Ανάλυση του Θωμά Γούμενου, Διδάκτορα Πολιτικής Επιστήμης – Το κείμενο περιλαμβάνεται στο 34ο Δελτίο Ευρωπαϊκών Εξελίξεων του ΕΝΑ →

Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή παρουσίασε στις 23 Σεπτεμβρίου την πολλάκις αναβληθείσα πρότασή της για το νέο Σύμφωνο για τη Μετανάστευση και το Άσυλο. Οι τρεις διαστάσεις του προτεινόμενου Συμφώνου είναι η εξωτερική, η οποία ουσιαστικά αφορά στις σχέσεις με τις κύριες χώρες προέλευσης μεταναστών και προσφύγων, η διάσταση των εξωτερικών συνόρων, και η διάσταση της «αλληλεγγύης» (μεταξύ των κρατών-μελών της ΕΕ).

Επιχειρώντας μια -αναγκαστικά σχηματική- σύνοψη των προτάσεων της Κομισιόν, θα σημείωνε κανείς καταρχάς ότι το κύριο γεωγραφικό και διοικητικό βάρος της προτεινόμενης διακυβέρνησης της μετανάστευσης και των διαδικασιών ασύλου συγκεντρώνεται στα εξωτερικά σύνορα της ΕΕ, δηλαδή κατά βάση στις χώρες του Νότου. Μέσω της γενίκευσης και κανονικοποίησης πολιτικών και διαδικασιών που από 4-5 έτη εφαρμόζονται στην Ελλάδα και την Ιταλία στο πλαίσιο της «πολιτικής των hotspots», οι συνοριακές περιοχές καθίστανται χώροι ανάσχεσης, διαλογής, διοχέτευσης -και εν τέλει αποτροπής- των ροών. Πέραν των διαδικασιών ταυτοποίησης και ελέγχου (screening), βασική πρόβλεψη είναι θεσμοθέτηση μιας fast track διαδικασίας ασύλου (διάρκειας έως 12 εβδομάδων) στα σύνορα, η οποία θα αφορά κυρίως αιτούντες από κράτη με χαμηλά ποσοστά αναγνώρισης (κάτω του 20%). Τυχόν αρνητική απόφαση, αν και θα υπόκειται σε ένσταση, θα συνοδεύεται αυτόματα από απόφαση επιστροφής στο κράτος προέλευσης, η οποία επίσης θα πρέπει να ολοκληρωθεί μέσω του συνοριακού σημείου.

Οι αιτήσεις των υπόλοιπων αιτούντων θα εξετάζονται βάσει της κανονικής διαδικασίας ασύλου. Ως προς αυτήν τη διαδικασία, η πρόταση της Κομισιόν περιλαμβάνει δύο βασικές προβλέψεις οι οποίες στοχεύουν να ελαφρύνουν το βάρος των κρατών πρώτης γραμμής. Αφενός διευρύνονται, σε σχέση με τον Κανονισμό «Δουβλίνο», τα κριτήρια (οικογενειακής επανένωσης, κ.ά.) βάσει των οποίων επιτρέπεται η μεταφορά ενός αιτούντος άσυλο σε άλλη χώρα της ΕΕ. Αφετέρου, εισάγεται η έννοια της «ευέλικτης αλληλεγγύης», βάσει της οποίας θα πρέπει τα υπόλοιπα κράτη-μέλη να βοηθούν αυτά της πρώτης γραμμής είτε μέσω απευθείας μεταφοράς αιτούντων άσυλο και προσφύγων (μετεγκαταστάσεων) είτε μέσω ανάληψης της ευθύνης επιστροφής στις χώρες προέλευσης ατόμων που έλαβαν αρνητική απόφαση ασύλου ή και συνεισφέροντας με υλικά μέσα στην υποδοχή και διαχείριση των ροών. Στο πλαίσιο αυτό προτείνεται η θέσπιση της κατάστασης «κρίσης ή ανωτέρας βίας», η κήρυξη της οποίας συνεπάγεται τόσο ειδικές προβλέψεις για τις διαδικασίες στα σύνορα όσο και αυξημένες απαιτήσεις αλληλεγγύης προς τα κράτη-μέλη πρώτης γραμμής.

Η ψήφιση των Οδηγιών που περιλαμβάνονται στο προτεινόμενο Σύμφωνο αναμένεται το δεύτερο τρίμηνο του 2021. Ως τότε, προφανώς, θα διεξαχθούν διαβουλεύσεις με τα κράτη-μέλη και θα επέλθουν ορισμένες αλλαγές, πιθανότατα όμως όχι μεγάλες. Οι πρώτες αντιδράσεις από τη Γερμανία, τη Γαλλία, αλλά και την Ιταλία είναι θετικές για την Κομισιόν -δεδομένου ότι η «συμβιβαστική» πρόταση που διατύπωσαν αυτές οι χώρες (και η Ισπανία) τον Απρίλιο φαίνεται να καθόρισε σε σημαντικό βαθμό την κεντρική «γραμμή» του Συμφώνου. Πάντως, οι χώρες του Νότου αναμένεται να πιέσουν για ενίσχυση των μετεγκαταστάσεων. Οι επιφυλάξεις που έσπευσαν να διατυπώσουν οι χώρες του Βίσεγκραντ μόνον ως εσωτερικής κατανάλωσης μπορούν να χαρακτηριστούν, δεδομένου ότι η εγκατάλειψη της ιδέας περί αναγκαστικών μετεγκαταστάσεων προσφύγων αποτελεί ξεκάθαρα δική τους πολιτική νίκη· στους ηττημένους συμπεριλαμβάνονται όχι μόνο οι χώρες του Νότου, αλλά και η αρχή της ισότητας και αλληλεγγύης μεταξύ των κρατών-μελών, όπως και η προοπτική της αποδυνάμωσης της κραταιάς λογικής «Ευρώπη – φρούριο».

Μπορεί κανείς να εντοπίσει κάποια θετικά στοιχεία στο Σύμφωνο: τις προαναφερόμενες διατάξεις για την οικογενειακή επανένωση, τη δυνατότητα παροχής άμεσης προστασίας (χωρίς την ολοκλήρωση των διαδικασιών ασύλου) σε εκτοπισμένους πληθυσμούς σε περιπτώσεις κρίσης, τις ρητές (αν και αυτονόητες) αναφορές στην υποχρέωση έρευνας και διάσωσης στη θάλασσα και τη μη ποινικοποίηση τέτοιων δραστηριοτήτων από σκάφη ΜΚΟ, την εισαγωγή στοιχείων μιας κάποιας κοινής ευρωπαϊκής πολιτικής και την προετοιμασία για την αντιμετώπιση καταστάσεων τύπου 2015.

Όμως η πλάστιγγα γέρνει σαφώς προς την άλλη πλευρά. Αποδίδεται ακόμα μεγαλύτερη βαρύτητα στα σύνορα της ΕΕ για τη διαχείριση των ροών, κάτι που αποτελεί απειλή για την ουσιαστική άσκηση του δικαιώματος στο άσυλο από όλους όσους το επιθυμούν, δεν καθιστά πειστική τη διακήρυξη για τερματισμό καταστάσεων τύπου Μόριας και δεν οδηγεί σε επιμερισμό των βαρών της πρώτης υποδοχής. Ειδικά για τα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου το προτεινόμενο πλαίσιο είναι μάλλον δυσοίωνο -όπως υποδεικνύει και η πρόσφατη είδηση περί πιθανής δημιουργίας «πιλοτικού» κέντρου στη Λέσβο υπό ευρωπαϊκή διαχείριση – ιδιαίτερα δε αν δεν υπάρξει ριζική αναπροσαρμογή ή κατάργηση της Κοινής Δήλωσης ΕΕ-Τουρκίας. Επιπροσθέτως, είναι εξαιρετικά περιορισμένη η εξειδίκευση και βαρύτητα των προτάσεων που αφορούν τη βοήθεια της ΕΕ προς τρίτες χώρες, προκειμένου να αντιμετωπιστούν δομικές, οικονομικές και κοινωνικές αιτίες που δημιουργούν την ανάγκη για μετακίνηση. Συναφώς, υποβαθμίζονται κομβικά ζητήματα, όπως αυτό μιας ευρωπαϊκής πολιτικής ένταξης αλλά και της αντιμετώπισης την εκ των κεντρικών αιτιών που οδηγούν σε παράτυπες μορφές εισόδου: την ανυπαρξία νόμιμων οδών μετανάστευσης προς την Ευρώπη. Μοιραία, λοιπόν, με βάση τα παραπάνω, το Σύμφωνο δίνει μεγάλη έμφαση στις επιστροφές, αναπαράγει την ατελέσφορή και εν τέλει υποκριτική αυστηρή διάκριση μεταξύ «προσφύγων» και «μεταναστών» και προτάσσει την «ασφαλειοποίηση» του ζητήματος, μέσω π.χ. της εστίασης στην καταπολέμηση των δικτύων «διακινητών» ή την ειλημμένη απόφαση για σημαντική ενίσχυση της Frontex.

Η ρητή αναφορά του Αντιπροέδρου Μ. Σχοινά στις «ανησυχίες» και προτεραιότητες όλων των κρατών-μελών που ελήφθησαν εξίσου υπόψη, εξηγεί ουσιαστικά το κυρίαρχα συντηρητικό πρόσημο της όλης πρότασης. Επιλέγοντας η Κομισιόν τον ρόλο του έξωθεν ισορροπιστή και όχι τον προωθητικό ρόλο που επιδιώκει σε άλλα πεδία (ούσα βέβαια και καταστατικά περιορισμένη), και εντός ενός πολιτικού πλαισίου που στις περισσότερες χώρες κινείται μεταξύ επιφυλακτικότητας και ανοιχτής εχθρότητας απέναντι στους μετανάστες, η πρότασή της σχεδόν αναπόφευκτα θα είχε αυτόν τον χαρακτήρα.

Εν προκειμένω, νιώθει κανείς ένα αίσθημα αμηχανίας που αφορά και άλλες πτυχές της ΕΕ: οι πολιτικές της είναι κατώτερες των κοινωνικών αναγκών και τείνουν να τοποθετούνται λίγο ή πολύ δεξιότερα του Κέντρου, την ίδια στιγμή που η απουσία τους θα οδηγούσε σε ίδιες ή και χειρότερες καταστάσεις. Από την άλλη, το έργο των δυνάμεων της υπεράσπισης των ανθρώπινων δικαιωμάτων, της κοινωνικής ένταξης, της καταπολέμησης του εθνοκεντρισμού και της ξενοφοβίας θα δινόταν ούτως ή άλλως σε ένα δύσκολο πολιτικό και αξιακό τερέν, ακόμα και αν η πρόταση της Κομισιόν ήταν διαφορετική.