Ανάλυση του Θωμά Γούμενου, Διδάκτορα Πολιτικής Επιστήμης – Το κείμενο περιλαμβάνεται στο 35ο Δελτίο Ευρωπαϊκών Εξελίξεων του ΕΝΑ

Το προηγούμενο διάστημα εκδηλώθηκαν επιθέσεις στη Γαλλία (στις 16 και 29 Οκτωβρίου) και την Αυστρία (στις 2 Νοεμβρίου), οι οποίες χαρακτηρίστηκαν ως περιπτώσεις ισλαμιστικής τρομοκρατίας. Στον απόηχο αυτών των θανατηφόρων επιθέσεων αναδύθηκαν στη δημόσια σφαίρα, για ακόμη μια φορά, θέματα που έχουν να κάνουν τόσο με αυτό καθ’ αυτό το φαινόμενο όσο και με τη δέουσα αντιμετώπισή του από τα ευρωπαϊκά κράτη.

H κυρίαρχη αντίληψη της κοινής γνώμης στην Ευρώπη κατά τα τελευταία χρόνια τείνει να συνδέει την τρομοκρατία – η οποία  καταγράφεται μετά το 2015 μεταξύ των πιο σημαντικών ζητημάτων που αντιμετωπίζει η Ευρωπαϊκή Ένωση, σύμφωνα με το Ευρωβαρόμετρο – με την ισλαμιστική της εκδοχή.

Τα δεδομένα, όμως, δεν υποστηρίζουν αδιαμφισβήτητα αυτήν την πρόσληψη. Η τρομοκρατία γενικά στην Ευρώπη εμφανίζεται σαφώς αποδυναμωμένη μετά τα μέσα της δεκαετίας του 1990, τάση που πρώτιστα συνδέεται με τη μείωση των θανατηφόρων επιθέσεων από τον IRA και την ETA· η ισλαμιστική τρομοκρατία εμφανίζεται ουσιαστικά στην Ευρώπη μετά το 2000. Σύμφωνα με στοιχεία της ετήσιας έκθεσης της Europol για την τρομοκρατία (TE-SAT), οι τζιχαντιστικές επιθέσεις στην Ευρώπη μεταξύ 2007-2014 αποτελούν λιγότερο από το 3% των καταγεγραμμένων επιθέσεων (στις οποίες η έκθεση περιλαμβάνει και εκείνες που απετράπησαν από τις αρχές ή απέτυχαν). Μετά το 2015, το ποσοστό των τζιχαντιστικών επιθέσεων αυξάνει στην περιοχή του 10 – 20%[1], παραμένοντας όμως μια μειοψηφική κατηγορία – οι «αποσχιστικές» επιθέσεις συνεχίζουν να αποτελούν την πλειοψηφία. Ένα βασικό χαρακτηρικό της ισλαμιστικής τρομοκρατίας, το οποίο πιθανόν και εξηγεί σε μεγάλο βαθμό την προαναφερθείσα κυρίαρχη αντίληψη, είναι ο δυσανάλογα υψηλός φονικός χαρακτήρας των επιθέσεων αυτών: ειδικά μετά το 2015, άνω του 90% των νεκρών από τρομοκρατία προέρχονταν από τζιχαντιστικές επιθέσεις[2].

Επιχειρώντας κανείς να συνοψίσει τις αιτίες αυτού του φαινομένου, η βιβλιογραφία της «ριζοπαστικοποίησης» και της εγχώριας τρομοκρατίας (homegrown terrorism), δείχνει να προκρίνει πλέον πολυπαραγοντικές αναλύσεις, με προσοχή στο κοινωνικό πλαίσιο κάθε χώρας, απομακρυνόμενη έτσι από μια αρχική έμφαση σε αποκλειστικά ατομικές μεταβλητές. Έτσι, στον ένα ή στον άλλο βαθμό αναδεικνύονται[3]:

  • η σημασία των ανισοτήτων που αντιμετωπίζουν οι μουσουλμάνοι μετανάστες στις χώρες υποδοχής (στην εργασία, την εκπαίδευση, το εισόδημα) και το συνοδευτικό αίσθημα περιθωριοποίησης λόγω διακρίσεων·
  • ο ρόλος της ιδεολογίας (ιδίως της προπαγάνδας «ακραίων» ερμηνειών του Ισλάμ) και των πολλαπλών ταυτοτήτων·
  • οι πολιτικές των κυβερνήσεων (καταστολή και αντι-τρομοκρατικές επιχειρήσεις, εξωτερική πολιτική δυτικών χωρών) και οι στάσεις των «γηγενών» στις ευρωπαϊκές χώρες (ισλαμοφοβία, άνοδος ακροδεξιάς)·
  • ο ρόλος διαφόρων μορφών υποστηρικτικών δομών και διευκολυντικών μέσων, όπως το διαδίκτυο και οι ιστοσελίδες, τα κοινωνικά δίκτυα, οι διεθνικές εξτρεμιστικές οργανώσεις, τα τοπικά δίκτυα και οι διαπροσωπικοί δεσμοί.

Η αντιμετώπιση των αιτιών της ισλαμιστικής τρομοκρατίας στις ευρωπαϊκές και άλλες δυτικές χώρες συνδέεται συχνά με τη συζήτηση περί μοντέλων ένταξης των μεταναστών· άλλωστε, η ίδια η εκδήλωση του φαινομένου έχει κατανοηθεί και ως αποτέλεσμα αποτυχιών (ή συνολικής αποτυχίας) της μιας ή άλλης πολιτικής ενσωμάτωσης. Σε σχέση με τις δύο χώρες που εκδηλώθηκαν οι πρόσφατες επιθέσεις, ενώ η Γαλλία χαρακτηρίζεται ιστορικά από ένα σχετικά ανοικτό καθεστώς ως προς τη χορήγηση υπηκοότητας και από μια πιο «προοδευτική» πολιτική κουλτούρα, σε αντίστιξη με την πιο «εθνοτική» και «συντηρητική» πολιτική κουλτούρα της Αυστρίας, και οι δύο χώρες χαρακτηρίζονται από μια «μονοπολιτισμική» κυρίαρχη πρόσληψη των πολιτισμικών δικαιωμάτων, σε διαφοροποίηση από πιο «πολυπολιτισμικά» μοντέλα μεταναστευτικής πολιτικής.

Οι γαλλικές κυβερνήσεις έχουν ιστορικά υπερασπιστεί σθεναρά τη laicité  και το γαλλικό «ρεπουμπλικανικό» μοντέλο, το οποίο τονίζει τις (θεωρούμενα ως) οικουμενικές αξίες της ιδιότητας του πολίτη και είναι αρνητικά διακείμενο στη δημόσια κατοχύρωση εθνοτικών, θρησκευτικών ή γλωσσικών ταυτοτήτων. Είναι ενδεικτικό, ίσως, ότι ενώ τόσο η γαλλική όσο και η αυστριακή κυβέρνηση εξήγγειλαν  ή επίσπευσαν (στην περίπτωση της Γαλλίας) μετά τα περιστατικά διάφορα μέτρα καταστολής «ύποπτων» οργανώσεων και ενίσχυσης του ελέγχου στους ιμάμηδες των δύο χωρών, η αντίδραση του Μακρόν ήταν ιδεολογικά και πολιτικά πολύ πιο αντιπαραθετική προς το Ισλάμ σε σχέση με εκείνη του «σεσημασμένου» για τον αντιμεταναστευτικό του λόγο καγκελάριου Κουρτς.

Από την άλλη, δεν μπορεί να ειπωθεί μετά βεβαιότητας ότι τα κράτη που έχουν ιστορικά υιοθετήσει ένα πιο πολυπολιτισμικό μοντέλο (Ολλανδία, Βρετανία, Σουηδία) έχουν «επιτύχει» την ενσωμάτωση των μεταναστών και δη των μουσουλμάνων. Παρότι μπορεί κανείς να εντοπίσει κάποιες καλύτερες «επιδόσεις» στις πολιτικές ενσωμάτωσης (π.χ. βλέπε το συγκριτικό δείκτη MIPEX – Migrant Integration Policy Index), το γενικό συμπέρασμα είναι πως η ένταξη αποτελεί ένα εξαιρετικά σύνθετο διακύβευμα ώστε κανένα μοντέλο ενσωμάτωσης να μην μπορεί να θεωρηθεί πως διαθέτει μια «λύση» και δη καθολικά εφαρμόσιμη.

Σε κάθε περίπτωση, είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς πως μέρος της απάντησης των ευρωπαϊκών κρατών στην πρόκληση της ένταξης των μεταναστών και πολιτών μεταναστευτικής καταγωγής (ιδιαίτερα των θεωρούμενων ως πλέον «διαφορετικών» μουσουλμάνων) καθώς και στο φαινόμενο του βίαιου θρησκευτικού φονταμενταλισμού δεν θα περιλαμβάνει κάποιου είδους πολιτισμικά πλουραλιστικές πολιτικές. Το σίγουρο είναι ότι πολιτικές ελέγχου και καταστολής ή δήθεν ατρόμητης διατράνωσης του κοσμικού και φιλελεύθερου χαρακτήρα των ευρωπαϊκών κοινωνιών, στη λογική της προβολής των σκίτσων του Μωάμεθ σε δημόσια κτίρια στη Γαλλία, είναι και ατελέσφορες ως προς τους πληθυσμούς-στόχους (μουσουλμάνους) και εν τέλει υπονομευτικές του ίδιου του νοήματος της δημοκρατίας.

 

[1] Ενδεικτικά, το 2015 καταγράφηκαν 17 τέτοιες επιθέσεις σε σύνολο 211 (ποσοστό 8%) και το 2017 καταγράφηκαν 33 τζιχαντιστικές επιθέσεις (ο υψηλότερος αριθμός ως σήμερα) σε σύνολο 207 (ποσοστό 16%).

[2] Το σύνολο των νεκρών λόγω τρομοκρατικών επιθέσεων αυξάνει απότομα το 2015 σε 151 (από 4 το προηγούμενο έτος), για να μειωθεί σταδιακά σε 62 το 2017 και 10 το 2019.

[3] Βλέπε ενδεικτικά δύο επισκοπήσεις της βιβλιογραφίας των αιτιών της (ισλαμιστικής) ριζοσπαστικοποίησης: M. Vergani et al. 2018. “The Three Ps of Radicalization”. Studies in Conflict & Terrorism και M. Hafez & C. Mullins. 2015. “The Radicalization Puzzle: A Theoretical Synthesis of Empirical Approaches to Homegrown Extremism”. Studies in Conflict & Terrorism. 38: 958-975.