Ανάλυση του Κώστα Γαρδούνη, Διδάκτορα Κοινωνικής Ψυχολογίας, Αυτόνομο Πανεπιστήμιο Βαρκελώνης – Το κείμενο περιλαμβάνεται στο ειδικό τεύχος «ΜΜΕ & κορονοϊός» που δημοσιεύει η ομάδα Media Jokers σε συνεργασία με το ΕΝΑ →

Στην πολιτική, όπως και στη ζωή, διεξάγεται ακατάπαυστα ένας αγώνας νοήματος. Το ίδιο γεγονός μπορεί να οδηγεί σε διαφορετικές εννοήσεις, ανάλογα με τις αξίες, τις αντιλήψεις εκείνου που το προσλαμβάνει και έτσι να ανοίγει διαφορετικές δυνατότητες δράσης. Η ζωή επηρεάζεται από τα νοήματα που την ερμηνεύουν και τη δραστηριότητα που ξεπηδάει από αυτά.

Ο αγώνας για το νόημα, λοιπόν, είναι και πολιτικός αγώνας. Χάρη στα κείμενα ενός ιταλού πολιτικού κρατούμενου του περασμένου αιώνα, μπορούμε να πούμε ότι όποιος επικρατεί στην πάλη των ιδεών, των ηθών, των υπονοούμενων παραδοχών, της γλώσσας, μπορεί να κυριαρχήσει στον αγώνα για την κοινωνική κατανομή της ισχύος. Για να κατακτήσεις και διατηρήσεις την ηγεμονία, αυτή του αφηγήματος και μετά την πολιτική, ιδιαίτερη σημασία έχουν οι στιγμές κρίσης.

Η πανδημία του COVID-19 είναι μια τέτοια στιγμή. Κανείς δεν περίμενε, μέχρι την εκδήλωσή της, να κινδυνέψει να αρρωστήσει σοβαρά ή να πεθάνει από μια επιδημική ασθένεια τέτοιου είδους, δηλαδή από κάτι που μεταδίδεται από μια χειραψία, μια αγκαλιά ή μια επίσκεψη στο σουπερμάρκετ. Αν η τελετή ταφής των νεκρών θεωρείται ένα γεγονός που σηματοδοτεί τις απαρχές του πολιτισμού, η ακύρωσή της εξαιτίας ενός εξωτερικού γεγονότος αφήνει μια μεγάλη ρωγμή σε όλο το συμβολικό σύστημα που διέπει τη ζωή σήμερα. Αν φτάνουμε στο σημείο νεκροί, στην ουσία, να μην κηδεύονται και οι ηλικιωμένοι να πεθαίνουν μαζικά στα γηροκομεία μόνοι, όπως έγινε στην Ισπανία και την Ιταλία, τότε μπορεί έχουμε να κάνουμε με μια κατάπτωση προς τον αγώνα για τη στυγνή επιβίωση ή τη γυμνή ζωή, όπως θα έγραφε ο Αγκάμπεν.

Όπως σε κάθε εκδήλωση μιας πραγματικότητας που υπενθυμίζει το πόσο ριζικά ευάλωτος είναι ο καθένας, η πάλη για το νόημα, η προσπάθεια να βάλεις σε λέξεις αυτό που συμβαίνει, είναι θεμελιακή για το πώς θα συνεχιστεί η ζωή. Σε συλλογικό επίπεδο, το είδος του αφηγήματος που θα κυριαρχήσει μπορεί να καθορίσει και τον συσχετισμό δυνάμεων στο κοινωνικό πεδίο. Θα καθορίσει τι είδους ζωή θα έχουμε μετά ή με τη πανδημία, πώς θα καλυφθούν οι υλικές και συναισθηματικές ανάγκες, πώς θα συγκροτηθούν ήθη και συμπεριφορές σε δημόσιο και ιδιωτικό χώρο. Μιλάμε ίσως για την αυγή μιας νέας εποχής.

Τα διαφορετικά αφηγήματα της «έκτακτης ανάγκης»

Θα μιλήσουμε για την Ισπανία -όπου στην εξουσία αυτή τη στιγμή βρίσκεται ένας κεντροαριστερός συνασπισμός- και για τα διαφορετικά αφηγήματα που διαμορφώνονται στον πολιτικό λόγο από κόμματα και ΜΜΕ, κατά τη διάρκεια της κρίσης υγείας. Με την έναρξη της πανδημίας, επιβλήθηκε μια de facto κατάσταση εκτάκτου ανάγκης σε πολλές χώρες. Ονομάστηκε με πολλούς διαφορετικούς τρόπους, αλλά μπορούμε να θεωρήσουμε ότι στην πράξη ήταν μια κατάσταση εκτάκτου ανάγκης στον βαθμό που αναστέλλονταν βασικές πολιτικές ελευθερίες. Στην Ισπανία, το κράτος μπορούσε επίσης να καθορίσει την παραγωγή διαφόρων επιχειρήσεων του ιδιωτικού τομέα και να φτάσει έως και σε επιτάξεις επιχειρήσεων υγείας. Δεν έγιναν πολύ σαφή στους πολίτες τα όρια και οι όροι αυτής της παρέμβασης, αν δηλαδή επρόκειτο για επίταξη ή νοίκιασμα με το αζημίωτο, πάντως στη δημόσια συζήτηση εμφανίστηκε σαν δυνατότητα επίδειξης κρατικής πυγμής για το κοινό καλό. Ταυτόχρονα, αποφασίστηκε η θέσπιση κάποιου είδους ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος, γενικότερα μέτρα που όταν δηλώνονταν είχαν έναν αέρα ριζοσπαστικού κεϋνσιανισμού. Η πολεμική δεν άργησε να διαφανεί.

Μια ευρωβουλευτής του κόμματος Unidas Podemos, έγραψε ένα άρθρο -που εμφανίστηκε και σε πολλά άλλα κείμενα- με τίτλο: «Todo el Poder para el Público» [Όλη η εξουσία στο Δημόσιο] (Sira Rego, 20/3, https://www.elsaltodiario.com/tribuna/coronavirus-todo-el-poder-publico), προσπαθώντας να δημιουργήσει ίσως κάποιο συνειρμό με εποχές κοινωνικού και πολιτικού ριζοσπαστισμού (όλη η εξουσία στους εργάτες, στα σοβιέτ). Η γράφουσα βλέπει την ευκαιρία για μια ανάσταση του κράτους πρόνοιας, για τη γενικότερη ακύρωση της νεοφιλελεύθερης ιδεολογίας.

Στέλεχος του PSOE έγραφε σε άρθρο με τίτλο «En defensa de lo publico» [Για την υπεράσπιση του δημοσίου]: «Tο καταλάβαμε στη βιομηχανική επανάσταση. Ο Ρούσβελτ το κατάλαβε αυτό με το New Deal μετά τη Μεγάλη Ύφεση. Το καταλάβαμε όταν σφυρηλατήσαμε το μεγάλο σύμφωνο που προέκυψε μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, το οποίο επισημοποίησε τους κανόνες του παιχνιδιού για ειρηνική συνύπαρξη για περισσότερο από μισό αιώνα. Το καταλάβαμε όταν οικοδομήσαμε το κράτος πρόνοιας και το καταλαβαίνουμε τώρα, δηλαδή όταν είναι απαραίτητο να το υπερασπιστούμε με περισσότερη δύναμη από ποτέ» (Santos Cerda, 10/04, https://www.nuevatribuna.es/articulo/actualidad/en-defensa-de-lo-publico/20200410184125173372.html?__twitter_impression=true ).

Μια υπεράσπιση της ανάγκης αλλαγής παραδείγματος. Η αποτελεσματικότητα και οι πολιτικές στήριξης της εργασίας συνδέονται και χάρη στην επιδημία γίνονται συνώνυμο της επιβίωσης της κοινωνίας, τώρα όπως και τότε. Απέναντι στον ιδεολογικό φονταμενταλισμό της ελεύθερης αγοράς, κάποιοι θεωρούν ότι η ιστορία έχει κάνει τον κύκλο της και ο κεϋνσιανισμός πρέπει και μπορεί να σώσει τον κόσμο και μετά από αυτή την καταστροφή.

Βέβαια, η οξύτητα υπέρ των κοινωνικών πολιτικών εναλλάσσεται με εκκλήσεις ενότητας για να αντιμετωπιστεί το πρόβλημα. O πρωθυπουργός Σάντσεθ ζητούσε, στη συνεδρίαση ενός άδειου, λόγω COVID-19 κοινοβουλίου (13/05), «ενότητα ανάμεσα στη δεξιά και την αριστερά, για σωθούν ζωές και θέσεις εργασίας» (Εl País, 13/05).

Δεδομένων των αδιανόητα μεγάλων ανθρώπινων απωλειών, η κεντροαριστερή κυβέρνηση βρίσκεται κάθε μέρα στο έλεος κριτικών για ανικανότητα. Οι κριτικές κυκλοφορούν όχι μόνο στα ΜΜΕ, αλλά ιδιαίτερα στα κοινωνικά δίκτυα, με γιατρούς και νοσοκόμους/ε να καταγγέλλουν την ασχετοσύνη και βραδύτητα των πολιτικών. Γι’ αυτό και οι αναφορές στην ανάγκη ενίσχυσης των κεϋνσιανικών πολιτικών από την κυβέρνηση και τους υποστηρικτές της εναλλάσσονται με τις realpolitik ανάγκες επιβίωσης απέναντι στις κριτικές. Η γραμμή, ωστόσο, της δεξιάς αντιπολίτευσης δεν είναι η συναίνεση. Κάθε μέρα, οι τόνοι της πολεμικής ανεβαίνουν, φτάνοντας πλέον μέχρι και τη διοργάνωση διαδηλώσεων. Γιατί ο μεγάλος κίνδυνος για την ισπανική μεταφρανκική συντηρητική παράταξη είναι η καταστροφή να ανοίξει το παράθυρο για τον… κομμουνισμό. Ο ηγέτης του Λαϊκού Κόμματος, Πάμπλο Κασάδο, δήλωσε στο κοινοβούλιο, σύμφωνα με δημοσίευμα της El Pais (13/05), ότι «ο πρωθυπουργός ζητάει Σχέδιο Μάρσαλ για την ανοικοδόμηση της χώρας, όταν αυτό το σχέδιο στην εποχή του αποφασίστηκε για να καταπολεμηθεί ο κομμουνισμός. Τώρα ο αντιπρόεδρος της κυβέρνησης Πάμπλο Ιγκλέσιας, ηγέτης του Podemos, θέλει αυτό το σχέδιο για να χρηματοδοτήσει αυτή ακριβώς την ιδεολογία». Με άλλα λόγια, η κυβέρνηση δεν κατακρίνεται επειδή απλά θέλει να αυξήσει τα δημόσια έξοδα ή το έλλειμμα, αλλά κατευθείαν για σχέδιο κομμουνιστικής αλλαγής.

Στο ίδιο μήκος κύματος, σε άλλη συνέντευξή του στο κανάλι Telecinco, ο Κασάδο έλεγε ότι «ο Πάμπλο Ιγκλέσιας αρχίζει να λέει ότι η ιδιωτική ιδιοκτησία υπόκειται στο γενικό συμφέρον. Βλέπουμε ήδη πού οδηγεί αυτό. Οδηγεί στη Βενεζουέλα ή στην Ελλάδα. Θα γίνει εθνικοποίηση ενός μέσου μαζικής ενημέρωσης ή μιας ιδιωτικής εταιρείας και πρέπει να το υποστηρίξουμε;» (El País, 02/04). Αυτό ιδεολογικό σχήμα δείχνει ότι προσπαθούν να αναδείξουν ως διακύβευμα την ίδια τη συνέχιση της οικονομικής και πολιτικής παράδοσης του δυτικού κόσμου.

Ιδιαίτερα χαρακτηριστικό αυτής της τάσης είναι το κείμενο προσωπικοτήτων της πολιτικής και της κουλτούρας που είδαν στην εξαγγελία εναλλακτικών οικονομικών πολιτικών και στα μέτρα περιορισμού της κυκλοφορίας μια πρόβα ολοκληρωτισμού: «Στην Ισπανία και την Αργεντινή, ηγέτες με έντονη ιδεολογική προκατάληψη σκοπεύουν να χρησιμοποιήσουν τις σκληρές συνθήκες για να μονοπωλήσουν πολιτικά και οικονομικά προνόμια που οι πολίτες θα απέρριπταν αποφασιστικά σε άλλο πλαίσιο. Και στις δύο πλευρές του Ατλαντικού, ο κρατισμός, ο παρεμβατισμός και ο λαϊκισμός επανεμφανίζονται με μια ορμή που υποδηλώνει μια αλλαγή μοντέλου, μακριά από τη φιλελεύθερη δημοκρατία και την οικονομία της αγοράς» (https://fundacionfil.org/manifiesto-fil/?fbclid=IwAR3OpNSd89SM6SS-D1jd3uGaPabUxsEDeAF63RnMCgJypFcAqlntZ8N2dU0). Το κείμενο υπογράφουν ο νομπελίστας Μάριο Βάργκας Λιόσα, o πρώην δεξιός πρωθυπουργός Αθνάρ, η εκπρόσωπος του Λαϊκού Κόμματος στο κοινοβούλιο, και πολλοί πολιτικοί και επιχειρηματίες από Ισπανία και Λατινική Αμερική. Ο τίτλος του κειμένου είναι ενδεικτικός: «Η πανδημία να μη γίνει δικαιολογία για τον αυταρχισμό».

Στη συντηρητική εφημερίδα ABC, o αρθρογράφος εκφράζει ανάλογες ανησυχίες: «Κανείς δεν θα αμφισβητούσε την αντικειμενική σκοπιμότητα της επέκτασης των μέτρων έκτακτης ανάγκης, εάν δεν μεσολαβούσε η διάχυτη υποψία ότι η εξουσία τα χρησιμοποιεί καταχρηστικά, ως δικαιολογία για την επιβολή προσωρινού καθεστώτος αναστολής δικαιωμάτων, εθνικοποιημένης οικονομίας και περιορισμού του κοινοβουλευτικού ελέγχου και της κριτικής στα κοινωνικά δίκτυα και τον Τύπο» (10/05).

Σε αυτές τις θέσεις, πολιτικός και οικονομικός φιλελευθερισμός ή καλύτερα, φιλελευθερισμός και νεοφιλελευθερισμός πάνε χέρι-χέρι. Για τη δεξιά, η κοινωνία αυτορυθμίζεται όπως και η οικονομία: όποιος δεν είναι δυνατός ώστε να ανταπεξέλθει στις περιστάσεις κλείνει –στην προκειμένη περίπτωση, πεθαίνει.

Σχόλια για την πάλη νοήματος στην Ισπανία -και όχι μόνο

Η ισπανική πολιτική ζει στη σκιά του εμφυλίου και της δικτατορίας. Ακόμα κι αν περιεχόμενα των συγκεκριμένων κομματικών πολιτικών δεν είναι τόσο διαφορετικά σε πολλά θέματα, εξακολουθεί να αναπαράγεται, ρητά ή άρρητα, η διαίρεση ανάμεσα σε δύο πολιτικές παραδόσεις, τη ρεπουμπλικανική (αντιμοναρχική) και τη φιλομοναρχική/μεταφρανκική. Ανάμεσα, δηλαδή, στους ηττημένους και τους νικητές του εμφυλίου. Βέβαια. το μεγαλύτερο κόμμα της σημερινής κυβέρνησης, το Σοσιαλιστικό (PSOE) δεν είναι πλέον αντιμοναρχικό, όμως ήταν στον εμφύλιο και μετά από αυτόν. Για τη φρανκική και μεταφρανκική δεξιά, οι ρεπουμπλικάνοι/αντιμοναρχικοί βάζουν σε κάθε ιστορική περίοδο σε κίνδυνο την Ισπανία, απειλώντας να τη σύρουν σε κάποιου είδους κομμουνιστική περιπέτεια. Δεν είναι δύσκολο να καταλάβουμε, λοιπόν, ότι η αντιπαράθεση των λόγων γύρω από την απάντηση στην κρίση υγείας, έχει σαν φόντο τη σύγκρουση ανάμεσα στις «Δύο Ισπανίες». Ας πούμε ότι για την ισπανική Δεξιά αυτή η κυβέρνηση είναι ιδιαίτερη κακή, καθώς περιλαμβάνει, εκτός από το Podemos, το ισπανικό κομμουνιστικό κόμμα, για πρώτη φορά μετά την κυβέρνηση του εμφυλίου.

Φυσικά, αυτή η μάχη για το νόημα είναι κάτι που ξεπερνά τις πολιτικές και τις προθέσεις των κυβερνόντων. Αν και τους έλαχε να εμφανίζονται υποστηρικτές κάποιου είδους κοινωνικοποίησης της οικονομίας, ίσως είναι αφελές να τους αποδώσουμε τόσο ριζοσπαστικές προθέσεις ή τουλάχιστον τη δυνατότητα να τις υλοποιήσουν. Είναι πικρό το μάθημα που δίνει η ιστορία για τα σχέδια των κυβερνήσεων που σε κάποια στιγμή ξεπερνάνε τα όρια της κυρίαρχης (γεωπολιτικής και οικονομικής) τάξης πραγμάτων. Οι δομές αντιστέκονται και έχουν μια πανούργα δύναμη ακύρωσης ή αφομοίωσης κάποιων, ίσως, φιλόδοξων κυβερνητικών προγραμμάτων. Ωστόσο, η αναμέτρηση ανάμεσα σε δύο διαφορετικά νοήματα που ίσως καθορίσουν τη σκέψη και τη συμπεριφορά των κοινωνιών κατά την πανδημία και μετά από αυτή, αν και εμπλέκει τις αντιπαραθέσεις των κομμάτων, εξελίσσεται και πέρα από αυτήν.

H πανδημία δημιουργεί της συνθήκες σύγκρουσης πολιτισμών στο εσωτερικό των δυτικών κοινωνιών, ανάμεσα σε αυτούς που υποστηρίζουν την ιδεολογία της ελεύθερης αγοράς και στην απόπειρα δημιουργίας ενός νέου παραδείγματος, όπου το ανθρώπινο τίθεται πάντα πριν από την οικονομία. Όπως γράφει ο Ντιέγκο Ντελγάδο (06/04, https://www.kamchatka.es/es/pausa-separaos-uniros), η πανδημία έβγαλε στο φως εκείνες τις ανισότητες, τις απώλειες, τους θανάτους, που σε κανονικές συνθήκες ήταν αθέατες, χάρη ίσως στη μεγάλη ικανότητα αυτοδικαιολόγησης του νεοφιλελεύθερου μοντέλου.

Ακολουθώντας τον Ντελγάδο, η πανδημία ενεργοποιεί τη σύγκρουση ανάμεσα, από τη μια, στη λογική της συνεργασίας και της αλληλεγγύης και, από την άλλη, στη λογική μιας κανιβαλιστικής ανταγωνιστικότητας. Το άγχος ενός απροσδόκητου τέλους θέτει σε κίνηση δύο αντιφατικούς μηχανισμούς υποκειμενικής άμυνας: Ο πρώτος μας κάνει να ξαναανακαλύπτουμε την ευθραυστότητα και αλληλεξάρτησή μας. Ο δεύτερος μας οδηγεί να δούμε στον άλλο έναν εχθρό. Δεν είναι άστοχο να υποθέσουμε την ύπαρξη ενός φαινομενικού παράδοξου, ότι η υγιεινιστική παράνοια που οδηγεί στο να κλείνεσαι απέναντι στον άλλο και η απόδοση προτεραιότητας στην οικονομία και την ελεύθερη κυκλοφορία γεννιούνται από την ίδια μήτρα, αυτή του αποθεωμένου εγωισμού. Έτσι, η πάλη για το νόημα δεν είναι ανάμεσα σε αυτούς που υποστηρίζουν να κλειστούμε μέσα και σε αυτούς που λένε να βγούμε έξω, αλλά πάνω στο πώς κλεινόμαστε ή βγαίνουμε. Ο αντιηγεμονικός πολιτισμός είναι αυτός μιας διαφορετικής σύλληψης που συνδέει την ελευθερία με την ανάληψη της ευθύνης για τη συλλογική -και άρα ατομική- αυτοπροστασία. Το να μένεις κλεισμένος στο σπίτι δεν είναι ακύρωση της ελευθερίας, μα συνέπεια της άσκησής της, στον βαθμό που δεν γίνεται επειδή το κράτος το λέει, αλλά επειδή ο ίδιος το αποφασίζεις σκεπτόμενος τον άλλο.

Το νόημα μιας καραντίνας εξαρτάται, επομένως, από τους λόγους που τη στηρίζουν ή την κατακρίνουν σε θεσμικό επίπεδο. Δεν είναι το ίδιο να έχεις απέναντί σου τον Μπολσονάρο, τον Τραμπ, τον Μητσοτάκη ή τον Πάμπλο Ιγκλέσιας. Δεν είναι ίδια η λειτουργία των περιοριστικών μέτρων όταν κυβερνά κάποιος που δεν θέλει να τα αρχίσει ή βιάζεται να τα λήξει για το καλό της ελεύθερης αγοράς και όταν κυβερνά κάποιος που λέει ότι τα υπερασπίζεται αλλά τα αναιρεί στη πράξη, συλλαμβάνοντας όσους επιλέγουν να συναθροίζονται, κρατώντας τις αποστάσεις, σε ανοιχτούς χώρους!

Η αναδιάρθρωση των τελευταίων δεκαετιών μας δείχνει ότι μπορεί εξ αντικειμένου να βρεθείς στη θέση σύμπλευσης ή σύγκρουσης με πολιτικές κρατικής παρέμβασης, απέναντι σε λογικές «νυν υπέρ πάντων» η οικονομία. Η ιστορική εμπειρία μάλλον συνηγορεί υπέρ της ανάγκης μιας τέτοιας τακτικής, μέσα από αυτό που θα ονομάζαμε «πόλεμο θέσεων», με στόχο τη χειραφέτηση. Η δημιουργία μιας πολιτιστικής, κοινωνικής και πολιτικής (αντι)ηγεμονίας το επιβάλλει, αλλά απαιτεί και πολύ περισσότερα.