Το ΕΝΑ διοργάνωσε την Τετάρτη 6 Μαρτίου εκδήλωση με θέμα «Ποια είναι η (Κεντρο)αριστερά σήμερα;» με αφορμή την έρευνα ανίχνευσης στάσεων και αντιλήψεων «Το αριστερό ημισφαίριο στην ελληνική κοινωνία» που διενήργησε σε συνεργασία με την εταιρεία ερευνών Prorata.

Τα ευρήματα της έρευνας παρουσίασε ο Κώστας Ελευθερίου, επίκουρος καθηγητής στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης του ΔΠΘ και συντονιστής του Κύκλου Πολιτικής Ανάλυσης του ΕΝΑ. Στη συζήτηση συμμετείχαν ο Γιώργος Κατσαμπέκης, πολιτικός επιστήμονας, ερευνητής στο Εθνικό Κέντρο Κοινωνικών Ερευνών, μέλος του Γνωμοδοτικού Συμβουλίου του ΕΝΑ, η Φανή Κουντούρη, αναπληρώτρια καθηγήτρια του Τμήματος Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας του Παντείου Πανεπιστημίου, και ο Άγγελος Σεριάτος, επικεφαλής ερευνών της Prorata και υποψήφιος διδάκτωρ Πολιτικής Επιστήμης. Το πάνελ συντόνισε η Αναστασία Γιάμαλη, δημοσιογράφος στο Kontra Channel και τον Real Fm.

 

«Δεν επαληθεύεται η υπόθεση της συντηρητικοποίησης της ελληνικής κοινωνίας»

Αναλύοντας τα ευρήματα της έρευνας, ο Kώστας Ελευθερίου επισήμανε ότι «υπάρχει μια διείσδυση ορισμένων ιδεών και πολιτικών της Αριστεράς στην ελληνική κοινή γνώμη, κάτι που καταδεικνύει την ύπαρξη μιας κοινωνικής Αριστεράς». Είναι προφανές ότι «δεν έχουν όλες οι θεματικές μια αυστηρά αριστερή πλαισίωση, ωστόσο ένα κομμάτι της ελληνικής κοινωνίας πολιτικοποιείται κι ένα μεγαλύτερο είναι δυνατόν να πολιτικοποιηθεί προς κάποια αριστερή πρόταση». Στο πλαίσιο αυτό, υπογράμμισε ο εισηγητής, «δεν έχει επικρατήσει απολύτως μια συντηρητική παλινόρθωση, μια συντηρητικοποίηση της κοινωνίας», διαφαίνονται ωστόσο κάποιες σαφείς τάσεις (πρόσφυγες/μετανάστες, τεκνοθεσία ομόφυλων ζευγαριών), που είναι εμφανείς στο λόγο κομμάτων της Ακροδεξιάς και φαίνεται πως επηρεάζουν τμήματα της κοινής γνώμης.

Παράλληλα, εντοπίζεται, όπως υπογράμμισε, ένα χάσμα μεταξύ του θετικού προσεταιρισμού μιας αριστερής ιδέας και της –θεωρούμενης ως αδύνατης– εφαρμοσιμότητάς της, ζήτημα που συνδέεται με το επίδικο της αριστερής πολιτικής εκπροσώπησης, με το πώς δηλαδή «οι υπαρκτές αυτές τάσεις θα εκπροσωπηθούν από κάποιον φορέα που θα λειτουργήσει στη συγκυρία ως εναλλακτικός (κεντρο)αριστερός πόλος προς την κυρίαρχη ΝΔ». Ο σημερινός κατακερματισμός δυνάμεων είναι, κατά τον Κ. Ελευθερίου, ξεκάθαρο ότι αφήνει εκκρεμές το επίδικο της εκπροσώπησης και άρα «αυτός ο κατακερματισμός είναι το αίτιο της συντηρητικής κυριαρχίας και όχι η συντηρητικοποίηση της ελληνικής κοινωνίας».

Παραθέτοντας στοιχεία της έρευνας, ο Κ. Ελευθερίου ανέφερε ότι οι αριστεροί/κεντροαριστεροί ερωτώμενοι ανησυχούν περισσότερο για την ευαλωτότητα της δημοκρατίας στην Ελλάδα (64%), ενώ από το 54% των ερωτώμενων του γενικού πληθυσμού οι επαναστάσεις αντιμετωπίζονται είτε ως ο μόνος τρόπος για ριζικές αλλαγές, είτε ως επιθυμητές αλλά όχι εφικτές. Το 51% κατατείνει σε μια πιο γενική ή μερική εφαρμοσιμότητα των ιδεών της Αριστεράς, με ρήξεις ή χωρίς, ενώ το 47% αποφαίνεται ότι οι ιδέες της Αριστεράς είναι ανεφάρμοστες.

Σε ό,τι αφορά την κυβέρνηση της ΝΔ 2019-2023, η αρνητική της αποτίμηση από τον γενικό πληθυσμό κινείται στο 55%, ενώ η αντίστοιχη της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ 2015-2019 στο 79%. Σε ό,τι αφορά την αποτίμηση πολιτικών και επιλογών της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, ο Κ. Ελευθερίου υπογράμμισε ότι όσες παρουσίαζαν ένα σαφές θετικό αποτύπωμα (π.χ. έξοδος από τα Μνημόνια ή πρόσβαση των ανασφάλιστων στα δημόσια νοσοκομεία) αποτιμώνται θετικά, ενώ όσες ήταν αμφιλεγόμενες αποτιμώνται αρνητικά (συνεργασία ΣΥΡΙΖΑ με ΑΝΕΛ ή σύσταση Υπερταμείου). Η Συμφωνία των Πρεσπών αποτιμάται αρνητικά από τον γενικό πληθυσμό (63%), αλλά θετικά από τους αριστερούς/κεντροαριστερούς (67%). Η υπογραφή του τρίτου Μνημονίου αποτιμάται αρνητικά από το 87% του γενικού πληθυσμού, όπως επίσης από το 78% των αριστερών/κεντροαριστερών.

Σύμφωνα με τον Κ. Ελευθερίου, «είναι εμφανές ότι η αποτίμηση της κυβερνητικής εμπειρίας του 2015-2019, αλλά και του ίδιου του Αλέξη Τσίπρα, υποδηλώνει ότι οι αρνητικές στάσεις που τη συνοδεύουν αντανακλούν την όλο και πιο χαμηλή εμπιστοσύνη που δεξιωνόταν σταδιακά αλλά σταθερά για χρόνια ο ΣΥΡΙΖΑ, η οποία επιτείνεται ως απαξίωση με τις εξελίξεις των τελευταίων μηνών». Πρόκειται, όπως είπε, για ένα πρόβλημα «που δεν έχει να διαχειριστεί μόνο ο σημερινός ΣΥΡΙΖΑ, αλλά και όλες οι συριζογενείς δυνάμεις και άρα η διαχείριση αυτής της εμπειρίας θα αποτελέσει πρόκριμα θετικών ή αρνητικών εκλογικών προοπτικών».

[Δείτε εδώ όλη την έρευνα του ΕΝΑ & τα βασικά συμπεράσματά της]

 

«Η (Κεντρο)αριστερά έχει να παίξει και έναν ρόλο αναχώματος απέναντι στην ενδεχόμενη περαιτέρω συντηρητικοποίηση της κοινωνίας»

Ο Γιώργος Κατσαμπέκης  επισήμανε στη δική του εισήγηση ότι η συζήτηση για την (Κεντρο)αριστερά σήμερα κινείται αναγκαστικά σε δύο άξονες: εκείνον της πολιτικής προσφοράς, δηλαδή των κομμάτων, και εκείνον της κοινωνικής ζήτησης, δηλαδή της κοινωνίας.

Όπως είπε: «Στα πολιτικά κόμματα, οι διαφοροποιήσεις και οι ιδεολογικές κατηγοριοποιήσεις είναι μάλλον πιο σαφείς και εύκολες. Στο επίπεδο της κοινωνίας, μέσα από έρευνες σαν και αυτή του ΕΝΑ, μπορούμε να καταγράφουμε διαφορετικές πτυχές των στάσεων και των αντιλήψεων  των ατόμων σε συγκεκριμένες στιγμές. Τείνουμε, για παράδειγμα, να κατανοούμε ως αριστερές ή προοδευτικές τις στάσεις υπέρ ενός ισχυρού κράτους πρόνοιας, ενός κράτους-ρυθμιστή της αγοράς, ενώ ως δεξιές ή συντηρητικές τις στάσεις υπέρ της αυστηροποίησης του ποινικού κώδικα και της αύξησης της αστυνόμευσης. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι οι πρώτες θα χαρακτηρίζουν ένα κομμάτι του πληθυσμού και οι δεύτερες ένα άλλο, εντελώς ξέχωρο, δημιουργώντας και αντίστοιχες τακτοποιημένες και αμοιβαία αποκλειόμενες “δεξαμενές ψηφοφόρων”. Τα πράγματα είναι πιο περίπλοκα, αφού δεν είναι καθόλου σπάνιο φαινομενικά αντιφατικές στάσεις να χαρακτηρίζουν το ίδιο άτομο ή ομάδες ατόμων». Αυτός είναι, όπως εξήγησε, και ο λόγος για τον οποίο «στην κατανόηση του κομματικού ανταγωνισμού και της εκλογικής απήχησης παίζει βαρύνοντα ρόλο και ο τρόπος με τον οποίο τα πολιτικά κόμματα απευθύνονται στην κοινωνία, προσφέροντας πλαίσια τα οποία είναι (περισσότερο ή λιγότερο) ικανά να δώσουν νόημα στην εμπειρία των υποκειμένων και να συμβάλουν στη διάπλαση ταυτοτήτων».

Προκειμένου να γίνει καλύτερα κατανοητή η σημερινή κατάσταση της ευρύτερης (Κεντρο)αριστεράς, ο Γ. Κατσαμπέκης θύμισε μεταξύ άλλων ότι «ο ΣΥΡΙΖΑ βρέθηκε στην κυβέρνηση το 2015 στην κορύφωση μιας κρίσης πολιτικής εκπροσώπησης, εκφράζοντας τη μαζική δυσαρέσκεια απέναντι στις πολιτικές της σκληρής λιτότητας. Ως εναλλακτική, αυτοσυστηνόταν και ως κάτι το “νέο”, το διαφορετικό σε σχέση με ό,τι άλλο είχε δοκιμαστεί πολιτικά έως τότε, συναντώντας μια κοινωνική ζήτηση που έψαχνε ακριβώς αυτό». Στη συνέχεια όμως «η αποδοχή του τρίτου Μνημονίου δημιούργησε μια προφανή και αναμενόμενη ασυμφωνία μεταξύ της ασκούμενης πολιτικής και του γενικότερου αφηγήματος που είχε πλάσει έως τότε ο ΣΥΡΙΖΑ». Το πρόβλημα για το κόμμα είναι, όπως υποστήριξε ο Γ. Κατσαμπέκης, ότι «κατά την κυβερνητική του θητεία αλλά και έπειτα, στην αντιπολίτευση, δεν κατέβαλε μια συντεταγμένη και συνεπή προσπάθεια διαμόρφωσης ενός νέου αφηγήματος, το οποίο να ενσωματώνει την επιλογή της εφαρμογής του τρίτου Μνημονίου σε ένα συνεκτικό πολιτικό σχέδιο με συγκεκριμένες προγραμματικές αιχμές για τη μέση και τη μακρά διάρκεια». Ακριβώς επειδή «έλειπαν τα θετικά προτάγματα», ο ΣΥΡΙΖΑ αδυνατούσε επίσης, κατά τον Γ. Κατσαμπέκη, «να αποκτήσει την “ιδιοκτησία” συγκεκριμένων προνομιακών θεμάτων για την Αριστερά, με αποτέλεσμα να ετεροπροσδιορίζεται διαρκώς, να μη δημιουργεί θέματα και γεγονότα, αλλά να αντιδρά κυρίως στις πρωτοβουλίες του πολιτικού αντιπάλου».

Ιδιαίτερη μνεία έκανε ο εισηγητής στα ευρήματα που καταδεικνύουν τις απαντήσεις των ερωτηθέντων υπέρ της κεντρικότητας του ρόλου του κράτους σε θέματα κοινωνικής πρόνοιας (εκπαίδευση, υγεία, φορολόγηση) και διαχείρισης ζωτικών πόρων (ενέργεια, νερό), και μάλιστα σε εντυπωσιακά μεγέθη, που συχνά υπερβαίνουν κατά πολύ τον δυνητικό εκλογικό χώρο της (Κεντρο)αριστεράς. Όπως υπογράμμισε, «οι πολίτες δείχνουν να αντιλαμβάνονται την ανάγκη ύπαρξης ενός ισχυρού, προνοιακού και ρυθμιστικού κράτους, αλλά υπό την προϋπόθεση αλλαγών και μεταρρυθμίσεων, ενώ δείχνουν να οραματίζονται και έναν διαφορετικό ρόλο του κράτους από αυτόν που έχουμε δει στη Μεταπολίτευση». Κατά τον Γ. Κατσαμπέκη, «εδώ αναδεικνύεται ξεκάθαρα ένα δυνητικό πεδίο προνομιακής απεύθυνσης για την (Κεντρο)αριστερά, αλλά ταυτόχρονα και το έλλειμμά της. Η Νέα Δημοκρατία έχει ένα σαφές μεταρρυθμιστικό σχέδιο στους παραπάνω τομείς πολιτικής, ενώ προτάσσει και μια συγκεκριμένη αντίληψη για τον ρόλο του κράτους, σε ρήξη με τα κεκτημένα της Μεταπολίτευσης». Αυτό, όπως επισήμανε ο εισηγητής, της επιτρέπει «να θέτει την ατζέντα και να προβάλλει ως δύναμη αλλαγής, ακόμα και προόδου».

Σύμφωνα με τον Γ. Κατσαμπέκη, για να μπορέσει «να ανταποκριθεί στην κοινωνική ζήτηση σε αυτούς τους τομείς άσκησης πολιτικής, η (Κεντρο)αριστερά θα πρέπει να αναπτύξει ένα σαφές εναλλακτικό σχέδιο με μεταρρυθμιστικό και –γιατί όχι;– ριζοσπαστικό περιεχόμενο για μια σειρά ζητημάτων, το οποίο θα αναπτύσσει με καθαρότητα και αυτοπεποίθηση τις δικές της διακριτές στοχεύσεις, συνδυάζοντας το πραγματιστικό με το οραματικό, το μεσοπρόθεσμο με το μακροπρόθεσμο». Όσο αυτό δεν συμβαίνει, «όσο επιτείνεται ο κατακερματισμός και η προγραμματική και προταγματική δυστοκία στα αριστερά του κέντρου», θα αυξάνονται, όπως υπογράμμισε ο ομιλητής, και οι πιθανότητες «να δούμε μετατοπίσεις και μετασχηματισμούς στις σχετικές στάσεις/αντιλήψεις των πολιτών», καθώς «η κοινωνική ζήτηση δεν είναι ανεξάρτητη από την πολιτική προσφορά. Επικοινωνούν και αλληλοδιαμορφώνονται». Ως εκ τούτου, πέρα από τη διασφάλιση της θέση της στον κομματικό ανταγωνισμό, η (Κεντρο)αριστερά, στις διάφορες εκφράσεις της, έχει, κατά τον Γ. Κατσαμπέκη, να παίξει και «έναν ρόλο αναχώματος απέναντι στην ενδεχόμενη παραπέρα συντηρητικοποίηση της κοινωνίας».

[Δείτε εδώ αναλυτικά σημεία από την εισήγηση του Γιώργου Κατσαμπέκη]

 

«Υπάρχει κοινωνική ζήτηση για (κεντρο)αριστερές ιδέες, αλλά τα κόμματα δεν παράγουν πολιτική ατζέντα»

Η Φανή Κουντούρη στη δική της εισήγηση υποστήριξε ότι «τo κέντρο υπάρχει στην Ελλάδα ως πολιτική παράδοση και ως ενδιάμεση πολιτική τοποθέτηση στην κλίμακα Αριστεράς – Δεξιάς», σημειώνοντας ότι «στην έρευνα πλειοψηφούν οι απαντήσεις που αναδεικνύουν πολιτικές ταυτότητες που δεν είναι ιδεολογικά φορτισμένες, αλλά και αριστερόστροφες πολιτικές θέσεις».

Ιδιαίτερη έμφαση έδωσε η εισηγήτρια στα εξής τέσσερα σημεία:

  1. Πλειοψηφούν στον γενικό πληθυσμό οι ταυτοτικοί αυτοπροδιορισμοί που είτε παραπέμπουν σε ταυτότητες μη ιδεολογικά φορτισμένες, όπως πατριώτης/ισσα, προοδευτικός/ή, είτε περιστρέφονται γύρω από το κέντρο, όπως κεντρώος/α, κεντροδεξιός/ά ή κεντροαριστερός/ή, ενώ μειοψηφούν οι αυτοπροσδιορισμοί οι οποίοι φέρουν πιο έντονο ιδεολογικό αποτύπωμα, όπως αριστερός/ή, δεξιός/ά, σοσιαλιστής/τρια. Επίσης, πλειοψηφούσα είναι η απήχηση αριστερόστροφων εννοιών, όπως η κοινωνική οικονομία, οι συνεταιριστικές επιχειρήσεις, οι ενεργειακές κοινότητες, τα κοινωνικά κινήματα, ο κεντρικός σχεδιασμός και ο συμμετοχικός προϋπολογισμός.
  2. Πλειοψηφούν κρατικοκεντρικές απόψεις, όπως ότι το κράτος πρέπει να είναι ο κεντρικός φορέας διαχείρισης βασικών συλλογικών αγαθών (νερό, ενέργεια, υγεία, εκπαίδευση, υποδομές μεταφορών), ότι η οικονομία πρέπει να λειτουργεί στη βάση μιας κεντρικά σχεδιασμένης μέριμνας του κράτους, αλλά και ότι οι πλουσιότεροι ιδιώτες πρέπει να φορολογηθούν περισσότερο. Υπάρχουν, ωστόσο, αρνητικές αξιολογήσεις για τον ρόλο του ελληνικού κράτους στην Γ΄ Ελληνική Δημοκρατία.
  3. Πλειοψηφική είναι η διείσδυση αριστερόστροφων θέσεων περί ταξικότητας της κοινωνίας, υπεράσπισης της δημοκρατίας, ενδυνάμωσης των εργασιακών σχέσεων.
  4. Άλλα ζητήματα που εγγράφονται στην ατζέντα της Αριστεράς διαγράφονται πιο πολωτικά στον γενικό πληθυσμό: λιγότερο το ζήτημα της κλιματικής κρίσης και περισσότερο το μεταναστευτικό, όπως και θέματα πολιτισμικού φιλελευθερισμού, με την εξαίρεση των σχέσεων κράτους – Εκκλησίας, όπου φαίνεται πως πλειοψηφεί η επιθυμία διαχωρισμού.

Απαντώντας στο εάν η διαίρεση Αριστεράς/Δεξιάς διατηρεί την αγκύρωσή της στις πολιτικές ταυτότητες ακόμα ή εάν, αντίθετα, έχει χάσει τη δυναμική της στην εκλογική αρένα, η Φ. Κουντούρη υποστήριξε ότι από την έρευνα φαίνεται ότι οι διαφοροποιήσεις μεταξύ των απαντήσεων ανάλογα με την πρόθεση ψήφου είναι σημαντικότερες από τις αντίστοιχες σε συνάρτηση με τα κοινωνικοδημογραφικά, επαγγελματικά ή εισοδηματικά κριτήρια.

Όπως υπογράμμισε η εισηγήτρια, «διαφαίνεται από την έρευνα ότι υπάρχει κοινωνική ζήτηση για ιδέες που εκφράζονται προνομιακά από τα κεντροαριστερά και αριστερά κόμματα», ωστόσο «το πρόβλημα είναι ότι τα κόμματα της κεντροαριστερής αντιπολίτευσης δεν παράγουν πλέον πολιτική ατζέντα». ΣΥΡΙΖΑ και ΠΑΣΟΚ έχουν, κατά τη Φ. Κουντούρη, «υποτιμήσει το ρόλο τους ως φορείς που θέτουν τη δική τους ατζέντα (agenda setters) και γίνονται φορείς αποδοχής της ατζέντας (agenda takers)  που τίθεται είτε από την επικαιρότητα είτε από το κόμμα στην εξουσία». Ο ΣΥΡΙΖΑ ανέδειξε, κατά την εισηγήτρια, πολλά καίρια ζητήματα, αλλά φέρθηκε ενοχικά απέναντι σε ζητήματα των οποίων τη θεματική ιδιοκτησία είχε αποκτήσει (Συμφωνία Πρεσπών, έξοδος από τα Μνημόνια), ενώ και στη διάρκεια της αντιπολιτευτικής περιόδου 2019-2023 φάνηκε να ακολουθεί την ατζέντα που έθετε πιο αποφασιστικά η ΝΔ». Ως εκ τούτου, «δεν κατάφερε να θέσει εμφατικά στη συζήτηση ταυτοτικά θέματα των οποίων θα είχε την αρμοδιότητα διαχείρισης ή τη θεματική ιδιοκτησία (issue ownership)».

[Δείτε εδώ αναλυτικά σημεία από την εισήγηση της Φανής Κουντούρη]

 

«Εκκρεμές ριζοσπαστισμού στην κοινωνία – Οι τρεις διακριτές πολιτικές φυλές στην Ελλάδα»

Στη δική του εισήγηση ο Άγγελος Σεριάτος επισήμανε ότι «ανιχνεύεται ένα σημαντικό ως προς το κοινωνικό του εύρος απόθεμα αριστερόστροφων ιδεών, το οποίο ωστόσο λιμνάζει, διαμοιραζόμενο μεταξύ διαφόρων μη δεξιών κομμάτων και –όπως εύλογα μπορεί να υποτεθεί– της αποχής», υπογραμμίζοντας ότι «σημαντική μερίδα της κοινωνίας συμμερίζεται δυνητικές πολιτικές που είναι στον πυρήνα τους αριστερές, τις οποίες θεωρεί, με ή χωρίς ρήξεις, εφαρμόσιμες (π.χ. αυστηρότερη φορολόγηση του μεγάλου κεφαλαίου, εντονότερη παρέμβαση του κράτους στη διευθέτηση μιας σειράς θεμάτων, μείωση του εργάσιμου χρόνου), την ίδια στιγμή που αντιλαμβάνεται ως εξαιρετικά θετικές έννοιες που έχουν ως κοινό παρονομαστή τη λογική τής από τα κάτω συμμετοχής (κοινωνική οικονομία, συνεταιριστικές επιχειρήσεις, ενεργειακές κοινότητες).

Ο Α. Σεριάτος υποστήριξε ακόμη ότι τα ευρήματα της έρευνας πιστοποιούν την «ύπαρξη ενός ενεργού εκκρεμούς ριζοσπαστισμού, το οποίο στην παρούσα συγκυρία μοιάζει πιθανότερο να δείξει –και στην Ελλάδα– την άκρα Δεξιά», καθώς «καταγράφεται ένα ελλοχεύον απόθεμα υπερσυντηρητικών ιδεών, στο οποίο προσφέρεται πλέον μια πολυποίκιλη ακροδεξιά βεντάλια (Ελληνική Λύση, Σπαρτιάτες, Νίκη) προς οικοδόμηση σχέσεων πολιτικής εκπροσώπησης».

Επιπρόσθετα, σύμφωνα με τον Α. Σεριάτο, η έρευνα δείχνει ότι στην παρούσα συγκυρία συνυπάρχουν τρεις διακριτές «πολιτικές φυλές», οι οποίες σωρεύονται –όχι απόλυτα, αλλά σε μεγάλο βαθμό– σε συγκεκριμένες εκλογικές βάσεις: «Μία αριστερόστροφων αντιλήψεων, που επιθυμεί, στον ένα ή στον άλλο βαθμό, τη ρήξη με την υπάρχουσα τάξη πραγμάτων. Εκεί συναντάει κανείς κυρίως ψηφοφόρους του ΜεΡΑ25, του ΚΚΕ, της ΝΕΑΡ, του ΣΥΡΙΖΑ αλλά και της Πλεύσης Ελευθερίας. Μια δεύτερη, ακροδεξιών προσλήψεων, ακόμα πιο ομοιογενή πολιτικά, η οποία ωστόσο προσώρας κατακερματίζεται μεταξύ της Ελληνικής Λύσης, των Σπαρτιατών και της Νίκης, αλλά και μια τρίτη και μεγαλύτερη ποσοτικά, η οποία συγκροτεί έναν “mainstream” χώρο “κανονικότητας”, υπό το ηγεμονεύον σχέδιο μιας εξαιρετικά μεθοδικής ΝΔ». Εκεί σωρεύονται, κατά τον εισηγητή, «οι περισσότεροι ψηφοφόροι της ΝΔ, αλλά και σημαντικό τμήμα αυτών του ΠΑΣΟΚ. Είναι πολίτες που μοιάζουν παραιτημένοι από την προοπτική της αλλαγής και επιζητούν σταθερότητα».

Τα ευρήματα της έρευνας είναι, τέλος, αποκαλυπτικά, κατά τον Α. Σεριάτο, «ως προς το πώς αντιλαμβάνεται η κοινή γνώμη τη διακυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ και τον εξασθενημένο, αλλά πάντως επιμένοντα, αντι-ΣΥΡΙΖΑ αρνητισμό», καθώς, όπως σημείωσε, «εντυπωσιάζει το εύρημα σύμφωνα με το οποίο το εύρος των αρνητικών προς τη ΝΔ συναισθημάτων (25,5%) είναι ακόμη και σήμερα, πέντε χρόνια χωρίς τον ΣΥΡΙΖΑ στο τιμόνι της χώρας, συγκρίσιμο με το αντίστοιχο προς τον ΣΥΡΙΖΑ, που καταγράφεται στο 24%». Και «αν στη δημιουργία και τον εξακτινισμό του αντι-ΣΥΡΙΖΑ ρεύματος συνέβαλε και το αντι-ΣΥΡΙΖΑ μέτωπο, δηλαδή μια σειρά τυπικών και άτυπων θεσμών που σχετίζονται με το status quo, οι οποίοι λειτούργησαν όχι μόνο ως πολλαπλασιαστές του αντι-ΣΥΡΙΖΑ ρεύματος αλλά, ως ένα βαθμό, και ως συντελεστές της ίδιας του της δόμησης», στην πολιτική τη βασική ευθύνη της εξέλιξης των πραγμάτων φέρουν, σύμφωνα με τον Α. Σεριάτο, «οι δρώντες, δηλαδή τα πολιτικά κόμματα». Ωστόσο, ο αντι-ΣΥΡΙΖΑ αρνητισμός έχει, όπως υποστήριξε, «υποχωρήσει πλέον σημαντικά», διότι «η κοινωνία έχει αφήσει το κόμμα –τουλάχιστον όπως το γνωρίσαμε– πίσω της πολύ νωρίτερα από την εκλογική κατάρρευση της 21ης Μαΐου του 2023». Το προειδοποιητικό καμπανάκι είχε, κατά τον εισηγητή, «ηχήσει ήδη από τις ευρωεκλογές του 2019 και, απ’ ό,τι φάνηκε, ήταν και το τελευταίο».

[Δείτε εδώ αναλυτικά σημεία από την εισήγηση του Άγγελου Σεριάτου]

 

Εικόνες από την εκδήλωση που πραγματοποιήθηκε στον χώρο του Eteron:

 

Δείτε ακόμη