Ανάλυση του Χάρη Παπαευαγγέλου, Υποψήφιου Διδάκτορα σε θέματα ρύθμισης των πλατφορμών  στο Πανεπιστήμιο της Τουλούζης III – Paul Sabatier →

Μέσα σε δύο εβδομάδες η Meta κατάφερε να μονοπωλήσει το ενδιαφέρον της τεχνολογικής –και όχι μόνο– επικαιρότητας, καταγράφοντας ταυτόχρονα για πρώτη φορά απώλεια χρηστών (χάνοντας περί τους 500 εκατ. χρήστες το 2021) και τη μεγαλύτερη ημερήσια απώλεια της χρηματιστηριακής της αξίας (άνω των 220 δισ. δολαρίων). Στη συνέχεια απείλησε με «έξοδο» από την ΕΕ εάν δεν υπάρξει ικανοποιητική συμφωνία για τη μεταφορά δεδομένων από την ΕΕ στις ΗΠΑ. Και όλα αυτά λίγο μετά τη μετονομασία της εταιρείας από Facebook σε Meta και την έκδοση του μανιφέστου του Μetaverse.

Φυσικά, αυτό δεν αποτελεί έκπληξη, καθότι έχουμε συνηθίσει πλέον τη σύγχυση του διαδικτύου με τις μεγάλες ολιγοπωλιακές ψηφιακές πλατφόρμες. Συνεπώς, οποιαδήποτε νέα εξέλιξη αφορά τις εν λόγω πλατφόρμες φαίνεται de facto να συνδέεται με το σύνολο του διαδικτύου. Αξίζει, ωστόσο, να σταθούμε λίγο παραπάνω σε αυτά τα τέσσερα σημεία, που συνοψίζουν την υπαρξιακή κρίση που βιώνει η Meta.

Η εταιρεία μεγάλωνε με ραγδαίους ρυθμούς ανάπτυξης επί 18 χρόνια, έχοντας φτάσει σχεδόν τους 1,93 δισ. χρήστες. Φαίνεται, όμως, να έφτασε στο σημείο κορύφωσης της μεγέθυνσής της: η επέλαση του TikTok, η αλλαγή πολιτικής απορρήτου της Apple στις συσκευές της, η «γήρανση» των χρηστών της, η στροφή του περιεχομένου σε μικρά βίντεο και η αναποτελεσματικότητα κεφαλαιοποίησής τους με όρους διαφήμισης, αλλά και οι αποκαλύψεις της Frances Haugen, είναι μερικά από τα κυριότερα αίτια που οδήγησαν τη Facebook να γίνει Meta στο έτος της «ενηλικίωσης» της. Ωστόσο, το rebranding και το όραμα του Metaverse δεν φαίνεται να έπεισαν ούτε τους μετόχους ούτε τους χρήστες. Κι αυτό όχι μόνο διότι πολλά από τα προβλήματα που ταλανίζουν την πλατφόρμα μεταφέρονται και διογκώνονται στον εικονικό κόσμο της Meta, αλλά και γιατί το εγχείρημα θα αργήσει –εάν το κάνει ποτέ να αποφέρει τους καρπούς που επιδιώκει η εταιρεία.

Επιπρόσθετα, μια καταδικαστική απόφαση του Δικαστηρίου της ΕΕ, που προέκυψε έπειτα από προσφυγές του γνωστού Αυστριακού δικηγόρου και ακτιβιστή Max Schrems ακύρωσε το νομικό πλαίσιο βάσει του οποίου γινόταν η μεταφορά των δεδομένων των Ευρωπαίων χρηστών στις ΗΠΑ. Για την ιστορία, η απόφαση με ονομασία «Schrems II» εκδόθηκε τον Ιούλιο του 2020 και, ουσιαστικά, καταδείκνυε ότι οι ΗΠΑ δεν μπορούν να προστατεύσουν επαρκώς την ιδιωτικότητα των δεδομένων των Ευρωπαίων χρηστών βάσει των προδιαγραφών του Γενικού Κανονισμού για την Προστασία των Δεδομένων (ΓΚΠΔ/GDPR). Ελλείψει ενός εναλλακτικού πλαισίου, οι εταιρείες πλέον όφειλαν να πάρουν έγκριση από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή για τη μεταφορά δεδομένων, συνάπτοντας πρότυπες συμβατικές ρήτρες (Standard Contractual Clauses) – ένα είδος νομικού «παραθύρου». Ωστόσο, η Ιρλανδική Αρχή Προστασίας των Δεδομένων, παρά τις κριτικές που έχει δίκαια δεχθεί για αδράνεια, πάτησε πάνω σε αυτή την απόφαση και έκρινε τον Αύγουστο του 2020 ότι ούτε οι εν λόγω ρήτρες επαρκούν και, στην ουσία, τις «πάγωσε». Σε μια ειρωνική τροπή των πραγμάτων, η «μπάλα πήρε» και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, που καταδικάστηκε για χρήση υπηρεσιών στον ιστότοπο του, που μετέφεραν παράνομα δεδομένα στις ΗΠΑ.

Η όλη συζήτηση έχει στην πραγματικότητα εξελιχθεί σε ένα παιχνίδι γεωπολιτικής στρατηγικής. Από τη μία έχουμε την ΕΕ, που ασκεί ένα είδος «νομοθετικού επεκτατισμού», επιθυμώντας να εδραιώσει την «ψηφιακή της κυριαρχία», διαμορφώνοντας τα παγκόσμια ρυθμιστικά πλαίσια και τις αρχές λειτουργίας του ψηφιακού κόσμου. Αυτό έχει αποκληθεί το «φαινόμενο των Βρυξελλών» από την καθηγήτρια Anu Bradford: η ΕΕ αντιπαραθέτει συνεχώς κάποιες υποτιθέμενες ανώτερες ευρωπαϊκές αρχές έναντι των «ανεξέλεγκτων» ΗΠΑ ή της «αυταρχικής» Κίνας. Από την άλλη, έχουμε τις ΗΠΑ, που, υπό το πρίσμα της αλλαγής πλεύσης προς τον «ορθολογισμό» με τον Πρόεδρο Biden, επιθυμούν να καθησυχάσουν τον δυτικό κόσμο ότι η Αμερική ξανάγινε μια ανοιχτή χώρα, μακριά από τα «ξεσπάσματα» του Τrump. Οι ΗΠΑ, βέβαια, δεν είναι ακόμα ικανές να προστατεύσουν την ιδιωτικότητα των πολιτών τους από την εκμετάλλευση των δεδομένων τους, καθώς δεν έχουν υιοθετήσει ένα ομοσπονδιακό πλαίσιο στα πρότυπα του GDPR.

Επιπλέον, η τελευταία ενημέρωση σχετικά με μια νέα διατλαντική συμφωνία μεταφοράς δεδομένων αναφέρει ότι θα ανακοινωθεί τον προσεχή Μάιο και ότι οι Ευρωπαίοι πολίτες θα έχουν περισσότερα δικαιώματα επί του τρόπου επεξεργασίας και διαχείρισης των δεδομένων τους στις ΗΠΑ απ’ ό,τι οι Αμερικανοί πολίτες (!).

Λαμβάνοντας, συνεπώς, υπόψη όλα τα παραπάνω, μπορούμε να πούμε με βεβαιότητα πως η απειλή της Meta να αποχωρήσει από την ΕΕ είναι ένα «πυροτέχνημα», με στόχο να πιέσει τις πολιτικές ηγεσίες και στις δύο πλευρές του Ατλαντικού –και δη στις ΗΠΑ, καθότι οι ευρωπαϊκές αρχές φαίνονται ανένδοτες– να σχεδιάσουν και να εφαρμόσουν άμεσα ένα νέο νομικό πλαίσιο μεταφοράς δεδομένων. Η υπαρξιακή κρίση της εταιρείας, εξάλλου, δεν θα άντεχε το πλήγμα μιας πιθανής παύσης παροχής υπηρεσιών στην ΕΕ.

Όμως, η απειλή αυτή είναι ενδεικτική της δύναμης που έχουν αποκτήσει οι μεγάλες ψηφιακές εταιρείες, από την Amazon και τη Meta μέχρι τη Spotify και το Netflix, οι οποίες έχουν μετασχηματίσει ριζικά τα καπιταλιστικά μέσα εκμετάλλευσης του τρόπου παραγωγής αξίας. Μια πιθανή αποχώρηση θα σήμαινε την απώλεια χιλιάδων θέσεων εργασίας στην ΕΕ και, δη, την Ιρλανδία, που είναι η ευρωπαϊκή βάση των αμερικανικών εταιρειών. Έτσι, και μόνο η απειλή αρκεί για να κινητοποιήσει τις αρμόδιες αρχές στη σκέψη μιας τέτοιας εξέλιξης. Συνεπώς, φαίνεται ότι έχουμε φτάσει στο σημείο όπου αυτές οι εταιρείες έχουν γίνει πολύ μεγάλες, αλλά και συνυφασμένες με την κυβερνησιμότητα του διαδικτύου για να τις «χωρίσουμε», με αποτέλεσμα οι όποιες λύσεις να απαιτούν δομικές αλλαγές στον τρόπο οργάνωσης και λειτουργίας του ίντερνετ, κάτι που φυσικά θα σήμαινε και την αλλαγή του νεοφιλελεύθερου δόγματος περί ανεξέλεγκτης και άνευ όρων και κανόνων επέκτασης.

 

Δείτε ακόμη: