Ανάλυση των Jimena Vazquez και Κωστή Ρούσσου, Υποψήφιων διδακτόρων, Κέντρο για την ιδεολογία και την ανάλυση λόγου, Τμήμα Διακυβέρνησης, Πανεπιστήμιο του Έσσεξ – Το κείμενο περιλαμβάνεται στο ειδικό τεύχος «ΜΜΕ & κορονοϊός» που δημοσιεύει η ομάδα Media Jokers σε συνεργασία με το ΕΝΑ →

H πανδημία του COVID-19 έχει επιφέρει πρωτοφανείς αλλαγές στον τρόπο ζωής μας. Ή μήπως αυτό που συμβαίνει είναι ότι η πανδημία απλώς καταδεικνύει πτυχές της ήδη βιωμένης κανονικότητας, αν και σε υπερβολικό βαθμό; Και αυτό γιατί η διαχείριση και ο αντίκτυπος της πανδημίας δεν εκτυλίχθηκαν «σε κενό». Υπό αυτό το πρίσμα, ένα πράγμα που έχουν καταφέρει τα περιοριστικά μέτρα που έχουν επιβληθεί ανά τον κόσμο είναι να κάνουν τον χώρο όπου υποχρεούμαστε να μείνουμε, δηλαδή το σπίτι μας, ακόμα πιο αόρατο. Όταν οι κυβερνήσεις και τα Μέσα μας ζητούν να παραμείνουμε σπίτι, παραγνωρίζουν και, ταυτόχρονα, κανονικοποιούν το γεγονός ότι δεν έχουν όλοι και όλες το προνόμιο να ζούν έναν ασφαλή εσωτερικό χώρο. Σε αυτούς λοιπόν τους πρωτόγνωρους καιρούς, αυτό που φαίνεται να συμβαίνει είναι η ενδυνάμωση της προυπάρχουσας κανονικότητας με «καλύτερες» δικαιολογίες (ακόμα και αν η φυσική -και όχι κοινωνική – αποστασιοποίηση είναι ο μοναδικός αποδεδειγμένα αποτελεσματικός τρόπος για να ανακόψει την εξάπλωση του ιού, αυτό δεν θα έπρεπε να μας αποτρέπει από το να στεκόμαστε κριτικά απέναντι σε μια κυβερνητική λογική [governmental logic] επιτήρησης και πειθαρχίας που υποστηρίζεται από τέτοιου είδους μέτρα).  Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, το ενδυναμωμένο κανονικό καταδεικνύεται επίσης από τη διεθνή αντιμετώπιση, ως κάτι το αναμενόμενο, της αύξηση της ενδοοικογενειακής βίας λόγω των περιοριστικών μέτρων (δείτε τον σύνδεσμο).

Ασφαλώς, ο πόνος και οι ευαλωτότητες των γυναικών ανά τον πλανήτη εξαρτώνται από το εκάστοτε πλαίσιο, υπάρχουν ωστόσο κοινά χαρακτηριστικά. Γνωρίζουμε ότι οι γυναίκες -τόσο στις πλούσιες όσο και στις φτωχές χώρες- πληρώνονται συνήθως λιγότερο από ό,τι οι άντρες σε αντίστοιχες θέσεις στο ίδιο επάγγελμα και, την ίδια στιγμή, είναι πολύ περισσότερες σε χαμηλά αμειβόμενες δουλειές (δείτε τον σύνδεσμο). Εκτός από τις εργασιακές τους αρμοδιότητες σε υποαμειβόμενες θέσεις, οι γυναίκες αναμένεται να βρουν τον χρόνο να τα βγάλουν πέρα και με την μη αμειβόμενη αναπαραγωγική εργασία εντός σπιτιού. Από το ξεκίνημα της πανδημίας, οι γυναίκες καλούνται να αναλάβουν επιπλέον αρμοδιότητες στο πεδίο της άμισθης οικιακής εργασίας, όπως την παροχή φροντίδας προς ευάλωτα μέλη της οικογένειας και την κατ’ οίκον διδασκαλία των παιδιών – καθώς θεωρείται δεδομένο ότι είναι αυτές που πρέπει να το κάνουν (δείτε τον σύνδεσμο). Με άλλα λόγια, σε αυτούς τους «πρωτόγνωρους» καιρούς, οι γυναίκες αναμένεται να συνεχίσουν να φέρνουν εις πέρας όλη τους τη δουλειά, να προσθέσουν στη λίστα τη μη αμειβόμενης αναπαραγωγικής εργασίας και άλλα καθήκοντα , και όλα αυτά με χάρη.

Όπως ήδη αναφέραμε,  με το ξεκίνημα των περιοριστικών μέτρων σε όλο τον κόσμο, άρχισαν να κυκλοφορούν εκθέσεις σχετικά με την πιθανή αύξηση της ενδοοικογενειακής βίας. Σύντομα επιβεβαιώθηκαν. Σε ένα κανονικοποιημένο πατριαρχικό αφήγημα, η άνοδος αυτή είναι ένα γεγονός που έπρεπε να γίνει αποδεκτό (εξάλλου, αν το αποδεχόμαστε σε περιόδους μη πανδημίας», γιατί όχι και τώρα; –ενδυνάμωση του κανονικού). Μια χώρα που ακολούθησε το προβλέψιμο αυτό σενάριο ήταν το Μεξικό: τον Μάρτιο, όταν ξεκίνησαν τα εν λόγω περιοριστικά μέτρα, οι κλήσεις στους τηλεφωνικούς αριθμούς της αστυνομίας για επείγουσες καταγγελίες ενδοοικογενειακής βίας αυξήθηκαν κατά 23% (δείτε τον σύνδεσμο). Την κάλυψη της ανόδου αυτής από τα Μέσα συνόδευσε η απάντηση των δημόσιων αξιωματούχων. Ο πρόεδρος, Αντρές Μανουέλ Λόπες Ομπραδόρ (AMLO), απάντησε στο ζήτημα με απόλυτη άρνηση, ισχυριζόμενος ότι το 90% αυτών των κλήσεων είναι ψευδείς (δείτε τον σύνδεσμο), και ότι, αν και το Μεξικό είναι ιστορικά μια βίαιη χώρα για τις γυναίκες του, «οι Μεξικανοί διακρίνονται για την αδερφικότητα περισσότερο από ό,τι για τη βία και επομένως, το να πρέπει να βρίσκονται περιορισμένοι στο σπίτι, βγάζει προς τα έξω μόνο αυτήν την αδερφικότητα στις οικογένειες» (δείτε τον σύνδεσμο). Αν και τα μέσα μαζικής ενημέρωσης (για αντιπολιτευτικούς) ανέδειξαν γρήγορα την αναλήθεια των προεδρικών ισχυρισμών, τα ρεπορτάζ τους δεν πήγαν πέρα από αυτό· ήταν σαν το μοναδικό πρόβλημα να ήταν ο ισχυρισμός του προέδρου και όχι ότι η ενδοοικογενειακή βία έχει αυξηθεί δραματικά τον πρώτο μήνα των περιοριστικών μέτρων.

Τα Μέσα, επομένως, δεν ενδιαφέρονται ειλικρινά να κατανοήσουν τον τρόμο που συνεπάγεται το να είσαι γυναίκα στο Μεξικό. Φαίνεται να υπάρχει λίγη ή και καθόλου έγνοια να λειτουργήσουν ως μια φωνή που συμβάλλει στο να ειπωθούν οι ιστορίες των μεξικανών γυναικών. Το αφήγημα στα Μέσα ήταν σχεδόν σαν επισήμανση ενός προφανούς φαινομένου, με τόνο που παραπέμπει σε μια ιδέα όπως: «σε μια ήδη εξαιρετικά βίαιη χώρα απέναντι στις γυναίκες, τι περισσότερο πρόκειται να συμβεί κατά τη διάρκεια των περιορισμών;» Είναι σαν να μην υπάρχει καμία έκπληξη, εφόσον η έμφυλη και ενδοοικογενειακή βία -και η βία γενικότερα- είναι κάτι που καλύπτεται από τα μεξικανικά Μέσα σαν μια κανονικότητα που η κοινωνία έχει φτάσει να την αντιμετωπίζει με τον ίδιο τρόπο. Ενδεικτικό είναι το πώς τα ΜΜΕ καλύπτουν τα σχετικά με αυτή τη βία στατιστικά ακόμα και προ πανδημίας. Επανειλημμένα, τα Μέσα λένε στους αποδέκτες τους ότι 9 γυναίκες σκοτώνονται κάθε μέρα στο Μεξικό, ένα νούμερο που επαναλαμβάνεται έξω από κάθε πλαίσιο, χωρίς κανένα από αυτά τα θύματα να έχει ποτέ ανθρώπινη υπόσταση, χωρίς να της δίνεται όνομα, χωρίς να έχει δικαίωμα στη δική της ιστορία ζωής (δείτε τον σύνδεσμο εδώ).

Ωστόσο, από το 2018, το μεξικανικό φεμινιστικό κίνημα κατέλαβε επανειλημμένα τους δρόμους και έχει υψώσει τη φωνή του για να προβάλλει το δικό του αφήγημα, τη δική του οπτική του τι σημαίνει το να είσαι γυναίκα σε μια τόσο θανατηφόρο χώρα. Οι Μεξικανές ανακατέλαβαν το δημόσιο χώρο, από τον οποίο, ιστορικά, έχουν διαγραφεί. Η μιντιακή κάλυψη τέτοιων στιγμών ενεργού αντίστασης περιορίστηκε στον σχολιασμό βίαιων ρεπερτορίων, όπως ο βανδαλισμός  δρόμων και  δημόσιας περιουσίας. Ο ίδιος ο AMLO υποβάθμισε τις διαμαρτυρίες και κατηγόρησε το κίνημα ότι τα ρεπερτόρια του αποτελούν πρόκληση για καταστολή. Και, φυσικά, τα περισσότερα Μέσα ακολούθησαν, μετρώντας τα γυαλιά που έσπασαν ή το πόσοι τοίχοι βάφτηκαν με γκράφιτι, αντί να προσπαθήσουν να καταλάβουν τον θυμό και τη ματαίωση που εκφράζουν αυτές οι διαμαρτυρίες. Οι γυναίκες στο Μεξικό προσπαθούσαν να δείξουν ότι δεν είναι ασφαλείς πουθενά, ούτε στους δρόμους ούτε στα σπίτια τους. Και τότε, ξεκίνησαν τα περιοριστικά μέτρα και βρέθηκαν και πάλι απομονωμένες στον χώρο που είχαν μόλις αναδείξει ως θανατηφόρο -και πολύ περισσότερο κατά τη διάρκεια της πανδημίας.

 Όταν τα Μέσα αναφέρονται στην ενδοοικογενειακή βία κατά τη διάρκεια της εφαρμογής των περιοριστικών μέτρων ως κανονικότητα, ως κάτι αναμενόμενο, αποτυγχάνουν να αναδείξουν οποιαδήποτε δυνατότητα αντίστασης. Οι γυναίκες στο Μεξικό στερούνται κάθε χώρο ύπαρξης. Η πρωτόγνωρη αυτή περίοδος συμβάλλει στην εδραίωση της κανονικοποίησης της εξάλειψης ιδιωτικών και δημόσιων χώρων αντίστασης. Θα πρέπει να είμαστε επιφυλακτικοί απέναντι στις αναφορές των Μέσων σε αυτά τα φαινόμενα ως δικαιολογημένα ή κατανοητά. Θα πρέπει να στεκόμαστε κριτικά απέναντι σε κάθε αφήγημα που εναποθέτει την υπέρβαση του ιού στην ευθύνη και το καθήκον των πολιτών να συμμορφωθούν, στερούμενοι κάθε δυνατότητας αμφισβήτησης του κυρίαρχου λόγου. Ας αναδείξουμε το πώς αυτή η πρωτόγνωρη περίοδος έχει ξεσκεπάσει ακόμα περισσότερο την ωμότητα του νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού και ας τη χρησιμοποιήσουμε σαν εργαλείο για τη δημιουργία μιας νέας πραγματικότητας.