Ανάλυση του Αντώνη Γαλανόπουλου, Υποψήφιου διδάκτορα, Τμήμα Πολιτικών Επιστημών ΑΠΘ – Το κείμενο περιλαμβάνεται στην έκδοση «Ας μιλήσουμε για τα ΜΜΕ #3» που δημοσιεύει η ομάδα Media Jokers σε συνεργασία με το ΕΝΑ →

Στις 3 Νοεμβρίου έλαβαν χώρα οι κρίσιμες προεδρικές εκλογές στις ΗΠΑ που κατέληξαν στη νίκη του Joe Biden. Όπως είναι γνωστό, το αποτέλεσμα άργησε να επισημοποιηθεί λόγω του μεγάλου αριθμού των επιστολικών ψήφων και των διαφορετικών προβλέψεων της εκλογικής νομοθεσίας ανά πολιτεία για την καταμέτρησή τους, ενώ ακόμα ο απερχόμενος Πρόεδρος Trump αμφισβητεί την εγκυρότητα του αποτελέσματος.

Οι προεδρικές εκλογές στις ΗΠΑ έλκουν εύλογα το ενδιαφέρον του πλανήτη. Μια από τις πτυχές των εκλογών αυτών που συγκέντρωσαν την προσοχή ερευνητών, ακαδημαϊκών και δημοσιογράφων ήταν η λαϊκιστική διάσταση. Ο λαϊκισμός έχει μακρά ιστορία στις ΗΠΑ, καθώς εκεί αναδύθηκε ένα από τα κλασικά λαϊκιστικά παραδείγματα στα τέλη του 19ου αιώνα: το Λαϊκό Κόμμα (People’s Party). Ήταν μια από τις ελάχιστες περιπτώσεις στην ιστορία που ο ίδιος ο πολιτικός φορέας υιοθετούσε για τον εαυτό του τον χαρακτηρισμό «λαϊκιστής». Τα τελευταία χρόνια είδαμε τον λαϊκισμό να συνδέεται στις ΗΠΑ με κινήματα και πολιτικούς, τόσο της Αριστεράς (Occupy Wall Street, Bernie Sanders), όσο και της Δεξιάς (Tea Party). Το 2016 η εκλογή του Donald Trump θεωρήθηκε από αναλυτές και θεωρητικούς ως επιτομή του λαϊκισμού.

Ως εκ τούτου, οι πρόσφατες εκλογές αντιμετωπίστηκαν για πολλούς ως ένα καθολικό δημοψήφισμα για το μέλλον του λαϊκισμού. Εάν νικούσε ξανά ο Trump, o λαϊκισμός θα αποδεικνυόταν παντοδύναμος. Εάν έχανε, ο αντιλαϊκισμός θα είχε πετύχει μια καίρια νίκη. Για άλλους, όμως, αρκούσε η εκλογική ανθεκτικότητα του Trump για να χαρακτηρίσουν τον λαϊκισμό ανίκητο (Serhan, 05/11/2020).

Το παρόν σύντομο σημείωμα θα εστιάσει στο πώς προσέγγισε το θέμα των εκλογών ο ελληνικός Τύπος. Υιοθετήθηκε άραγε και στη χώρα μας η σκοπιά του λαϊκισμού ως μια από τις κεντρικές για την κατανόηση του διακυβεύματος των εκλογών;

Η Ναυτεμπορική σε ένα άρθρο πριν τις εκλογές αναρωτιόταν αν «θα πληγεί ο λαϊκισμός από μία ενδεχόμενη ήττα του Τραμπ;» (Ναυτεμπορική, 14/10/2020). Ο συγγραφέας Πέτρος Τατσόπουλος σε ένα άρθρο του χαρακτηρίζει ως πύρρειο τη νίκη Biden και κλείνει εστιάζοντας στον λαϊκισμό του Trump: «Εξυπακούεται ότι ο Ντόναλντ Τραμπ δεν ανακάλυψε τον λαϊκισμό, αλλά τον καλλιέργησε και τον αναβάθμισε σε νέα επίπεδα συλλογικής αποβλάκωσης κι εξαχρείωσης» (08/11/2020). Ένας από τους βασικούς αρθρογράφους της Καθημερινής, ο Πάσχος Μανδραβέλης, κινείται σε ίδιο μήκος κύματος, κλείνοντας το κείμενό του την επόμενη ημέρα των εκλογών με τον ακόλουθο τρόπο: «Ο λαϊκισμός του Τραμπ είναι χειρότερος απ’ όλους που γνωρίσαμε στα ευνομούμενα κράτη. Τα τραύματα στην Αμερικανική Δημοκρατία συσσωρεύονται και γίνονται όλο πιο βαθιά κι αυτό είναι κακό νέο για τις Δημοκρατίες όλου του κόσμου» (04/11/2020).

Υπάρχουν πολλά άλλα παρόμοια παραδείγματα που δείχνουν πως και στον ελληνικό Τύπο συναντούμε μια ερμηνεία των εκλογών που περιστρέφεται γύρω από τον λαϊκισμό του Trump και το μέλλον του λαϊκισμού μετά τις εκλογές. Το ενδιαφέρον στοιχείο, όμως, είναι πως εντοπίστηκε και μια άλλη γραμμή ανάλυσης που συνδυάζει την προηγούμενη ερμηνεία με το ελληνικό πολιτικό πλαίσιο. Αυτό το είδος επιχειρηματολογίας εντοπίζεται στα άρθρα του μελετητή του λαϊκισμού, Τάκη Παππά στην εφημερίδα Καθημερινή. Ήδη από τον Απρίλιο έθετε σε άρθρο του το ερώτημα «Με ποιον τρόπο μπορεί να ηττηθεί ο λαϊκιστής πρόεδρος της Αμερικής;» (26/04/2020). Στο άρθρο του περιγράφει πως η ήττα των λαϊκιστών προϋποθέτει «τη διαμόρφωση μιας πλειοψηφικής βάσης στην κοινωνία που απαιτεί την απόρριψη του λαϊκιστικού μοντέλου διακυβέρνησης και την επιστροφή σε μια μορφή θεσμικά ισχυρής φιλελεύθερης δημοκρατίας. Στην αρχή μιας τέτοιας διαδικασίας πάντοτε υπάρχει ένας αντι-λαϊκιστής ηγέτης που κατορθώνει να πετύχει αρκετούς πολιτικούς άθλους». Πού είδαμε αυτό το μοντέλο να δουλεύει; Μα στην Ελλάδα, φυσικά. Το άρθρο κλείνει με τη φράση: «Στο κάτω κάτω, αυτό που συνέβη στην Ελλάδα γιατί να μην επαναληφθεί στην Αμερική;».

Σε άλλο άρθρο του, επιχειρούσε να κάνει πιο σαφή τη σύνδεση Trump και Τσίπρα. Εκεί ισχυρίζεται ότι οι λαϊκιστές στρέφονται κατά «του συνόλου σχεδόν της φιλελεύθερης πολιτικής τάξης» και παραμένουν στην εξουσία, μόνο όταν καταφέρνουν να αντικαταστήσουν τους παλιούς θεσμούς με νέους (31/05/2020). Το συμπέρασμα είναι πως όταν αποτυγχάνουν να αντικαταστήσουν τους θεσμούς, όπως συνέβη στην Ελλάδα, τότε ηττώνται εκλογικά. Στο ζήτημα του λαϊκισμού, ο οποίος υποστηρίζει πως τείνει ιστορικά να κερδίζει τουλάχιστον μια δεύτερη εκλογική μάχη, επιστρέφει ξανά σε άρθρο του δέκα ημέρες πριν από τις εκλογές (25/10/2020).

Ενώ οι Financial Times ανακήρυσσαν τον Donald Trump ηγέτη των λαϊκιστών όλου του κόσμου  (Rachman, 09/11/2020), παραγνωρίζοντας τις διαφορετικές εκφάνσεις του λαϊκισμού (αριστερού-δεξιού, αποκλειστικού-συμπεριληπτικού), ο Τάκης Παππάς επιχειρηματολογεί πως ο Κυριάκος Μητσοτάκης και η νίκη της Νέας Δημοκρατίας το 2019 θα μπορούσε να είναι το πρότυπο της αντιλαϊκιστικής νίκης για όλες τις άλλες χώρες που απειλούνται από τον λαϊκισμό. Δυστυχώς, δεν υπάρχει εδώ ο χώρος για να μπούμε σε λεπτομέρειες σχετικά με τον ορισμό του λαϊκισμού που προωθεί ο Παππάς ή για να συζητήσουμε εκτενώς τη σχέση του λαϊκισμού με τους φιλελεύθερους θεσμούς. Μπορούμε, όμως, να κάνουμε ορισμένες παρατηρήσεις για αυτό το συγκεκριμένο είδος λόγου.

Αρχικά, διακρίνουμε ότι ο ελληνικός Τύπος ακολούθησε τη διεθνή τάση και ενσωμάτωσε ως βασική διάσταση στην κάλυψη των αμερικανικών προεδρικών εκλογών τη θεματική του λαϊκισμού. Ο όρος χρησιμοποιείται αδιάκριτα και αδιαφοροποίητα. Οι διαφορετικές εκδοχές του φαινομένου εξαφανίζονται, οι διαφορές μεταξύ αριστερού-δεξιού, αυταρχικού-προοδευτικού λαϊκισμού καταρρέουν. Στη βάση των παραπάνω, ο λαϊκισμός καταλήγει να ορίζεται από τα χειρότερα γνωρίσματα της πιο ακραία αυταρχικής και συντηρητικής εκδοχής του και να επιστρέφει στη δημόσια σφαίρα κουβαλώντας αυτά τα χαρακτηριστικά ακόμα κι όταν αναφέρεται σε εντελώς διαφορετικά φαινόμενα.

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η ελληνοκεντρική προσέγγιση, σύμφωνα με την οποία η Ελλάδα μπορεί να αποτελέσει χώρα εξαγωγής ενός μοντέλου, εμπνευσμένου από την Νέα Δημοκρατία του Κυριάκου Μητσοτάκη, για την αντιλαϊκιστική νίκη σε διεθνές επίπεδο. Πέρα από το πώς κανείς εκτιμά πολιτικά αυτό το επιχείρημα, ανακύπτει και μια σειρά από θεωρητικά ζητήματα που μόνο ακροθιγώς μπορούμε να θίξουμε εδώ, καθώς η σε βάθος πραγμάτευσή τους ξεφεύγει από τους στόχους του παρόντος κειμένου.

Ο λαϊκισμός δεν έχει έναν συγκεκριμένο και καθολικό οδικό χάρτη για τη διακυβέρνηση μιας χώρας ούτε αποτελεί κάποιου είδους καθεστώς με συγκεκριμένα χαρακτηριστικά. Κάθε λαϊκιστική κινητοποίηση επηρεάζεται από την ιδεολογική τοποθέτηση του υποκειμένου που την πυροδοτεί, από τον αντίπαλο απέναντι στον οποίο τίθεται και από το κοινωνικο-πολιτικό πλαίσιο εντός του οποίου αναπτύσσεται. Αυτό σημαίνει πως, όχι μόνο ο αριστερός λαϊκισμός διαφέρει από τον δεξιό, αλλά και πως κάθε αριστερός λαϊκισμός δεν είναι ολόιδιος με κάποιον άλλο: έχει διαφορετικές παραδόσεις πάνω στις οποίες στηρίζεται και έχει διαφορετικές δυνατότητες και περιορισμούς. Κατ’ αναλογία, δεν θα μπορούσαμε εύκολα να ισχυριστούμε πως υπάρχει ένα αντιλαϊκιστικό πολιτικό εγχειρίδιο που μπορεί κανείς να αντιγράφει για να κατατροπώνει κάθε λαϊκισμό.

Συμπερασματικά, μπορεί οι λαϊκισμοί διεθνώς να μην κινδυνεύουν από το «μοντέλο Μητσοτάκη», η μελέτη, όμως, του λαϊκισμού αλλά και η πολιτική ανάλυση γενικότερα κινδυνεύει ενίοτε από τoν λανθάνοντα αντιλαϊκισμό, που σύμφωνα με τον Benjamin Moffitt αποτελεί και την default («εξ ορισμού») θέση του ακαδημαϊκού κόσμου.