Του Βαγγέλη Δ. Μαρινάκη, Πολιτικού Επιστήμονα, MSc Δημόσιες Πολιτικές, Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου – Η ανάλυση περιλαμβάνεται στο 2ο Δελτίο Διεθνών & Ευρωπαϊκών Εξελίξεων

Η καταψήφιση του προϋπολογισμού της κυβέρνησης Κόστα στην Πορτογαλία, η οποία είχε ως συνέπεια την πτώση της και την προκήρυξη εκλογών για τις 30 Ιανουαρίου του ερχόμενου έτους, στάθηκε αφορμή για την (ανα)διατύπωση ενός προβληματισμού σχετικά με τη βιωσιμότητα ενός μοντέλου ιδιαίτερα αρεστού σε μεγάλη μερίδα της κοινωνικής και πολιτικής Αριστεράς.

Σύμφωνα με το συγκεκριμένο υπόδειγμα, τα -πλειοψηφικά- σοσιαλδημοκρατικά κόμματα κυβερνούν σε συνεργασία ή με την ανοχή -των μικρότερων κομμάτων- της ριζοσπαστικής Αριστεράς, στη λογική της συγκρότησης μιας συμμαχίας ικανής να εγγυηθεί επιμέρους νίκες, δίχως να υπονομεύεται βέβαια ο σκληρός πυρήνας των συμφερόντων της εγχώριας οικονομικής ελίτ. Σε αυτό το πλαίσιο η πορτογαλική περίπτωση αποτελούσε μια ιδιότυπη via media, με τα κόμματα της κομμουνιστικής ή κομμουνιστογενούς Αριστεράς (Μπλόκο της Αριστεράς, Κομμουνιστικό Κόμμα Πορτογαλίας) να μη μετέχουν στην κυβέρνηση (όπως συμβαίνει στην Φινλανδία και την Ισπανία), αλλά  και να μην περιορίζονται στην εξωτερική μόνο στήριξη με την ψήφο τους (Σουηδία, Νορβηγία, Δανία), υπογράφοντας το καθένα μια λεπτομερή προγραμματική συμφωνία με το Σοσιαλιστικό Κόμμα, που βασιζόταν σε αμοιβαίες υποχωρήσεις.

Η κατάρρευση της εν λόγω συμφωνίας, επονομαζόμενης και geringonça (που σημαίνει «επινόημα» ή «πατέντα»), δεν οφείλεται μόνο στη διαφωνία για το ύψος της αύξησης του κατώτατου μισθού (με την κυβέρνηση να προχωρά στην αύξησή του στα 705 ευρώ και το ΚΚΠ να ζητά 755). Αφορά κυρίως την απροθυμία των Σοσιαλιστών να καταργηθεί η μνημονιακή νομοθεσία για τα εργασιακά θέματα, η οποία, μεταξύ άλλων, περιλαμβάνει την άρση των περιορισμών στις απολύσεις και τη διεύρυνση του νόμιμου ωραρίου υπερωριών, καθώς και ορισμένες συμφωνίες που έκανε με την τρόικα η δεξιά κυβέρνηση του Πάσος Κοέλιο, ειδικά αυτήν που αφορά την ιδιωτικοποίηση της Εθνικής Ταχυδρομικής Υπηρεσίας.

Κάπως έτσι ξαναφούντωσε και η συζήτηση για την εγγενή συστημικότητα των σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων, τα όρια που αυτή θέτει στην αλλαγή της οικονομικής και κοινωνικής πολιτικής και την εύθραυστη σχέση τους με τη ριζοσπαστική εκδοχή της Αριστεράς. Μια συζήτηση που αφορά, εξάλλου, και την έτερη χώρα της Ιβηρικής Χερσονήσου, όπου τα μηνύματα, όμως, είναι πιο αισιόδοξα. Εκεί, παρότι η απεργιακή κινητοποίηση των μεταλλεργατών του Κάντιθ –που κράτησε δέκα ολόκληρες μέρες και συγκλόνισε τη χώρα, εξαιτίας της μαχητικότητας των απεργών και του ρεσιτάλ αστυνομικής βίας– δοκίμασε τις σχέσεις PSOE και Unidas Podemos, δεν στάθηκε ικανή να δημιουργήσει φυγόκεντρες δυνάμεις τέτοιες που να θέτουν εν αμφιβόλω το εγχείρημα της συγκυβέρνησης συνολικά. Αντιθέτως, η νομοθετική πρωτοβουλία για την τροποποίηση του ασφυκτικού και αναχρονιστικού «νόμου-φίμωτρο» (Ley Mordaza), που παγίωνε την κατασταλτική αυθαιρεσία των οργάνων της τάξης, φάνηκε να αποτελεί μια ευκαιρία επανεπιβεβαίωσης των ισχυρών δεσμών της συμμαχίας. «Θα θέλαμε το νομοσχέδιο να είχε προχωρήσει περισσότερο, αλλά είμαστε ικανοποιημένοι κι έτσι», διευκρίνισε στο πλαίσιο συνέντευξής της στη βρετανική Guardian η επικεφαλής του αριστερού κόμματος Ιόνε Μπελάρα, σε μια αποστροφή που θεωρείται χαρακτηριστική του ρεαλισμού που διέπει τον μικρό κυβερνητικό εταίρο.

Σε μια απόπειρα να εξηγηθεί η ειδοποιός διαφορά μεταξύ των δύο περιπτώσεων –οι οποίες επανέρχονται κάθε τόσο ως παράδειγμα προς μίμηση και στην Ελλάδα, η εξήγηση κείται πέραν της δυνατότητας του νομοθετικού lobbying, στις αρετές του οποίου φαίνεται να έχουν άριστα εξασκηθεί οι Ισπανοί ριζοσπάστες, και αφορά στην ιδιομορφία του πολιτικού πλαισίου.

Συγκεκριμένα –και σε αντίθεση με τον ισχυρό ακόμη δικομματισμό της Πορτογαλίας, ο οποίος εξακολουθεί να εκφράζεται από τις παραδοσιακές πολιτικές οικογένειες της Κεντροαριστεράς και της Κεντροδεξιάς, στην Ισπανία μπορεί να γίνει λόγος για διπολισμό μεταξύ Δεξιάς και Αριστεράς, με την πόλωση μάλιστα να έχει οξυνθεί το διάστημα της συγκυβέρνησης PSOE – Unidas Podemos. Έτσι, σε μια πανηγυρική διάψευση του εκλογικού δόγματος του Γάλλου ιστορικού και συγγραφέα Ζακ Ζυλιάρ ότι οι εκλογές κερδίζονται στο κέντρο (με ό,τι συνεπάγεται αυτό) αλλά όχι από το κέντρο, το ισπανικό πολιτικό σύστημα μοιάζει παγιδευμένο ανάμεσα σε δύο πιθανές εκδοχές συγκυβέρνησης, που έχουν συμπιέσει τον ενδιάμεσο πολιτικό χώρο σε βαθμό εξαΰλωσης. Σε αυτό το παίγνιο μηδενικού αθροίσματος (και την ανάγκην φιλοτιμίαν ποιούμενοι), οι σοσιαλιστές του Σάντσεθ μπορούν να απευθυνθούν αποκλειστικά και μόνο στους αριστερούς εταίρους τους, αν δεν θέλουν να παραδώσουν τα ηνία της χώρας στην Ακροδεξιά του Vox και τους άσπονδους αντιπάλους του Λαϊκού Κόμματος.

Εκτός όμως από τις διαφορές στο εύρος και το είδος της συνεργασίας των δύο ρευμάτων της Αριστεράς, μπορεί κανείς να παρατηρήσει και μια τάση κοινή σε όλες τις εκδοχές «συγκατοίκησης», πολύ περισσότερο σε ό,τι αφορά το ιβηρικό πείραμα. Τάση που σχετίζεται με τον ρόλο που επιφυλάσσουν τα κόμματα της ριζοσπαστικής Αριστεράς για τον εαυτό τους στο πλαίσιο αυτής της δύσκολης σχέσης, και δεν είναι άλλος από εκείνον του «ελεγκτή» και του αβανταδόρου μιας προγραμματικής συμφωνίας, στην οποία όμως, στο τέλος της μέρας, το πάνω χέρι το έχουν οι απανταχού σοσιαλδημοκράτες.

Υπό αυτή την έννοια, αξίζει να διερευνηθεί πως το ιβηρικό μοντέλο, θα μπορούσε να αποτελέσει παράδειγμα προς μίμηση και στην Ελλάδα. Μια τέτοια συζήτηση, ωστόσο, απαιτεί σε πρώτη φάση οι εταίροι αυτής της κυβερνητικής προοπτικής να ξεκαθαρίσουν την ιδεολογική και πολιτική τους ταυτότητα, διαμορφώνοντας τη βάση μιας προοδευτικής προγραμματικής ατζέντας.