Στον πολιτικό και κοινωνικό διάλογο για την κοινωνική ασφάλιση στην Ελλάδα αναδύεται επιτακτικά τα τελευταία χρόνια το ζήτημα της εισαγωγής κεφαλαιοποιητικών στοιχείων στον πρώτο πυλώνα της υποχρεωτικής δημόσιας κοινωνικής ασφάλισης και ειδικά στις επικουρικές συντάξεις ως μέσο για τη δημιουργία ενός μείγματος κινδύνων και περιορισμό της έκθεσης στον  δημογραφικό κίνδυνο.

Η σημερινή κυβέρνηση από το προεκλογικό της πρόγραμμα για τις εκλογές του 2019 έχει ανακοινώσει την εισαγωγή της κεφαλαιοποιητικής επικουρικής σύνταξης στον πυλώνα της υποχρεωτικής κοινωνικής ασφάλισης, με διαχείριση μέρους των αποθεματικών των ατομικών λογαριασμών των επικουρικών συντάξεων από ασφαλιστικές, χρηματιστηριακές και χρηματοπιστωτικές εταιρείες.

Με επίκληση του δημογραφικού και της βελτίωσης της αποδοτικότητας των εισφορών της επικουρικής ασφάλισης και συνακόλουθα της βελτίωσης μακροοικονομικών δεικτών εισηγείται ένα αμιγώς κεφαλαιοποιητικό σύστημα ατομικών λογαριασμών για την επικουρική σύνταξη που θα λειτουργεί στον ήδη υφιστάμενο ή κάποιο άλλο δημόσιο φορέα αλλά με ιδιωτική διαχείριση μέρους των αποθεματικών και σταδιακά του συνόλου της, με τη διαχείριση της δημόσιας επικουρικής κοινωνικής ασφάλισης έτσι να περνά υποχρεωτικά για τους νέους ασφαλισμένους και προαιρετικά για τους νυν ασφαλισμένους κάτω των 35 ετών, σε ιδιωτικές ασφαλιστικές, χρηματιστηριακές και χρηματοπιστωτικές εταιρείες.

Η εμπειρία πολλών χωρών που πραγματοποίησαν αντίστοιχες μεταρρυθμίσεις την τελευταία τεσσαρακονταετία απέδειξε ότι η κεφαλαιοποίηση είναι πολιτική ούτως ή άλλως υψηλού ρίσκου -το οποίο κρίσεις όπως αυτή του κορονοϊού αυξάνουν κατά πολύ, ενώ και οι συνθήκες δεν είναι ιδιαίτερα αποδοτικές, με αποτέλεσμα 6 στις 10 χώρες να έχουν αποφασίσει την επιστροφή σε διανεμητικά συστήματα τόσο λόγω της διόγκωσης του κόστους μετάβασης όσο και λόγω των μειωμένων αποδόσεων και του υψηλού κόστους διαχείρισης

Οι προωθούμενες προτάσεις ενέχουν μεγάλο ρίσκο, προωθούν την εξατομίκευση και την ιδιωτικοποίηση της κοινωνικής ασφάλισης σε μεγάλο βαθμό, με παράλληλη κατάργηση της αρχής της κοινωνικής αλληλεγγύης, και δημιουργούν δυσβάστακτα δημοσιονομικά βάρη που δεν είναι συμβατά με τη δημοσιονομική πολιτική της χώρας για τα επόμενα έτη -όπως και αν αυτή εν τέλει διαμορφωθεί μετά το πέρας της πανδημίας και την επαναφορά, με διαφοροποιήσεις ή όχι, των δημοσιονομικών κανόνων-αφού ρητά έχει αναφερθεί ότι το κόστος της μετάβασης θα καλύψει ο κρατικός προϋπολογισμός.

Επιπλέον από τα διεθνή δεδομένα φαίνεται ότι οι προτάσεις ούτε τη δημογραφική κρίση θα αντιμετωπίσουν ούτε τα δημόσια οικονομικά θα ελαφρύνουν ούτε καλύτερες αποδόσεις θα πετύχουν και αποτελούν ξεκάθαρα μια ιδεοληπτική επιλογή νεοφιλελεύθερης σκέψης που εξυπηρετεί στοχεύσεις του παρελθόντος για την ιδιωτικοποίηση της κοινωνικής ασφάλισης και δεν είναι αντίστοιχη με την οικονομική πραγματικότητα σήμερα.

 

* Κείμενο εργασίας του

Μενέλαου Θεοδωρουλάκη, Διδάκτορα Κοινωνικής Πολιτικής, Εμπειρογνώμονα σε θέματα Συντάξεων

 

Διαβάστε ακόμη: