Ανάλυση του Χρήστου Τσίτσικα, Διδάκτορα Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών, με αφορμή την πρόσφατη δημοσίευση των ευρημάτων της μεγάλης πανελλαδικής κοινωνικής έρευνας του ΕΝΑ για τους όρους και την ποιότητα ζωής στην Ελλάδα σήμερα →

Πριν από λίγες ημέρες ανακοινώθηκαν τα στοιχεία για τον πληθωρισμό του Δεκεμβρίου του 2022. Σύμφωνα με αυτά τα στοιχεία ο Δείκτης Τιμών Καταναλωτή (ΔΤΚ) εμφανίζεται αυξημένος κατά 7,2% σε σύγκριση με τον Δεκέμβριο του 2021 και κατά 10% αυξημένος σε σύγκριση με τον Δεκέμβριο του 2019, λίγο δηλαδή πριν από το ξέσπασμα της κρίσης του κορονοϊού.

Αν δει κανείς τις επιμέρους κατηγορίες θα παρατηρήσει, σε σχέση με τον Δεκέμβρη του 2021, υπάρχουν σημαντικές αυξήσεις σε κατηγορίες όπως τα είδη διατροφής (15,5%), η ένδυση και υπόδηση (5,4%), τα διαρκή αγαθά (11,3%), οι μεταφορές (9%), ενώ σημαντική αύξηση έχουμε και στο κόστος της στέγασης (2,5%).

Τα παραπάνω είναι ιδιαίτερα σημαντικά γιατί αποτελούν τον κορμό των δαπανών που έχει ένα νοικοκυριό και συνδέονται άμεσα με τα αποτελέσματα της πρόσφατης κοινωνικής έρευνας που έγινε από το Ινστιτούτο ΕΝΑ. Από την έρευνα αυτή προκύπτει οι δυσκολίες που αντιμετωπίζει ένα νοικοκυριό να ανταπεξέλθει στις βασικές δαπάνες διαβίωσης. Είναι ενδεικτικό ότι το 46% δηλώνει ότι έχει καταφύγει σε δανεισμό το 2022 για να καλύψει προσωπικά έξοδα, ενώ το 74% των ερωτώμενων δηλώνει ότι δεν αποταμιεύει, ενώ το 24% το επιτυγχάνει. Ο περιορισμός των δαπανών στα απαραίτητα μόνο γίνεται ακόμη πιο εμφανής αν κανείς λάβει υπόψη ότι το 50% των ερωτώμενων δήλωσε ότι το 2022 δεν κατάφερε να κάνει καλοκαιρινές διακοπές.

Μέχρι στιγμής η αντίδραση τις Πολιτείας στην Ελλάδα ήταν σχεδιασμένη μάλλον για να μεγιστοποιήσει τα επικοινωνιακά οφέλη παρά για να αντιμετωπίσει στην ουσία το πρόβλημα της ακρίβειας και του πληθωρισμού. Τα προγράμματα άμεσων μεταβιβαστικών πληρωμών, επιδότησης καυσίμων (Fuel Pass), επιδότησης ενέργειας (Power Pass) κτλ. αν και είχαν σημαντικό δημοσιονομικό κόστος είχαν μικρή επίπτωση στην αντιμετώπιση του αυξημένου κόστους διαβίωσης των νοικοκυριών. Δεν είναι επομένως έκπληξη που τα αποτελέσματα δείχνουν ακριβώς αυτό. Από τους ερωτηθέντες το 67% δηλώνει ότι αυτά «δεν με έχουν βοηθήσει καθόλου», το 21% ότι «με έχουν βοηθήσει αλλά δεν επαρκούν» και μόλις το 8% ότι «με έχουν βοηθήσει πολύ». Οι υψηλότερες τιμές «μη βοήθειας» εντοπίζονται στους μισθωτούς (75% για του Δημόσιου και 74% για τους του ιδιωτικού τομέα). Η υψηλότερη τιμή «βοήθειας, αλλά μη επαρκούς» εντοπίζεται στους άνεργους, ενώ η υψηλότερη τιμή «με έχουν βοηθήσει πολύ» σε συνταξιούχους (13%) και ελεύθερους επαγγελματίες (11%). Παρατηρούμε δηλαδή ότι αν και συνολικά όλες οι κατηγορίες έχουν παρόμοια στάση απέναντι στα μέτρα, φαίνεται τα μέτρα να έχουν επηρεάσει ελάχιστα τους μισθωτούς, να έχουν ωφελήσει τους άνεργους αλλά σε βαθμό υποδεέστερο των αναγκών τους και τέλος να έχουν πιο θετικό αντίκτυπο σε συνταξιούχους και επαγγελματίες.

Γιατί συμβαίνει όμως αυτό τη στιγμή που το ΑΕΠ εμφανίζει – σύμφωνα με τον προϋπολογισμό του 2023 – για το 2022 ονομαστική μεγέθυνση της τάξης του 15% και πραγματική αύξηση (δηλαδή που έχει ενσωματώσει τις αυξήσεις των τιμών) της τάξης του 5,6%. Θα έπρεπε υπό αυτές τις συνθήκες, αν όχι να είναι όλοι καλύτερα, τουλάχιστον να μην είναι για σημαντικό κομμάτι του πληθυσμού χειρότερα. Ο βασικός λόγος είναι ότι το αποτέλεσμα αυτής της μεγέθυνσης, η οποία ούτως ή άλλως σε σχετική ανάλυση του ΕΝΑ (Νοέμβριος 2021) είχε χαρακτηριστεί ως «ανάκαμψη ‘Κ’ με ανισορροπίες και ανισότητες (κλαδικές, τομεακές, επαγγελματικές, χωρικές κ.ά.) αφενός δεν αποτυπώνεται σ’ επίπεδο απολαβών από μισθωτή εργασία, αντίθετα μάλιστα η αγοραστική δύναμη των μισθών υποχωρεί εξαιτίας του πληθωρισμού που υπερβαίνει την ονομαστική εξέλιξη των μισθών, αφετέρου δεν κατανέμεται ομοιόμορφα σε όλα τα τμήματα της κοινωνίας. Είναι ενδεικτικό ότι σε πρόσφατη μελέτης της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την Ελλάδα μεταξύ 2020 και 2021 (πριν από την έξαρση της ακρίβειας) μόλις το 6,9% των νοικοκυριών είδε αύξηση των εισοδημάτων του, ένα 66,7% των νοικοκυριών είδε τα εισοδήματά του να παραμένουν στάσιμα και το 26,3% των νοικοκυριών είδε μείωση στα εισοδήματά του. Εξίσου ανησυχητικά είναι τα στοιχεία από πρόσφατη μελέτη του ΙΝΕ ΓΣΕΕ που δείχνουν ότι το Σεπτέμβρη του 2022 άτομα που αμείβονταν με τον κατώτατο μισθό είχαν απώλεια 19% στην αγοραστική τους δύναμη ενώ άτομα με μισθό κάτω του κατώτατου είδαν απώλεια στην αγοραστική τους δύναμη που έφτανε μέχρι και το 40%. Μέσα σε όλα αυτά δεν είναι τυχαίο ότι οι δείκτες ανισότητας και ανισοκατανομής του εισοδήματος δείχνουν σταθερή άνοδο από το 2019 και μετά. Και αυτό είναι αποτέλεσμα της εφαρμοζόμενης οικονομικής πολιτικής που είναι σχεδιασμένη για να δίνει μεγαλύτερες ελαφρύνσεις και ποικίλες εύνοιες στα υψηλότερα εισοδήματα (κατάργηση εισφοράς αλληλεγγύης, μείωση οριακού συντελεστή), τη μεγαλύτερη ακίνητη περιουσία (μείωση ΕΝΦΙΑ στις μεγάλες περιουσίες, αφορολόγητες γονικές παροχές), τα εταιρικά κέρδη[1] (μείωση συντελεστή φορολογίας κατά 4 μονάδες στην τετραετία) και άλλες προσόδους (μείωση φορολογίας μερισμάτων), ενώ αντιθέτως διατηρεί σχεδόν αμείωτες τις επιβαρύνσεις στα εισοδήματα των μισθωτών (τα οποία, όπως είδαμε άλλωστε, αυξήθηκαν ελάχιστα και σίγουρα οι όποιες αυξήσεις δεν είναι επαρκείς για την ικανοποίηση βασικών αναγκών μεγάλης μερίδας του πληθυσμού και την αντιμετώπιση των ανατιμήσεων)[2]. Την ίδια στιγμή δεν σχεδιάζονται παρεμβάσεις που υπό προϋποθέσεις θα μπορούσαν να ωφελήσουν άμεσα τα χαμηλότερα εισοδήματα, όπως η προσωρινή μείωση του ΦΠΑ σε είδη βασικής ανάγκης και του ΕΦΚ στην ενέργεια.

Θα μπορούσε να γίνει κάτι διαφορετικά; Αυτό είναι το μόνο σίγουρο. Από τη μια πλευρά θα μπορούσε να υπάρχει μεγαλύτερη και καλύτερα στοχευμένη ενίσχυση των νοικοκυριών χρησιμοποιώντας πόρους του κρατικού προϋπολογισμού, οι οποίοι και τώρα δαπανώνται σημαντικό βαθμό ποσοτικά, αλλά σε όρους ποιοτικούς και αναδιανεμητικούς έχουν χαμηλή αποτελεσματικότητα και αποδοτικότητα. Σε στρατηγικό πλαίσιο, οριζόντια προτεραιότητα χρειάζεται να είναι η ενίσχυση της πραγματικής αγοραστικής δύναμης των μισθών. Ταυτόχρονα, σε άμεσο χρόνο θα έπρεπε να εφαρμοστούν μέτρα μείωσης του κόστους μέσω προσωρινής μείωσης του ΦΠΑ σε είδη πρώτης ανάγκης και των Ειδικών Φόρων Κατανάλωσης στα προϊόντα ενέργειας – που έχουν και άμεσες συνέπειες στον προϋπολογισμό των νοικοκυριών και έμμεσες στο κόστος μεταφορών σε όλη την εφοδιαστική αλυσίδα. Και σίγουρα σε όλο αυτό το πλαίσιο είναι απαραίτητοι έλεγχοι στην αγορά για να αντιμετωπιστεί η αισχροκέρδεια. Τέλος, σε μεσοπρόθεσμο ορίζοντα, θα πρέπει να σχεδιαστούν εκείνες οι δομές κοινωνικού κράτους που θα διασφαλίζουν την παροχή υπηρεσιών σε όλους σε κρίσιμους τομείς όπως η υγεία, η παιδεία, αλλά και μια στεγαστική πολιτική που να λαμβάνει υπόψη της προβλήματα και τις απαιτήσεις της εποχής μας.

Όλες αυτές συγκροτούν μια ατζέντα προγραμματικών προτεραιοτήτων προοδευτικής πολιτικής για την Ελλάδα τα επόμενα χρόνια, έπειτα από τις διαδοχικές κρίσεις της οικονομίας, της πανδημίας και του πληθωρισμού και της ενέργειας.

 

[1] Ενδεικτικά των αποτελεσμάτων αυτών των πολιτικών είναι ότι στο πρώτο ενιάμηνο του 2022, 21 εταιρείες μεγάλης κεφαλαιοποίησης είδαν αύξηση της κερδοφορίας κατά 150% σε σχέση με το αντίστοιχο διάστημα του 2021.

[2] Ενδεικτική είναι η αύξηση του κατώτατου μισθού, η οποία όμως από τη μία ξεκίνησε αργοπορημένα -στον τρίτο χρόνο της θητείας της παρούσας κυβέρνησης- και από την άλλη υπολείπεται του πληθωρισμού.