Ανάλυση του Νίκου Χειλά, δημοσιογράφου → 

Σε κάθε αρχή ενυπάρχει μια μαγεία, έλεγε o Χέρμαν Έσσε. Στη συνέχεια αυτή ξεθωριάζει, ώσπου να εξαφανιστεί κάποτε εντελώς. Αυτό δεν ισχύει για την εργατική Πρωτομαγιά. Η «ημέρα αγώνα του εργατικού κινήματος», όπως την ονομάτισε το 1889 η Β´ Διεθνής, διατηρεί και σήμερα την αρχική της γοητεία. Κι αυτό χάρη στον διπλό της ρόλο: αφενός τον αγωνιστικό, που επιδιώκει οικονομικά και πολιτικά οφέλη· και αφετέρου τον γιορτινό-τελετουργικό, που αποβλέπει στην αποκατάσταση της χαμένης τιμής της εργασίας στον καπιταλισμό. Ο αγώνας απελευθερώνει καταπιεσμένες δυνάμεις, η τελετουργία τούς δίνει μαγική επίφαση.

Η μαγεία δεν συνιστά εγγύηση επιτυχίας. Η εργατική Πρωτομαγιά ήταν για μισό και πλέον αιώνα υπό δίωξη. Οι αιματηρές αστυνομικές επιθέσεις –αρχής γενομένης το 1886 στο Σικάγο– ήταν μόνιμοι συνοδοί της. Η νομιμοποίησή της, αποτέλεσμα σκληρών αγώνων, ήλθε αργά, στις περισσότερες χώρες της Δύσης μόλις μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Ακόμα μεγαλύτερη ήταν η καθυστέρησή της στην Ελλάδα: O Εμφύλιος Πόλεμος, η μετεμφυλιακή ανωμαλία και η Χούντα των συνταγματαρχών ήταν από τα σημαντικότερα εμπόδια σε αυτό. Η επίσημη αναγνώρισή της το 1974 αποτελεί δείγμα των θεμελιακών αλλαγών που επέφερε η Μεταπολίτευση (νέα πολιτειακή συγκρότηση, νομιμοποίηση του ΚΚΕ και εν γένει της Αριστεράς, κοινωνικό κράτος κ.λπ.), πίσω από τις οποίες βρισκόταν και η αλλαγή πλεύσης του ηγεμονικού μπλοκ εξουσίας, το οποίο άρχισε να λειτουργεί για πρώτη φορά μεταπολεμικά κατά το γκραμσιανό πρότυπο, ήτοι σχετικά ισόρροπα ως μηχανισμός καταναγκασμού και πειθούς – κάνοντας παραχωρήσεις στις υποτελείς τάξεις όχι μόνο σε οικονομικό αλλά και σε θεσμικό επίπεδο.

Τα προπατορικά αμαρτήματα του καπιταλισμού: εξαθλίωση και υποτέλεια

Οι απεργίες, όπως και οι διάφορες άλλες μορφές διαμαρτυρίας, είναι η απάντηση του εργατικού κινήματος σε δύο γενετήσια κακά του καπιταλισμού: (α) στη χρόνια εξαθλίωση των μαζών και (β) στην κοινωνικοοικονομική τους υποδούλωση. Η εξαθλίωση, όπως επισημαίνει ο Γιούργκεν Χάμπερμας, έχει μεταπολεμικά σε μέγιστο βαθμό υπερνικηθεί στη Δύση, αν και τα πισωγυρίσματα είναι συχνά και απειλούν και σήμερα να επαναληφθούν υπό τις συνθήκες ενός ανεξέλεγκτου νεοφιλελευθερισμού, μιας προϊούσας οικολογικής καταστροφής και των πολέμων στην Ουκρανία και την Παλαιστίνη. Αλλά η οικονομική υποτέλεια παραμένει ακέραια και συνιστά πλέον την κύρια αιτία της δυσπραγίας των εργαζομένων.

Αυτό θεμελιώνει την τρέχουσα επικαιρότητα της εργατικής Πρωτομαγιάς, το περιεχόμενο της οποίας είναι βέβαια προσαρμοσμένο στις σύγχρονες κοινωνικές και πολιτικές συνθήκες. Το ίδιο ισχύει και για τις βασικές της εκδηλώσεις: τη γενική απεργία και τις μαζικές συγκεντρώσεις/διαδηλώσεις.

Το εργατικό κίνημα είναι μέρος των κοινωνικών κινημάτων, που πρωτοεμφανίστηκαν τον 18ο αιώνα. Στη συνέχεια αυτού του σημειώματος θα γίνει (α) ένας σύντομος χαρακτηρισμός αυτών των κινημάτων, παλιών και νέων, (β) μια εκτίμηση των δυνατοτήτων και των ορίων τους, (γ) μια –επίσης σύντομη– παρουσίαση της μαρξιστικής θεωρίας της απεργίας ως κοινωνικοοικονομικού μοχλού των αγώνων της, καθώς και της μαζικής διαδήλωσης ως αντίστοιχου πολιτικού μέσου, και (δ) συμπερασματικά, η διαπίστωση ότι το εργατικό κίνημα, στο βαθμό που συμβαδίζει με τα νέα κινήματα, παραμένει το σπουδαιότερο των κινημάτων – κάτι που αποτυπώνεται συμβολικά στην εκδήλωση της Πρωτομαγιάς.

Πολιτική από τα κάτω: τα κοινωνικά κινήματα

Οι απεργίες, οι διαδηλώσεις και οι συγκεντρώσεις ανήκουν στο ευρύ ρεπερτόριο διαμαρτυρίας των κοινωνικών κινημάτων, του είδους πολιτικοποίησης δηλαδή που έρχεται «από τα κάτω» (Ντίτερ Ρουχτ) και βρίσκεται εκτός του πλαισίου της θεσμοποιημένης πολιτικής (κόμματα, εκλογές, κοινοβούλιο κ.λπ.). Γι’ αυτό και η ανάλυσή τους έπεται εκείνης των κοινωνικών κινημάτων. Τα τελευταία, σύμφωνα με τον ορισμό του Τσαρλς Τίλλυ, βρίσκονται σε διαρκή αντιπαράθεση με τους κατόχους της εξουσίας, ενώ παράλληλα, κατά τον Ρουχτ, προωθούν ή εμποδίζουν κοινωνικές αλλαγές. Από το συνδυασμό των δύο ορισμών εξάγεται ότι τα κοινωνικά κινήματα έχουν διπλό χαρακτήρα, έναν πολιτικό και έναν ιδεολογικό (με την έννοια ότι προωθούν ή εμποδίζουν κοινωνικές αλλαγές στο πολιτιστικό πεδίο). Αυτός ο διπλός χαρακτήρας τα καθιστά ικανά να αντιταχθούν στους, κατά τον Γκράμσι, δύο βασικούς πυλώνες του κυρίαρχου ηγεμονικού μπλοκ: στον κυριαρχικό (dominio), που είναι αντίστοιχα πολιτικός, και στον ηγετικό (direzione), που έχει ιδεολογική βάση. Από αυτή την άποψη, τα κοινωνικά κινήματα έχουν πάντα μια ανατρεπτική διάσταση, παρόλο που τα περισσότερα από αυτά προβάλλουν σε πρώτο πλάνο κορπορατίστικες και συχνά μάλιστα «απολίτικες» διεκδικήσεις.

Το εργατικό κίνημα διαθέτει όσο κανένα άλλο αυτή τη διπλή, πολιτική και ιδεολογική, ικανότητα. Πρώτον, σε ό,τι αφορά τη στοχοθεσία, που ξεκινά από απλά συνδικαλιστικά αιτήματα και επεκτείνεται στον σοσιαλιστικό μετασχηματισμό της κοινωνίας· δεύτερον, οργανωτικά, επειδή βρίσκεται και εντός και εκτός των ορίων της θεσμοποιημένης πολιτικής (κόμματα, εκλογές, κοινοβούλιο κ.λπ.)· και, τρίτον, αναφορικά με τα μέσα – είναι το μοναδικό που έχει στο οπλοστάσιό του το «απόλυτο όπλο», την απεργία, ενώ ταυτόχρονα είναι σε θέση να διοργανώσει μαζικές συνάξεις και διαδηλώσεις, που, όχι σπάνια, συγκλονίζουν τα θεμέλια του καπιταλιστικού συστήματος.

Το παλιό είναι καλό

Τα κοινωνικά κινήματα χωρίζονται κατά γενική παραδοχή σε δύο μεγάλες κατηγορίες, στα παλιά και στα καινούργια. Στα πρώτα ανήκει και το εργατικό κίνημα, στα δεύτερα, που εμφανίστηκαν κυρίως τη δεκαετία του 1960 και αυξάνονται και πληθαίνονται ακατάσχετα από τότε, ξεχωρίζουν το φεμινιστικό, το οικολογικό, το αντιαποικιακό, το σεξουαλικό και πάει λέγοντας. Με αφετηρία το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, ο Κλάους Όφε διαχωρίζει το old από το new paradigm αναφορικά με τους στόχους τους κατά τον εξής τρόπο: ο πυρήνας των διεκδικήσεων των παλιών κινημάτων ήταν, μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 1970, η οικονομική ανάπτυξη, η δίκαιη αναδιανομή και η συλλογική και προσωπική ασφάλεια – είχαν δηλαδή κυρίως υλικό χαρακτήρα. Οι βασικές διεκδικήσεις των νέων κινημάτων, αντίθετα, είναι η ειρήνη, το περιβάλλον, τα ανθρώπινα δικαιώματα και η απόκρουση της αλλοτριωμένης εργασίας – έχουν δηλαδή μεταϋλικό προσδιορισμό. Σε αντίθεση με το εργατικό κίνημα, που έχει ένα τεράστιο οργανωτικό και οικονομικό δυναμικό, η δημοτικότητά του όμως από καιρό βαλτώνει, τα νέα κινήματα γίνονται –παρά τις όποιες μεταπτώσεις τους– όλο και πιο δημοφιλή. Αυτό δεν κρύβει ωστόσο τις ελλείψεις τους, που βάζουν όρια στη διεισδυτικότητά τους. Μία από αυτές είναι ότι δεν διαθέτουν το όπλο της απεργίας, μία άλλη, όπως παρατηρεί ο Όφε, ότι εμφανίζονται άκαμπτα και αδιάλλακτα στις διαπραγματεύσεις με τις αρχές. Ο λόγος γι’ αυτό, συνεχίζει, είναι ότι δεν έχουν να προσφέρουν κανένα χειροπιαστό στοιχείο ως αντάλλαγμα για την αποδοχή των αξιώσεών τους – όπως, για παράδειγμα, ηλεκτρική ενέργεια που θα μπορούσαν να παράγουν τα ίδια, η οποία θα αντικαθιστούσε εκείνη που χάνεται από το κλείσιμο εργοστασίων παραγωγής ατομικής ενέργειας. Το εργατικό κίνημα, αντίθετα, προσφέρει άνετα τέτοια αντισταθμίσματα, όπως π.χ. την αύξηση της παραγωγικότητας έναντι της μείωσης του χρόνου εργασίας, κάτι που αυξάνει ανάλογα τη διαπραγματευτική του ισχύ[1].

Συμπερασματικά: το «παλιό» εργατικό κίνημα διαθέτει μια γκάμα θεμάτων και μέσων, που, συνδυαστικά, θέτουν το σύνολο της ηγεμονίας υπό αίρεση· τα όριά του είναι σε πρώτη γραμμή τα εμπόδια και οι αντιστάσεις που προβάλλουν οι αντίπαλοί του. Τα νέα κινήματα, όσο ανατρεπτικά και να είναι, προσβάλλουν μόνο μερικά την ηγεμονία· τα όριά τους προέρχονται κυρίως από τις εγγενείς αδυναμίες τους, που μειώνουν αναντίστοιχα προς τη μεγάλη σημασία των στόχων τους το πολιτικό τους βεληνεκές. Η Πρωτομαγιά είναι, λοιπόν, το έμβλημα του εργατικού κινήματος, όχι των άλλων κοινωνικών κινημάτων, τα οποία ωστόσο καλούνται να συμμετάσχουν ως σύμμαχα σχήματα σε αυτήν.

Απεργία: μαχαίρι σε μια άδικη κοινωνική σχέση

Οι απεργίες αποβλέπουν κατά κανόνα (α) στην υπέρβαση του ανταγωνισμού μεταξύ των εργαζομένων στην αγορά εργασίας και (β) στην ικανοποίηση μερικών αιτημάτων: αύξηση μισθών, μείωση χρόνου εργασίας, ασφάλιση κ.λπ. Στο επίκεντρό τους είναι η βελτίωση των όρων πώλησης της εργατικής δύναμης – που, κατά παράδοξο τρόπο, συμβάλλει κι αυτή θετικά στη διατήρηση της καπιταλιστικής αγοράς εργασίας. Η προβολή γενικών αιτημάτων, που στοχεύουν στην κατάργηση αυτής της αγοράς μέσω της άρσης της εκμετάλλευσης ανθρώπου από άνθρωπο, αποτελεί μάλλον σπάνιο φαινόμενο και παραμένει προνόμιο των γενικών απεργιών.

Βέβαια, και οι μικρότερες των απεργιών εμπεριέχουν το σπέρμα της αμφισβήτησης αυτών των σχέσεων. Καθεμιά τους αντιδρά στο ποιόν της καπιταλιστικής παραγωγής. Η τελευταία, σύμφωνα με τον Καρλ Μαρξ, υφίσταται στην ενότητα δύο ταυτόχρονων διαδικασιών: (α) της συγκεκριμένης εργασίας, που παράγει αξίες χρήσης με τη μορφή συγκεκριμένων αντικειμένων ή υπηρεσιών, και (β) της αφηρημένης εργασίας, που αξιοποιεί την αξία της εργατικής δύναμης για να παράγει υπεραξία με τη μορφή ανταλλακτικών αξιών (εμπορευμάτων) και κατ’ επέκταση χρηματικού κέρδους.

Σε αυτό τον τρόπο παραγωγής, που φαντάζει σαν γόρδιος δεσμός, η ισοτιμία είναι ξένη λέξη: Η συγκεκριμένη εργασία υποτάσσεται στην αφηρημένη, η αξία χρήσης στην ανταλλακτική αξία, η εργασία στο κεφάλαιο, οι εργαζόμενοι στους εργοδότες.

Η απεργία λύνει αυτόν το δεσμό κατά το παλιό καλό πρότυπο: με βίαιη ρήξη. Ο Έντγκαρ Βέικ γράφει σχετικά: «Η απεργία είναι, από άποψη τάσης, πάντα μια εξέγερση εναντίον των  [ανισότιμων] κοινωνικών σχέσεων και γι’ αυτό πράξη απελευθέρωσης από αυτές. Ο διπλός χαρακτήρας της εργασίας υπό το καθεστώς των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής παραβιάζεται από την απεργία· η εργασία που παράγει αξίες χρήσης αποσπάται από την καπιταλιστική διαδικασία αξιοποίησης, η ενότητα της εργατικής διαδικασίας και της διαδικασίας παραγωγής ανταλλακτικών αξιών τινάζεται με την απεργία στον αέρα»[2].

Τέτοια «ανατίναξη» είναι κατά κανόνα παροδική. Με τη λήξη της αποκαθίσταται η αρχική σχέση εργαζομένων – εργοδοτών. Η έστω και σύντομη ρήξη ωστόσο δεν μένει χωρίς επιπτώσεις. «Το έντρομο μάτι του καπιταλιστή» (Μαρξ) γεμίζει με ακόμη περισσότερο δέος στη θέα της αμφισβήτησης της εξουσίας του, πολύ περισσότερο από ό,τι ενόψει των όποιων υλικών παραχωρήσεων και ζημιών που επιφέρει η απεργία. Μια διαμετρικά αντίθετη θεώρηση έχουν οι εργαζόμενοι. Γι’ αυτούς, έγραψε ο Ένγκελς, οι απεργίες έχουν υπαρξιακή σημασία. Με αυτές δείχνουν «ότι δεν πρέπει να προσαρμόζονται οι άνθρωποι στις [οικονομικές] καταστάσεις, αλλά οι καταστάσεις στους ανθρώπους». Η επίδρασή τους δεν επιτρέπεται μεν να υπερεκτιμηθεί, αποτελούν όμως «μια σχολή πολέμου για τους εργάτες, στην οποία προετοιμάζονται για το μεγάλο αγώνα», τουτέστιν την επανάσταση, που «δεν μπορεί πλέον να αποφευχθεί».

Η «μητέρα» των πολιτικών διαμαρτυριών: η διαδήλωση

Οι μορφές δράσης των κοινωνικών κινημάτων σφραγίζονται από τα τελευταία. Γι’ αυτό έχουν κι αυτές διπλό χαρακτήρα: από τη μια έναν πολιτικό, που λειτουργεί ως «αντιστάθμισμα στην καταπιεστική εξουσία» (Τίλλυ), και από την άλλη έναν ιδεολογικό/αισθητικό, που απευθύνεται στο μυαλό και τα συναισθήματα των ανθρώπων. Οι δράσεις αυτές, που εκφράζουν την αυτενέργεια των «απλών ανθρώπων» (Σίντνεϊ Τάρροου), έχουν μύριες όσες μορφές. Από αυτές ξεχωρίζουν όμως, λόγω της μαζικότητας, της κινητικότητας και του εν γένει μαχητικού τους χαρακτήρα, οι διαδηλώσεις. Η μαζική διαμαρτυρία που μετατρέπεται στους δρόμους, ως «πολιτική εν κινήσει», σε πολιτική δράση είναι αναμφισβήτητα αποτελεσματικότερη από άλλες μορφές διαμαρτυρίας, που δεν διαθέτουν παρόμοιες μαχητικές ιδιότητες.

Οι διαδηλώσεις:

  • είναι, χάρη στην κινητικότητά τους, ιδιαίτερα δυναμικές. Η δυναμική τους αυξάνεται από τη χρήση συνθημάτων, που διεγείρουν τα συναισθήματα (σε αντίθεση με τους λόγους στις συγκεντρώσεις, που απευθύνονται στη λογική)
  • συνδυάζουν λιβιδινικές, πολιτιστικές και σωματικές λειτουργίες, η συνισταμένη των οποίων μοιάζει πολύ με εκείνη του σεξ (Έρικ Χομπσμπάουμ)
  • λαμβάνουν χώρα στους δρόμους, τα κατεξοχήν κομβικά σημεία της ανθρώπινης επικοινωνίας και δημοσιότητας. Και οι δρόμοι είναι, κατά τον Μαρκ Ωζέ, «ανθρωπολογικοί τόποι», οι οποίοι, σε αντίθεση προς τους συνήθεις κενούς χώρους («μη τόπους»), χαρακτηρίζονται από «ταυτότητα, συσχέτιση και ιστορία»[3]. Οι μαζικές δράσεις ενισχύουν τον ανθρωπολογικό χαρακτήρα τους – προκαλώντας τις αντιδράσεις της αστυνομίας, που επιχειρεί με κατασταλτικά μέσα να τον αποδυναμώσει πολιτικά. Χωρίς δρόμους, καμία διαδήλωση. Και χωρίς διαδήλωση, καμία πολιτική «ταυτότητα, συσχέτιση και ιστορία» του δρόμου. Οι διαδηλωτές/τριες υπερασπίζονται ως εκ τούτου, μαζί με τη δική τους, και την ανθρωπολογική υπόσταση του δρόμου ως πεδίου και όπλου των διαδηλώσεων συγχρόνως.

Έτι περισσότερο: οι διάφορες κινηματικές εκδηλώσεις έχουν διαφορετικές γλώσσες. Οι διαμαρτυρίες λένε «όχι», αποφαίνεται ο Άρμιν Νασέι. Όχι όμως οι διαδηλώσεις. Αυτές λένε «ναι», έχουν θετικό πρόσημο, ήτοι την πρόθεση, ενίοτε μάλιστα και τη δύναμη, να επιβάλουν τις διεκδικήσεις τους. Γι’ αυτό παραμένουν, ανθρωπολογικά, το κυριότερο εξωθεσμικό πολιτικό όπλο του εργατικού κινήματος.

Το εκρηκτικό κοκτέιλ γενικής απεργίας και μαζικής διαδήλωσης

Καθεμιά από τις δύο βασικές μορφές δράσης του εργατικού κινήματος, η κοινωνικοοικονομική (γενική απεργία) και η πολιτική (διαδηλώσεις), έχει ισχυρό ανατρεπτικό χαρακτήρα. Η ταυτόχρονη διεξαγωγή τους, όπως αυτή έλαβε χώρα, για παράδειγμα, στον γαλλικό Μάη του 1968, συνθέτει ένα εκρηκτικό μίγμα, που μετατρέπει την αντιπαράθεση με την ηγεμονία σε πραγματικό ντέρμπι.

Η Πρωτομαγιά είναι η επιτομή αυτού του ντέρμπι. Αυτό όμως κυρίως σε συμβολικό επίπεδο: Τόσο η γενική απεργία όσο και η συγκέντρωση/διαδήλωση που τη συνοδεύουν δεν είναι απόρροια άμεσων συνδικαλιστικών και πολιτικών αναγκών, αλλά τελετουργικών. Και οι τελετουργίες συμβάλλουν, σύμφωνα με τους κοινωνιολόγους, σε πρώτη γραμμή στην επιβεβαίωση της πίστης των μελών μιας κοινότητας στα ιδεώδη της. Η επιβεβαίωση γίνεται μέσω της επανάληψης διάφορων σωματικών δραστηριοτήτων, όπως η αναφώνηση συνθημάτων και ασμάτων, η ύψωση των γροθιών κ.ο.κ., που προκαλούν την πίστη. Η τελευταία είναι, κατά τον Πιερ Μπουρντιέ, μια σωματική λειτουργία: Δεν είναι η πίστη που παράγει την τελετουργία, αλλά, αντίστροφα, η τελετουργία που παράγει την πίστη. Η Πρωτομαγιά την εντατικοποιεί, δίνοντας στο «πρωτόκολλό» της πρωταρχική θέση στην τελετουργία.

Υπάρχουν όμως και άλλοι λόγοι, θετικοί και αρνητικοί, που ενισχύουν τον συμβολικό χαρακτήρα της. Αυτοί, μεταξύ άλλων, είναι:

  • πρώτον, η ήδη αναφερθείσα ουσιαστική μείωση της εξαθλίωσης έχει αμβλύνει τα κίνητρα για αγωνιστικές κινητοποιήσεις και πολύ περισσότερο για βίαιες εξεγέρσεις
  • δεύτερον, το ότι ενδιάμεσα έχει αλλάξει ουσιαστικά το θεωρητικό πλαίσιο του εργατικού κινήματος. Η αλλαγή περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, δίπλα στην ήδη αναφερθείσα καινοτόμα θεώρηση της ηγεμονίας από τον Γκράμσι ως μιας λελογισμένης μίξης από κυριαρχία και πολιτική ηγεσία, και τη νέα ανάγνωση του κράτους ως κοινωνικής σχέσης ή, κατά τον περίφημο χρησμό του Νίκου Πουλαντζά, ως «υλικής συμπύκνωσης κοινωνικών σχέσεων εξουσίας», στην οποία μπορούν να παρέμβουν, αν και σε πολύ μικρότερο βαθμό από ό,τι οι κυρίαρχες ελίτ, και οι υποτελείς τάξεις – κάτι που έχει ως συνέπεια ο κοινωνικός μετασχηματισμός να μην εκλαμβάνεται πλέον ως τελεσίδικος «μεγάλος αγώνας» ή ως αστραπιαία έφοδος κατά του κράτους, όπως η παροιμιώδης κατάληψη των χειμερινών ανακτόρων το 1917 στην Αγία Πετρούπολη, αλλά σαν χρονοβόρος και κοπιώδης «πόλεμος χαρακωμάτων» (Γκράμσι) εντός και εκτός του κρατικού πλαισίου, ήτοι σαν εξελικτική διαδικασία. Στην Πρωτομαγιά αντανακλάται επίσης αυτή η αλλαγή
  • τρίτον, επειδή η ηγεσία των περισσότερων συνδικάτων βρίσκεται, κατά το παράδειγμα των σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων, στα χέρια ρεφορμιστών, που υποκύπτουν στα προστάγματα της νεοφιλελεύθερης πολιτικής και φροντίζουν να «κατεβάζουν» τους τόνους, μετατρέποντας, κατά το μότο «λιγότερη τόλμη, περισσότερη μαγεία», τη ριψοκίνδυνη «ημέρα αγώνα» των εργαζόμενων σε άτολμη «γιορτή της εργασίας».

Παλιό κοινωνικό κίνημα σε συνεχή αναγέννηση

Παρ’ όλα αυτά, το εργατικό κίνημα στη Δύση διατηρεί τις δυνάμεις του: συνδικάτα, κόμματα, νομικά κατοχυρωμένες μορφές πάλης και θεσμοποιημένα κοινωνικά δικαιώματα, κύρος. Οι ήττες που υπέστη μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, όπως στον γαλλικό Μάη ή επί πρωθυπουργίας Μάργκαρετ Θάτσερ στη Μεγάλη Βρετανία στα τέλη της δεκαετίας του 1970, ήταν επώδυνες, αλλά όχι συντριπτικές· εξάλλου, αμβλύνθηκαν με τον καιρό. Η επιβολή της δικτατορίας στην Ελλάδα το 1967-1974, που είναι ακραία περίπτωση, ήταν επίσης παροδική. Η Μεταπολίτευση σήμανε κι εδώ την ομαλοποίηση του εργατικού κινήματος –παρόλα τα αναρίθμητα «στραβά» του– κατά το πρότυπο των άλλων δυτικών χωρών.

Υπό τις συνθήκες του ύστερου νεοφιλελευθερισμού και της μεταπολιτικής (Κόλιν Κράουτς) αντιμετωπίζει βέβαια νέες δύσκολες προκλήσεις. Η αντιμετώπισή τους είναι όμως δυνατή (α) αν ανανεώσει τις παραδοσιακές του δυνάμεις και (β) αν εντάξει στο πρόγραμμά του στόχους και πρακτικές των νέων κοινωνικών κινημάτων, συμμαχώντας, κατά το δυνατόν, μαζί τους. Ο οικοσοσιαλισμός, ο φεμινισμός, ο αγώνας κατά των νέων μορφών εκμετάλλευσης του παγκόσμιου Νότου θα ανακόψουν και τη συνεχιζόμενη μετατροπή της απεργίας και της διαδήλωσης της Πρωτομαγιάς σε συμβολικές πράξεις. Προσθέτοντας στη γοητεία περισσότερη τόλμη. Και δίνοντας στη ρήση του Έσσε αντίστροφη σημασία: Στη μαγεία των χειραφετητικών αιτημάτων ενυπάρχει η τόλμη για νέο ξεκίνημα, καινούργια αρχή.

 

[1] Offe, Claus (2019). “New Social Movements: Challenging the Boundaries of Institutional Politics (1985)”, pp. 258f. In: Institutionen, Normen, Bürgertugenden. Ausgewählte Schriften von Claus Offe, vol 3. Wiesbaden: Springer VS.

[2] Weick, Edgar (1971). “Theorien des Streiks”, pp. 100. In: Schneider, Dieter (Hg.): Zur Theorie und Praxis des Streiks. Frankfurt am Main: Suhrkamp.

[3] Augé, Marc (2011). Nicht-Orte, pp 83f. München: Beck.