Στα τέλη της δεκαετίας 1950, ο γερμανικής καταγωγής Αμερικανός οικονομολόγος Richard Musgrave εισήγαγε τον όρο merit good για να περιγράψει αγαθά τα οποία τα άτομα πρέπει να είναι σε θέση να απολαύσουν ανεξάρτητα με την ικανότητα ή ακόμα και την επιθυμία τους να πληρώνουν γι’ αυτά.

Ένα  αγαθό αξίας παρουσιάζει περισσότερα οφέλη για το άτομο που το απολαμβάνει και την κοινωνία εν γένει απ’ ό,τι το ίδιο το άτομο συχνά συνειδητοποιεί και υπολογίζει. Κατ’ αντιστοιχία, ο όρος demerit good περιγράφει αγαθά με αρνητική κοινωνική αξία. Τα τελευταία έτη παρατηρούμε διεθνώς και στην Ελλάδα μια ραγδαία ανάπτυξη νέων και ανανεωμένων «παραδοσιακών» αγαθών αρνητικής αξίας που υποβαθμίζουν αισθητά την ποιότητα της πολιτισμικής σφαίρας. Συνολικά, το μείγμα των merit και demerit goods που επικρατεί σε κάθε κοινωνία προσδιορίζει τα επίπεδα πραγματικής ευημερίας μιας κοινωνίας και τη βιωσιμότητα του αναπτυξιακού μοντέλου το οποίο επιλέγει να υιοθετήσει.

Αντικείμενο του κειμένου εργασίας είναι η παρουσίαση της δυναμικής ορισμένων αγαθών αξίας (merit goods) και αρνητικής αξίας (demerit goods) στην Ελλάδα με απώτερο στόχο την αξιολόγηση των ευκαιριών και κινδύνων που ενέχουν για τις προοπτικές βιώσιμης ανάπτυξης της χώρας. Στο πλαίσιο αυτό εξετάζονται ειδικότερα τα ακόλουθα ερωτήματα:

  • Τι στοιχεία διαθέτουμε σχετικά με το υφιστάμενο μείγμα αγαθών αξίας και αρνητικής αξίας στην Ελλάδα;
  • Τι συμπεράσματα ανακύπτουν για το αναπτυξιακό μοντέλο της χώρας με όρους βιώσιμης ανάπτυξης;
  • Ποιες προτεραιότητες πρέπει να θέσει η δημόσια πολιτική για τη διαμόρφωση ενός πιο βιώσιμου αναπτυξιακού μείγματος;
  • Πώς μπορούν ειδικότερα να συμβάλλουν οι φορείς, οι εργαζόμενοι και οι επιχειρήσεις του Πολιτισμού προς αυτή την κατεύθυνση;

 

[Σύνοψη του κειμένου]

Διαβάστε εδώ όλο το κείμενο εργασίας

 

* Κείμενο εργασίας του Γιάννη Ευσταθόπουλου, Οικονομολόγου, Συντονιστή του Παρατηρητηρίου Βιώσιμης Ανάπτυξης ΕΝΑ