Ανάλυση του Άγγελου Σεριάτου, Υποψήφιου Διδάκτορα Πολιτικής Επιστήμης και Υπεύθυνου Πολιτικών Ερευνών της Prorata – Το κείμενο περιλαμβάνεται στο Δελτίο Πολιτικής Συγκυρίας #03 του ΕΝΑ →

5.1. Η έννοια των θεσμών και της εμπιστοσύνης προς αυτούς: οι θεωρητικές προσεγγίσεις

Η συζήτηση για την καταγωγή, τη λειτουργία και τις μεταβολές των θεσμών δεν αποτελεί αντικείμενο του παρόντος. Μια τέτοια συζήτηση, άλλωστε, πάνω σε ένα θέμα που παρουσιάζει εξαιρετικά χαμηλό βαθμό ακαδημαϊκής συναίνεσης θα ήταν εκ των πραγμάτων τόσο εκτενής, που δεν θα μπορούσε να σκιαγραφηθεί μέσα σε λίγες μόνο σελίδες. Σε γενικές γραμμές, οι ορισμοί της έννοιας του «θεσμού» ποικίλλουν μεταξύ των διαφόρων επιστημών, ενώ δεν είναι καθόλου ουδέτεροι και ανεξάρτητοι από τις θεωρητικές επεξεργασίες που τους συνοδεύουν. Διάφοροι -περισσότερο ή λιγότερο φορμαλιστικοί- ορισμοί έχουν δοθεί, όπως αυτός του Douglas North[1], σύμφωνα με τον οποίο οι θεσμοί αποτελούν επινοημένους από τον άνθρωπο περιορισμούς που διαρθρώνουν την πολιτική, οικονομική και κοινωνική αλληλεπίδραση και αποτελούνται τόσο από άτυπους (ταμπού, έθιμα, παραδόσεις και κώδικες δεοντολογίας) όσο και από τυπικούς κανόνες (συντάγματα, νόμους, δικαιώματα ιδιοκτησίας), ή ακόμα πιο διευρυμένους ορισμούς, όπως αυτόν των Campbell κ.α.[2], σύμφωνα με τον οποίο οι θεσμοί δεν περιορίζονται σε άτυπους και τυπικούς κανόνες, αλλά πολύ περισσότερο περιλαμβάνουν σύμβολα, ρεπερτόρια δράσης και ηθικά υποδείγματα, τα οποία διαμορφώνουν τελικά ατομικές συμπεριφορές.

Όπως σε αρκετές επιστήμες (νομική, κοινωνιολογία κ.α.), έτσι και στην πολιτική επιστήμη, οι διάφορες θεωρητικές παραδόσεις προσεγγίζουν με διαφορετικό τρόπο το φαινόμενο των θεσμών αλλά και την εστίαση της μελέτης του. Για παράδειγμα, όπως συνοψίζει η Τσακατίκα[3], η σχολή της ορθολογικής επιλογής εστιάζει κυρίαρχα στους τυπικούς κανόνες και το κανονιστικό τους πλαίσιο, η κοινωνιολογική προσέγγιση σε άτυπους αλλά και σε τυπικούς θεσμούς, αντιμετωπίζοντάς τους ως πολιτιστικές πρακτικές που επηρεάζουν την ατομική συμπεριφορά, ενώ η ιστορική προσέγγιση εστιάζει στην εξέλιξη των θεσμών (άτυπων και τυπικών) μέσα στο ιστορικό πλαίσιο της οικονομικής και πολιτικής οργάνωσης των κοινωνιών. Από μια ακόμα λιγότερο εστιασμένη οπτική, οι σύγχρονοι θεσμοί, κατά τη μαρξιστική και μαρξική παράδοση (συμπεριλαμβανομένου και του «δομικού» μαρξισμού), γίνονται αντιληπτοί ως άτυποι και τυπικοί μηχανισμοί νομιμοποίησης και αναπαραγωγής του εκάστοτε κοινωνικοοικονομικού συστήματος, μην αποτελώντας, ωστόσο, κυρίαρχα επίδικο, αλλά σφαίρες, πεδία εντάσεων γύρω και μέσα στα οποία διεξάγεται πάλη [4]. Αντίθετα, κατά τη φιλελεύθερη παράδοση, οι θεσμοί γίνονται αντιληπτοί ως μηχανισμοί ελέγχου της δημοκρατικής λειτουργίας και παράλληλα ως αποτύπωμα της τελευταίας.

Γενικότερα μπορεί να ειπωθεί ότι σε όλες τις κοινωνίες, από τις πρωτόγονες έως τις σημερινές, αναπτύχθηκαν δομές, ικανοποιώντας οικονομικές, κοινωνικές και πολιτικές ανάγκες, μεταβαλλόμενες αργά, ραγδαία, βίαια ή ειρηνικά μέσα στην ιστορία: οικογενειακοί, εκπαιδευτικοί, οικονομικοί, πολιτικοί και θρησκευτικοί θεσμοί. Υπό αυτή την έννοια, οι τελευταίοι μοιάζει να διαμορφώνουν και να εξελίσσουν, να διαμορφώνονται και να εξελίσσονται, ανάλογα με την πρόσληψη της λειτουργίας και την εμπιστοσύνη που αυτοί εμπνέουν στους πολίτες[5]. Οι θεσμικοί μηχανισμοί/πεδία είναι που επιχειρούν να διασφαλίσουν τη σταθερότητα (είτε με πρόσημο αρνητικό, κατά τη μαρξιστική και μαρξική παράδοση, είτε με θετικό, κατά τη φιλελεύθερη και τις νεότερες εκδοχές της) ενός συστήματος εξουσίας, με το βαθμό εμπιστοσύνης προς αυτούς/ά να αποτελεί ενδεχομένως τον πιο αξιόπιστο δείκτη αξιολόγησης της συνολικότερης λειτουργίας του.

Σε σχέση με τη μελέτη της εμπιστοσύνης των πολιτών προς τους θεσμούς υπάρχουν δύο, κατά βάση, ομαδοποιήσεις προσεγγίσεων: Οι κοινωνιολογικές/πολιτισμικές και οι ορθολογικές/θεσμικές θεωρίες[6]. Οι πρώτες αντιλαμβάνονται την εμπιστοσύνη προς τους πολιτικούς θεσμούς ως κυρίαρχα εξωγενή, καθώς αυτή διαμορφώνεται από συλλογικές παραδόσεις και αξίες ή τη διαδικασία πολιτικής κοινωνικοποίησης των ατόμων, ενώ οι δεύτερες, ως κυρίαρχα ενδογενή, καθώς αυτή προκύπτει και αυξομειώνεται από την ίδια τη λειτουργία και αποτελεσματικότητα των ήδη εγκατεστημένων θεσμών[7]. Υπό αυτή την έννοια, οι πολιτικές έρευνες που μελετούν την εμπιστοσύνη των πολιτών προς τους θεσμούς, είτε από τη σκοπιά του Putnam[8], δηλαδή ως σύνολο κανόνων και δικτύων που μπορούν να βελτιώσουν την αποδοτικότητα και το συντονισμό της κοινωνίας, είτε από τη σκοπιά του Bourdieu[9], δηλαδή ως εκ των βασικών συντελεστών της αναπαραγωγής των σχέσεων εξουσίας, παρουσιάζουν εξαιρετικό ενδιαφέρον, αφού δημιουργούν αναπόφευκτα και ένα ευρύ ρεπερτόριο ερμηνειών.

5.2. Η -γενικά- χαμηλή εμπιστοσύνη προς τους θεσμούς και η -ειδικά- υψηλή προς τους θεσμούς που ανήκουν στον σκληρό πυρήνα του κράτους ως δυσοίωνο μήνυμα;

Μια τέτοια πολιτική έρευνα διεξήγαγε και το Ινστιτούτο Εναλλακτικών Πολιτικών ΕΝΑ, σε συνεργασία με την εταιρία ερευνών της κοινής γνώμης Prorata, συμπεριλαμβάνοντας στο ερωτηματολόγιο και την κλασική ερώτηση που αφορά στη γενική εμπιστοσύνη των πολιτών προς τους θεσμούς: Σε μια κλίμακα από το 0 έως το 10, όπου το 0 σημαίνει «μηδενική εμπιστοσύνη» και το 10 «απόλυτη εμπιστοσύνη», εσείς πόσο εμπιστεύεστε τον καθένα από τους παρακάτω θεσμούς; Παράλληλα, σε μια απόπειρα να σφυγμομετρηθούν οι αξιολογήσεις των πολιτών ως προς τη συμβολή των εμπλεκόμενων στη διαχείριση της τρέχουσας κρίσης θεσμών, τέθηκε και ένα ακόμη ερώτημα, του οποίου τα ευρήματα αναπόφευκτα συσχετίζονται με τη γενικότερη εμπιστοσύνη των πολιτών προς τους θεσμούς: Πως αξιολογείτε τη συμβολή των παρακάτω θεσμών στη διαχείριση της κρίσης; Παρακαλώ αξιολογείστε σε μια κλίμακα από το 0 έως το 10, όπου το 0 αντιστοιχεί στην απάντηση «πολύ αρνητικά» και το 10 στην απάντηση «πολύ θετικά».

Τα αποτελέσματα αποτυπώνουν μια σύνθετη εικόνα, όπου, σε πρώτη ανάγνωση, η γενικότερη εμπιστοσύνη των πολιτών προς θεσμούς που ανήκουν στον σκληρό πυρήνα του κράτους (στρατός, αστυνομία, εκπαιδευτικοί μηχανισμοί) ανιχνεύεται σχετικά υψηλή, ενώ η εμπιστοσύνη προς άλλους, σχετικά αυτονομημένους, θεσμούς και εν δυνάμει απειλητικά για το  status quo πεδία (συνδικαλιστικές οργανώσεις, κοινωνικά κινήματα, ΜΚΟ, πολιτικά κόμματα) σχετικά χαμηλή (βλ. Πίνακα 5.1). Αυτή η -μάλλον ανησυχητική, κατά την άποψη του γράφοντος, σε σχέση τις τρέχουσες δυνατότητες εμβάθυνσης της δημοκρατίας- εικόνα συμπληρώνεται από την υψηλή αξιολόγηση των σωμάτων ασφαλείας, της πολιτικής προστασίας και της κυβέρνησης ως προς τη συμβολή τους στη διαχείριση της τρέχουσας κρίσης, με τον κορυφαίο ίσως θεσμό εκπροσώπησης, τα πολιτικά κόμματα, να υστερεί έναντι του ειδικότερου θεσμού της κυβέρνησης και στους δύο δείκτες (βλ. Πίνακα 5.2). Το συσπειρωτικό αυτό αποτέλεσμα γύρω από όσους φορείς χειρίζονται εξαιρετικά υψηλής έντασης κρίσεις δείχνει να επιβεβαιώνει την ύπαρξη του φαινομένου που είχε προταθεί από τον John Mueller το 1970[10], γνωστού και ως «συσπείρωση γύρω από τη σημαία» (rally round the flag), το οποίο αναφέρεται σε μια προσωρινή αύξηση της δημοτικότητας που απολαμβάνουν κυβερνήσεις, ηγέτες και άλλοι εμπλεκόμενοι θεσμοί κατά τη διάρκεια μιας κρίσης -η οποία απαιτείται να γίνεται αντιληπτή ως εξωγενής-, καθώς εκ των πραγμάτων κυριαρχούν στα ΜΜΕ, ηγούμενοι μιας εξαιρετικά κρίσιμης προσπάθειας. Ωστόσο, σε μια απόπειρα αποκωδικοποίησης των ευρημάτων δεν θα μπορούσε να παραβλεφθεί και η εντυπωσιακά χαμηλή γενική εμπιστοσύνη προς τη συντηρητικότερη ίσως δομή-θεσμό του κράτους, την Εκκλησία, η οποία με τη στάση της κατά τη διάρκεια της πανδημίας ενδεχομένως να διέρρηξε περαιτέρω τις σχέσεις εμπιστοσύνης που είχε οικοδομήσει με ορισμένες κοινωνικές μερίδες, όπως υποδεικνύει η εξίσου χαμηλή αξιολόγηση της συμβολής της στη διαχείριση της τρέχουσας κρίσης.

Σημείωση: Η τελευταία στήλη του πίνακα με τίτλο «διαφορά» αναφέρεται στη διαφορά της μέσης τιμής μεταξύ των νέων ηλικίας 17 έως 34 ετών και αυτής του γενικού πληθυσμού, του οποίοι οι πρώτοι αποτελούν υποσύνολο. Ως εκ τούτου, οι πραγματικές «διαφορές» μεταξύ των νέων 17 έως 34 ετών και των υπόλοιπων ηλικιακών κατηγοριών είναι ελαφρώς μεγαλύτερες από αυτές που αναγράφονται στη συγκεκριμένη στήλη.

5.3 Η εξαιρετικά χαμηλή εμπιστοσύνη των νέων προς τους θεσμούς και η ελπιδοφόρα διαφοροποίησή τους από τον γενικό πληθυσμό

Πόσο εμπιστεύονται ωστόσο τα νεότερα ηλικιακά άτομα τους θεσμούς και προς ποιους εξ αυτών διαφέρει σημαντικά ο βαθμός εμπιστοσύνης συγκριτικά με τον αντίστοιχο που ανιχνεύεται μεταξύ του γενικού πληθυσμού; Μια πρόσφατη έρευνα (2019) που διεξήγαγε το Pew Research Center [11] κατέδειξε σημαντικές ηλικιακές διαφοροποιήσεις ως προς το βαθμό εμπιστοσύνης προς τους αμερικάνικους θεσμούς. Ενδεικτικά, ενώ για τα άτομα άνω των 50 ετών ο στρατός αποτελεί το θεσμό που απολαμβάνει τη μεγαλύτερη εμπιστοσύνη, μεταξύ όσων είναι 18 έως 29 ετών η μέση εμπιστοσύνη προς αυτόν υποχωρεί σημαντικά, κατατάσσοντάς τον μεταξύ του συγκεκριμένου ηλικιακού γκρουπ στη μέση της σχετικής κατάταξης. Παρόμοια εικόνα καταγράφεται και σε σχέση με τους θρησκευτικούς ηγέτες, όπου η μέση εμπιστοσύνη που δηλώνουν προς αυτούς οι νέοι και οι νέες είναι εξαιρετικά χαμηλότερη σε σχέση με την αντίστοιχη των μεγαλύτερων ηλικιακά ατόμων. Αντίθετα, σύμφωνα με την ίδια έρευνα, ο μόνος θεσμός που οι νέοι και οι νέες εμπιστεύονται σημαντικά περισσότερο, συγκριτικά με τους υπόλοιπους Αμερικανούς, είναι το πανεπιστήμιο.

Η εικόνα που σκιαγραφείται από την ηλικιακά συγκριτική ανάλυση των ευρημάτων της παρούσας έρευνας, σε σχέση με το βαθμό εμπιστοσύνης μεταξύ των νέων και του υπόλοιπου πληθυσμού, ομοιάζει αρκετά με αυτήν που αποκομίζει κανείς από την έρευνα του Pew Research Center: Η γενική εμπιστοσύνη των νέων ανθρώπων προς τους θεσμούς αλλά και η αξιολόγησή τους ως προς τη συμβολή τους στην διαχείριση της τρέχουσας κρίσης είναι σαφώς χαμηλότερη και αρνητικότερη, αντίστοιχα, συγκριτικά με τον γενικό πληθυσμό. Πιο συγκεκριμένα, ενώ η μέση τιμή εμπιστοσύνης προς το στρατό μεταξύ του γενικού πληθυσμού είναι 6 στα 10, μεταξύ των νέων είναι 4.4 στα 10, δηλαδή μειωμένη κατά 1.6. Αντίστοιχη διαφοροποίηση καταγράφεται και ως προς το βαθμό εμπιστοσύνης προς το θεσμό της κυβέρνησης, όπου μεταξύ του γενικού πληθυσμού η μέση τιμή είναι 4.8 και μεταξύ των νεαρότερων ατόμων υποχωρεί στο 3.5. Χαμηλότερης έντασης αλλά ίδιας κατεύθυνσης διαφοροποίηση ανιχνεύεται και ως προς το βαθμό γενικής εμπιστοσύνης προς τη Βουλή και την Εκκλησία αλλά και συνολικά στους περισσότερους θεσμούς που συμπεριλήφθηκαν στην έρευνα, είτε από τη σκοπιά της συμβολής στη διαχείριση της πανδημίας, είτε από αυτή της γενικότερης εμπιστοσύνης. Οι νέοι και οι νέες εντέλει δείχνουν να διατηρούν έναν σχετικό βαθμό εμπιστοσύνης μόνο σε δύο θεσμούς: στο πανεπιστήμιο και το σχολείο.

Εν τούτοις, ένα στοιχείο που προκύπτει και μοιάζει αρκετά υποσχόμενο για πιθανές κοινωνικοπολιτικές διεργασίες τα επόμενα χρόνια είναι ότι τα νεαρότερα άτομα παρουσιάζουν ελαφρώς αυξημένη εμπιστοσύνη σε σχέση με τον γενικό πληθυσμό ως προς τους τρεις ενδεχομένως λιγότερο εξαρτημένους από το κράτος θεσμούς: τα κοινωνικά κινήματα (+0.4), τις ΜΚΟ (+0.7) και τις συνδικαλιστικές οργανώσεις (+0.2). Φυσικά, η συγκριτική ανάλυση ενδεχομένως να έχει μηδενική ερμηνευτική αξία, εφόσον δεν ληφθεί υπόψη η απόλυτη μέση τιμή εμπιστοσύνης προς τους παραπάνω θεσμούς, η οποία για τις συνδικαλιστικές οργανώσεις και τις ΜΚΟ είναι εξαιρετικά χαμηλή, φτάνοντας το 2.9 και το 2.2, αντίστοιχα. Αντίθετα, η μέση τιμή εμπιστοσύνης των νέων προς τα κοινωνικά κινήματα είναι συγκριτικά υψηλότερη (3.9) και θα μπορούσε να είναι ακόμα υψηλότερη αν δεν συμπαρασυρόταν προς τα κάτω, λόγω της χαμηλής εμπιστοσύνης που δείχνουν στο θεσμό όσοι και όσες νέοι/ες τοποθετούν εαυτούς στα δεξιά του πολιτικού-ιδεολογικού φάσματος. Η -όχι απόλυτη, αλλά υπαρκτή, ωστόσο- πίστη των νέων στον πλέον αυτονομημένο από το κράτος θεσμό των κοινωνικών κινημάτων διατηρεί αναμφίβολα ανοιχτό, ως δυνατότητα, το ενδεχόμενο να υπάρξουν έντονες και από τα κάτω κοινωνικές διεργασίες. Φυσικά, όχι με τη σχεδόν απόλυτη βεβαιότητα που υπήρχε κατά την περίοδο λίγο πριν από το ξέσπασμα (αλλά και κατά τη διάρκεια) της προηγούμενης οικονομικής κρίσης -καθώς από τότε έχουν μεσολαβήσει υποχωρήσεις και βαριές ήττες-, αλλά σε κάθε περίπτωση ως μια ιστορικά και εμπειρικά τεκμηριωμένη πιθανή υπόθεση εργασίας.

5.4. Η σχολή του Σικάγο και η -κόντρα στις προβλέψεις- δυναμική παρουσία των -πράγματι πιο ευπροσάρμοστων και ευέλικτων σε σχέση με το παρελθόν- ιδεολογιών

Η συνολική εικόνα που αποκομίζει κανείς, εστιάζοντας στα δεδομένα που προκύπτουν σε σχέση με την εμπιστοσύνη που δείχνουν οι νέες και οι νέοι προς τους θεσμούς, είναι εξαιρετικά σύνθετη και ενδεχομένως «ξένη» προς τις μικρές ή μεγαλύτερες μέχρι πριν από λίγα χρόνια παραδοχές μας για τις αντιλήψεις τους, όπως, για παράδειγμα, μια μάλλον καταρρέουσα υπόθεση σύμφωνα με την οποία η ηλικία και ο ιδεολογικός προσανατολισμός συσχετίζονται ως μεταβλητά μεγέθη [12]. Άλλωστε, τα τελευταία χρόνια οι πολιτικοί επιστήμονες συγκλίνουν προς την άποψη ότι η σχέση μεταξύ ηλικίας και ιδεολογικού προσανατολισμού είναι πολύ πιο σύνθετη από αυτή που συχνά υπονοείται πως είναι, ότι δηλαδή με γραμμικό και όχι ιδιαίτερα σύνθετο τρόπο οι νέοι/ες τείνουν προς τον προοδευτισμό, ενώ οι μεγαλύτεροι/ες ηλικιακά προς τον συντηρητισμό: το τέλος του ψυχρού πολέμου και η συνολικότερη ήττα του σοσιαλιστικού μπλοκ κατά τα τέλη της δεκαετίας του ’90 αναπόφευκτα οδήγησε και σε υποχώρηση της έντασης μεταξύ δύο ευθέως αντιπαραθετικών μακροαφηγημάτων που συνόδευαν την οικονομική και πολιτική οργάνωση των δύο τότε κυρίαρχων πόλων, με τη νέα κατάσταση να επηρεάζει σαφώς και τις ιδεολογικές αναφορές των νεότερων γενεών εντός του ελληνικού κοινωνικού σχηματισμού.

Η μεγάλη, λιγότερο εστιασμένη, εικόνα που απεικονίζουν τα ευρήματα της έρευνας είναι μια σχετικά εχθρική στάση των νέων προς την πλειοψηφία των θεσμών. Ενδεικτικό τούτου, ότι μεταξύ των θεσμών προς τους οποίους ανιχνεύεται η υψηλότερη εμπιστοσύνη απουσιάζουν όλοι εκείνοι η λειτουργία των οποίων έχει τα τελευταία χρόνια ταυτιστεί σε ορισμένο βαθμό με τη δράση των πολιτικών ελίτ. Πολιτικά κόμματα, Βουλή, κυβέρνηση και τοπική αυτοδιοίκηση. Αντίθετα, στις πρώτες θέσεις της σχετικής λίστας μπορεί κανείς να βρει θεσμούς που είτε αποτελούν πεδία απέναντι στα οποία έχει κυριαρχήσει μια γενικευμένη αίσθηση ότι δεν προσφέρονται για εντάσεις, καθώς στον πυρήνα τους είναι πολιτικά ουδέτερα (στρατός, σχολεία, πανεπιστήμια), είτε άλλα, τα οποία, σύμφωνα με το υπόδειγμα του νεοφιλελευθερισμού, αποτελούν πεδία που μπορούν εν δυνάμει να πραγματώσουν τα ατομικά οράματα οικονομικής ανέλιξης και καταξίωσης, δηλαδή τις επιχειρήσεις.

Γενικά, σύμφωνα και με την άποψη του γράφοντα, οι πολιτικές ιδεολογίες αποτελούν «σχετικά συνεκτικά, συστηματικά σύνολα πολιτικών ιδεών που προτείνουν τη διατήρηση, τη μερική αλλαγή ή την ολοκληρωτική ανατροπή της υφιστάμενης τάξης πραγμάτων, καθώς και των αρχών και των αξιών της, μέσω κάποιου τύπου συλλογικής δράσης, τα οποία γίνονται αντικείμενο χαλαρότερης ή πιο συμπαγούς συλλογικής πίστης»[13]. Και αν, με βάση τις πιο πρόσφατες θεωρητικές επεξεργασίες και τα εμπειρικά δεδομένα που προκύπτουν, μπορούμε πράγματι να υποστηρίζουμε ότι οι κλασικές ιδεολογίες έχουν εμπλουτιστεί ή/και κατακερματιστεί και εντέλει αναπροσαρμοστεί, μπορούμε παράλληλα να υποστηρίζουμε ότι  διαψεύστηκε απόλυτα η πρόβλεψη περί τέλους των ιδεολογιών και της ιστορίας, η οποία εκφράστηκε από τις εργασίες του Fukuyama κατά τα τέλη της δεκαετίας του ’80 και τις αρχές της επόμενης: oι ιδεολογίες εξακολουθούν να είναι παρούσες, δυναμικές αλλά και πράγματι περισσότερο ευπροσάρμοστες και ευέλικτες απ’ ό,τι στο παρελθόν [14], ακόμη και αν αυτό συμβαίνει ανεπίγνωστα, δηλαδή χωρίς την επαλήθευσή τους από νέες θεωρητικές επεξεργασίες ή αναλύσεις εμπειρικών δεδομένων. Μάλιστα, η -μάλλον αλαζονική- θέση που πιο ανάγλυφα διατύπωσε ο σημαντικός στοχαστής της πολιτικής επιστήμης Fukuyama[15], υποστηρίζοντας ότι επιτεύχθηκε ο οριστικός θρίαμβος της καπιταλιστικής, φιλελεύθερης δημοκρατίας, αποτελεί και την απόδειξη τούτου, αφού σαφώς πρόκειται περί θέσης η οποία δεν είναι καθόλου αξιολογικά ουδέτερη, καθώς συνοδεύεται από μια πίστη στην κατά τον ίδιο (και άλλους επιστήμονες του ίδιου ιδεολογικού ρεύματος) συντριπτική υπεροχή μιας πολύ συγκεκριμένης ιδεολογίας: του πραγματιστικού νεοφιλελευθερισμού της Σχολής του Σικάγο των δέκα Νόμπελ οικονομικών επιστημών μέσα σε δεκαοκτώ χρόνια (1990 – 2017), που φυσικά δεν μπορεί να ιδωθεί χωριστά από τα πολιτικά γεγονότα της τελευταίας 20ετίας.

5.5 Αντί επιλόγου: Ο αντικρατισμός των νέων ως κρίσιμο διακύβευμα για την πορεία της «χωλαίνουσας» δημοκρατίας

Επανερχόμενος κανείς στα εμπειρικά δεδομένα της παρούσας έρευνας, μπορεί να διαπιστώσει ότι, σε σύγκριση με παλαιότερες σχετικές μετρήσεις[16], ο βαθμός εμπιστοσύνης των νέων προς τις δημόσιες υπηρεσίες έχει αυξηθεί σημαντικά, διαπίστωση η οποία, σε συνδυασμό με τη σχετικά υψηλή αξιολόγηση της συμβολής του συστήματος υγείας στη διαχείριση της κρίσης από τη μεριά των νεότερων ηλικιακά ατόμων (6.9), φανερώνει πως οι στάσεις των τελευταίων απέναντι σε ορισμένες κρατικές δομές δεν είναι πάντοτε και με στατικό τρόπο εχθρικές: εντός των διαφόρων πεδίων διεξάγεται πάλη και δημιουργούνται υποκειμενικές ή αντικειμενικές δυνατότητες ανάδειξης των αντιφάσεων αυτών των δομών. Αρκεί κανείς να επαναφέρει στη μνήμη του μια προηγούμενη περίοδο και να συγκρίνει με τις τρέχουσες αντιλήψεις το βαθμό νομιμοποίησης της ιδέας περί υπεράριθμου όγκου δημοσίων υπάλληλων ή αυτής σύμφωνα με την οποία το σύστημα υγείας της χώρας είναι ένα περιφερόμενο και ακριβοπληρωμένο ζόμπι που θα πρέπει επιτέλους να θανατωθεί.

Μοιάζει, λοιπόν, πως η τρέχουσα κρίση -όπως και κάθε άλλη κρίση  του συστήματος των σύγχρονων θεσμών- μπορεί πάντοτε να κυοφορήσει ευκαιρίες για μετασχηματισμούς των ιδεολογικών αφηγημάτων αλλά και των συσχετισμών σε αυτό το πεδίο. Αφηγήματα κατακερματισμένα, ευέλικτα, μεταβαλλόμενα, αλλά πάντως συγκεκριμένες ανεπίγνωστες κατασκευές της νέας γενιάς, η οποία μεταξύ της συλλογικής οργάνωσης και δράσης, από τη μια, και του ατομικού δρόμου επιβίωσης, από την άλλη, επιλέγει πράγματι πιο εύκολα τον δεύτερο. Είναι οι ίδιοι νέοι και οι νέες, ωστόσο, που με ιδιαίτερη ένταση πιστεύουν πως η φορολογία δεν πρέπει να αυξηθεί για την αμυντική ενίσχυση της χώρας, που δεν εμπιστεύονται ακραία συντηρητικούς θεσμούς όπως η Εκκλησία ή αντιλαμβάνονται τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης, κυρίαρχα, ως εργαλείο παραπληροφόρησης και προπαγάνδας, προς το οποίο κανείς οφείλει να δείχνει μηδενική εμπιστοσύνη.

Οι σημερινές νέες/οι πράγματι εμπιστεύονται το κράτος λιγότερο από κάθε άλλη γενιά, όχι μόνο ωστόσο ως αποτύπωμα της εντυπωσιακής επικράτησης του φιλελευθερισμού, αλλά και ως αποτύπωμα της μηδενικής αξιοπιστίας την οποία πιστεύουν ότι διαθέτει το πολιτικό σύστημα, εξέλιξη στην οποία φυσικά συνέβαλαν καθοριστικά και γεγονότα όπως η διαχείριση του αποτελέσματος του δημοψηφίσματος του 2015 και η συνολικότερη ήττα  των αντινεοφιλελεύθερων ιδεών την αμέσως επόμενη περίοδο. Η νέα γενιά της εποχής μας, που δείχνει να μην επιθυμεί ενίσχυση του κοινωνικού κράτους – όχι γιατί έχει πειστεί ιδεολογικά για την αναγκαιότητα περιορισμού του, αλλά γιατί εκτιμάει ότι οι πολιτικές ελίτ είναι εντελώς αφερέγγυες να το θεμελιώσουν και να το εμβαθύνουν. Οι νέοι και οι νέες μοιάζει εντέλει να είναι «αντικρατιστές» απέναντι σε οποιαδήποτε δομή εκτιμούν ότι, για να λειτουργήσει με τρόπο κοινωνικά δίκαιο, απαιτεί τη διαμεσολάβηση έντιμου/αδιάφθορου πολιτικού προσωπικού.

Εν κατακλείδι, οποιαδήποτε θεωρητικά εργαλεία που αφορούν στην εμπιστοσύνη των θεσμών κι αν χρησιμοποιήσει κανείς (μαρξιστικές προσεγγίσεις, Bourdieu ή Putnam) για την ερμηνεία των παραπάνω δεδομένων, θα διαπιστώσει ότι η συνολικότερη εμπιστοσύνη στη δημοκρατία χωλαίνει, με τη νεότερη εκ των πολιτικά ενεργών γενεών να σκιαγραφείται ως η πλέον καχύποπτη απέναντι στους θεσμούς της. Αυτή την εξέλιξη την αντιλαμβάνεται κανείς είτε ως παράθυρο σημαντικής ευκαιρίας για ανάδειξη εγγενών αντιθέσεων του τυπικού και άτυπου συστήματος θεσμών της αστικής δημοκρατίας, είτε ως μήνυμα μειωμένης ανταποκρισιμότητας της δημοκρατικής διακυβέρνησης και συνολικής αποευθυγράμμισης του πολιτικού προσωπικού από όσους και όσες ευαγγελίζεται ότι εκπροσωπεί.

 

[1] North, D. C., “Institutions”, Journal of Economic Perspectives, 5(1), 1991, pp. 97-112.

[2] Campbell, J., Hollingsworth, R. & L. Lindberg, Governance of the American economy, Cambridge: Cambridge University Press, 1991.

[3] Τσακατίκα, Μ., «Η αχίλλειος πτέρνα των νεο-θεσμικών προσεγγίσεων: πώς αλλάζουν οι πολιτικοί θεσμοί», Επιστήμη και Κοινωνία: Επιθεώρηση Πολιτικής και Ηθικής Θεωρίας, 13, 204, σσ. 135-166.

[4] Ενδεικτικά, ο Lenin στην μπροσούρα «Τι να κάνουμε» υποστηρίζει ότι το επαναστατικό κόμμα οφείλει να παρεμβαίνει σε όλους τους αστικούς θεσμούς, μοιάζοντας να μην πιστεύει ότι το κράτος αποτελεί κάποιου τύπου «μονολιθική δομή», άποψη την οποία εκφράζει ωστόσο με μεγαλύτερη σαφήνεια και βεβαιότητα ο Πουλαντζάς. Όχι ωστόσο, μέσω της κλασσικής σοσιαλδημοκρατικής μεταρρυθμιστικής αντίληψης του Eduard Bernstein αλλά αντίθετα μια άλλης, σύμφωνα με την οποία ο αγώνας δεν μπορεί να αποσκοπεί να κυριεύσει έναν προς έναν τους θεσμούς του κράτους, αλλά αντίθετα θα πρέπει να αφορά στην επίρρωση των αντιφάσεων τους και στην βαθύτατη αλλαγή του κράτους με παράλληλο αγώνα έξω από αυτό, μέσω της δημιουργίας λαϊκών και από τα κάτω συλλογικών δομών (βλ. «Το κράτος και η μετάβαση στο σοσιαλισμό. Συζήτηση του Νίκου Πουλαντζά με τον Henri Weber», Θέσεις, τχ. 27, 1989, διαθέσιμο στο:  http://www.theseis.com/index.php?option=com_content&task=view&id=252&Itemid=29. (Προσπελάστηκε 09.09.2020).

[5] Muller, P., & Surel, Y., Η ανάλυση των πολιτικών του κράτους, μτφρ. Δ. Παπαδοπούλου, Μ. Ψύλλα. Αθήνα: Τυπωθήτω, 2002.

[6] Μια σύντομη αλλά κατατοπιστική σύνοψη της σχετικής συζήτησης επιχείρησαν η Χριστίνα Βαρουξή και ο Νίκος Σαρρής στο άρθρο τους με τίτλο «Εμπιστοσύνη στους θεσμούς», στο οποίο επισκοπούνται τα ευρήματα του 4ου γύρου της Ευρωπαϊκής Κοινωνικής Έρευνας στην Ελλάδα που διεξήχθη το 2008 σε σχέση με τον βαθμό εμπιστοσύνης των πολιτών προς τους θεσμούς.

[7] Mishler, W., & R. Rose, “What are the origins of political trust? Testing institutional and cultural theories in post-communist societies”, Comparative Political Studies, 34(1), 2001, pp. 30-62.

[8] Putnam, R., “The prosperous community: Social capital and public life”, The American Prospect, 13, 1993, pp. 35-42.

[9] Bourdieu, P., “Social space and symbolic power”, Sociological Theory, 7(1), 1989, pp. 14-25.

[10] Mueller, J., “Presidential Popularity from Truman to Johnson”, American Political Science Review, 64(1), 1970, pp. 18-34.

[11] Για την πρόσβαση στο σύνολο των δεδομένων της συγκεκριμένης έρευνας, καθώς και την οπτικοποίηση των ευρημάτων της βλ. https://www.pewresearch.org/fact-tank/2019/08/06/young-americans-are-less-trusting-of-other-people-and-key-institutions-than-their-elders/. (Προσπελάστηκε 09.09.2020)

[12] Η συγκεκριμένη συσχέτιση είχε εισαχθεί, ως ιδέα, ήδη από την εποχή της βασιλείας του Λουδοβίκου ΙΣΤ’ (1774 – 1792) και τον François Guizot, ο οποίος υποστήριξε ότι το να μην είναι κάποιος συντηρητικός στα 20 του χρόνια αποτελεί απόδειξη ότι «διαθέτει καρδιά», ενώ το να είναι συντηρητικός στα 30 αποτελεί απόδειξη ότι έχει πλέον καλλιεργήσει ορθολογικό τρόπο σκέψης.

[13] Βανδώρος, Σ., Εισαγωγή στις πολιτικές ιδεολογίες, [ηλεκτρ. βιβλ.] Αθήνα: Σύνδεσμος Ελληνικών Ακαδημαϊκών Βιβλιοθηκών, 2015, διαθέσιμο στο: http://hdl.handle.net/11419/4733. (Προσπελάστηκε 09.09.2020)

[14] Βλ. εξαιρετικά ενδεικτικά τις εργασίες πάνω στους μετασχηματισμούς των διαστάσεων του πολιτικο-ιδεολογικού χώρου στο Kriesi, H., Grande, E., Lachat, R., Dolezal, M., Bornschier, S., & Τ. Frey, West European Politics in the Age of Globalization, Cambridge: Cambridge University Press, 2008.

[15] Fukuyama, F., Το τέλος της ιστορίας και ο τελευταίος άνθρωπος, (Α. Φακατσέλης, Μτφρ.) Αθήνα: Α.Α.Λιβάνη, 1993.

[16] To σύνολο των ευρημάτων της έρευνας που διεξήγαγε η εταιρία ερευνών Prorata σε συνεργασία με το Ινστιτούτο Εναλλακτικών Πολιτικών ΕΝΑ το 2017 είναι διαθέσιμα εδώ (Προσπελάστηκε 09.09.2020).