαμηλή απορρόφηση και τα δάνειά του κατευθύνονται σε ελάχιστες πολύ μεγάλες εταιρείες. Έτσι, κινδυνεύει να αποτελέσει άλλη μια χαμένη ευκαιρία ευρωπαϊκής βοήθειας (μετά τα ΜΟΠ, τα ΚΠΣ και τα ΕΣΠΑ κ.λπ.) για να πραγματοποιηθούν σημαντικές τομές στην ελληνική οικονομία.

 

 

* Ανάλυση του

Λόη Λαμπριανίδη, Οικονομικού Γεωγράφου, αφ. Καθηγητή Πανεπιστημίου Μακεδονίας, πρ. Γενικού Γραμματέα Ιδιωτικών Επενδύσεων, υπ. Οικονομίας & Ανάπτυξης, μέλους Γνωμοδοτικού Συμβουλίου ΕΝΑ