Με αφορμή τις εξελίξεις στο ζήτημα της ονομασίας της ΠΓΔΜ και τη διαφαινόμενη πρόκριση του ονόματος «Δημοκρατία της Βόρειας Μακεδονίας», το Ινστιτούτο Εναλλακτικών Πολιτικών ΕΝΑ φιλοξενεί απόψεις ακαδημαϊκών που έχουν ασχοληθεί με το θέμα.

Όθων Αναστασάκης*

Πολύ σημαντική συμφωνία, η οποία ξεκινά τη διαδικασία απεγκλωβισμού της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής από το ονοματολογικό θέμα, που είχε καθηλώσει τη διπλωματία μας σε μια κυριολεκτικά στείρα αντιπαράθεση με τον βόρειο γείτονα.

Το ότι κανείς εκτός Ελλάδας δεν κατανοούσε τις θέσεις της χώρας και όλοι αποκαλούσαν τη χώρα «Μακεδονία» στο εξωτερικό είναι γνωστό. Το ότι ο όρος «Μακεδονία» συνέχιζε να χρησιμοποιείται και είχε παγιωθεί στο όνομα της γειτονικής χώρας, είτε ως «Δημοκρατία της Μακεδονίας» είτε ως «Πρώην Γιουγκοσλαβικής Δημοκρατία της Μακεδονίας», είναι επίσης αυτονόητο.

Η συμφωνία φέρνει τον ΣΥΡΙΖΑ κοντά στην κεντροαριστερή άποψη και διανόηση στα εξωτερικά ζητήματα, που είχε πάντα πιο μετριοπαθή στάση στο Μακεδονικό, αλλά δεν τολμούσε να μιλήσει, και δίνει επιτέλους ένα επιχείρημα ώστε μια σειρά από μετριοπαθείς πολίτες να στηρίξουν τη θέση τους. Με αυτή τη συμφωνία ο ΣΥΡΙΖΑ έρχεται κοντά σε πιο τεχνοκρατικές απόψεις της ελληνικής κοινωνίας. Μέχρι τώρα το θέμα της ονομασίας ήταν ένα ταμπού, στο οποίο η συμφωνία αυτή βάζει φρένο. Από εδώ και πέρα το Μακεδονικό έχει δύο απόψεις στην Ελλάδα. Ο διάλογος έχει ξεκινήσει σε συγκεκριμένη βάση για πρώτη φορά και η μετριοπαθής πλευρά έχει αποκτήσει φωνή, επιχείρημα και όνομα να αποκαλέσει τη «χώρα χωρίς όνομα».

Είναι σημαντικό, κατά τη γνώμη μου, να εστιάσει κανείς στις θετικές επιπτώσεις της συμφωνίας και να ξεκινήσει ένα διάλογο σε κοινωνικό επίπεδο. Η πλευρά που υποστηρίζει τη συμφωνία έχει μια σειρά από επιχειρήματα να αναδείξει.

Η συμφωνία:

  1. Αντικαθιστά την ονομασία «Δημοκρατία της Μακεδονίας» με σύνθετο προσδιορισμό και κατοχυρώνει το αρχαίο ελληνικό παρελθόν στην ελληνική πλευρά. Οι παραχωρήσεις της άλλης πλευράς είναι προφανείς σε σύγκριση με την προηγούμενη ακραία κατάσταση.
  2. Ανοίγει το δρόμο για συνεργασία με τα Δυτικά Βαλκάνια, από τα οποία η Ελλάδα είχε περιθωριοποιηθεί τα τελευταία χρόνια για οικονομικούς αλλά και διμερείς λόγους με την ΠΓΔΜ.
  3. Συμπεριλαμβάνει μια σειρά θεμάτων που αφορούν σε θέματα διμερούς συνεργασίας και σε μέτρα οικοδόμησης εμπιστοσύνης που πρέπει να αναδειχθούν.
  4. Δημιουργεί ένα πρώτο σημαντικό προβάδισμα για την επίλυση διμερών διαφωνιών στο χώρο της πρώην Γιουγκοσλαβίας, δείχνοντας το δρόμο για το άλλο μεγάλο θέμα των Βαλκανίων μεταξύ Σερβίας και Κοσόβου. Στην επίλυση αυτής της σημαντικής διαφοράς που ταλανίζει τα Δυτικά Βαλκάνια η Ελλάδα μπορεί να εμφανιστεί ως μια αξιόπιστη τρίτη δύναμη στο διεθνές περιβάλλον.
  5. Βάζει την Ελλάδα δυναμικά στο οικονομικό και πολιτικό παιγνίδι των Βαλκανίων και η χώρα «βρίσκει τον παλιό καλό εαυτό της» σε μια περίοδο κατά την οποία η Τουρκία έχει αυξήσει την επιρροή της στην περιοχή και ιδιαίτερα στη γειτονική χώρα.
  6. Προσδίδει στη χώρα σημαντική αξιοπιστία στο πλαίσιο του ΝΑΤΟ και της ΕΕ σε μια περίοδο μεγάλης γεωπολιτικής αστάθειας.
  7. Επιτρέπει στην Ελλάδα να ζητήσει ανταλλάγματα στο οικονομικό πεδίο από την ΕΕ και πολιτικά από τις ΗΠΑ.

Για την ανάδειξη όλων αυτών των προτερημάτων χρειάζεται η κυβέρνηση να συνταχθεί με όλες τις φιλικές φωνές στον ακαδημαϊκό, επιχειρηματικό και άλλους φίλα προσκείμενους, στο θέμα του Μακεδονικού, χώρους και να συντάξει μια εναλλακτική φωνή στον εθνικισμό του Μακεδονικού.

Το παρόν κείμενο δεν θριαμβολογεί, απλά εστιάζει στις θετικές συνέπειες.

Η συμφωνία αυτή κάνει μια σημαντική αρχή. Όπως έχουμε δει και από άλλες αντίστοιχες συμφωνίες στην περιοχή (Σερβία-Κόσοβο), θα υπάρξουν προβλήματα στην εφαρμογή της, άλλα αναμενόμενα και άλλα που θα εξαρτώνται από την εκάστοτε συγκυρία. Κατά τη γνώμη μου, και όπως μας έχει δείξει το πρόσφατο παρελθόν, η ισχύς και αυτοτέλεια της Ελλάδας είναι συνυφασμένη με την οικονομική της βάση και όχι με την ένταση των εθνικιστικών φωνών.

Διευθυντής του European Studies Centre/South East European Studies στο St Antony’s College της Οξφόρδης

Σωτήρης Βαλντέν*

Η επίλυση του ζητήματος της ονομασίας της γειτονικής μας χώρας αποτελεί ένα ιστορικό γεγονός προς όφελος και των δύο χωρών, καθώς και της σταθερότητας στην περιοχή. Η συμφωνία ικανοποιεί ευαισθησίες της ελληνικής πλευράς, ενώ σέβεται την αξιοπρέπεια και την ταυτότητα των γειτόνων μας. Απελευθερώνει την εξωτερική και βαλκανική μας πολιτική από ένα μεγάλο βαρίδι και από τα αδιέξοδα στα οποία είχαμε οδηγηθεί τα τελευταία 25 χρόνια.

Η κυβέρνηση ορθότατα αξιοποίησε το «παράθυρο ευκαιρίας» που δημιούργησε η δημοκρατική πολιτική αλλαγή στη γείτονα και η διεθνής συγκυρία. Επέδειξε πολιτικό θάρρος και διαπραγματευτική ικανότητα, για την οποία Τσίπρας και Κοτζιάς αξίζουν συγχαρητήρια. Βέβαια, και στις δύο χώρες απομένει αρκετός δρόμος ως την υλοποίηση της συμφωνίας. Όσον μας αφορά, προέχει τώρα η μάχη ενάντια στους ποικίλης προέλευσης πατριδοκάπηλους που επιδιώκουν την υπονόμευση της συμφωνίας. Θέλω να ελπίζω ότι τα κόμματα της δημοκρατικής αντιπολίτευσης θα αρθούν στο ύψος των περιστάσεων. Ιδιαίτερα η ΝΔ ελπίζω να εγκαταλείψει το δρόμο του άκρατου λαϊκισμού και της ανευθυνότητας τον οποίο ακολουθεί σήμερα, και πιστεύω πως αυτό επιθυμεί και η πλειοψηφία των φιλελεύθερων οπαδών της. Όσον αφορά τον προοδευτικό χώρο, η στάση των πολιτικών δυνάμεων στο Μακεδονικό υπενθυμίζει πού βρίσκεται η διαχωριστική γραμμή προόδου – αντίδρασης και προς ποια κατεύθυνση πρέπει να αναζητηθούν προοδευτικές συγκλίσεις.

*  Διδάσκων στο Ελεύθερο Πανεπιστήμιο των Βρυξελλών

 

Χρήστος Ζιώγας*

Γιατί δεν είναι επωφελής η συμφωνία με τα Σκόπια… Πρώτον, οι προηγούμενες κυβερνήσεις δεν κατέληξαν σε συμφωνία με το γειτονικό κράτος διότι θεωρούσαν επιζήμιο να αναγνωρίσουν μακεδονική ταυτότητα και γλώσσα, που ήταν και τα δυσκολότερα ζητήματα της διαπραγμάτευσης. Η παρούσα κυβέρνηση συμφώνησε, υιοθετώντας επί του θέματος τις μειοψηφικές και όχι τις πλειοψηφικές αντιλήψεις της ελληνικής κοινωνίας. Κατά μία έννοια, αναγνωρίζοντας μακεδονική εθνότητα και γλώσσα, αναιρείται ο γεωγραφικός προσδιορισμός ως βασική συνιστώσα της προσπάθειας διευθέτησης, και ο αλυτρωτισμός, ενώ εξαλείφεται από τα θεσμικά κείμενα των Σκοπίων, μελλοντικά δύναται να επανέλθει εξ αυτού του γεγονότος.

Δεύτερον, οι διεθνείς συμφωνίες αντικειμενικό σκοπό έχουν την αμοιβαία δέσμευση των μερών και την κοινή αντίληψή τους επί των συμφωνηθέντων. Οι αρχαίοι έλεγαν: «Σοφόν το σαφές, ου το μη σαφές»! Όλα τα σημεία της συμφωνίας τα οποία δίνουν την δυνατότητα διαφορετικής ερμηνείας, πολύ πιθανόν να δημιουργήσουν προβλήματα στο μέλλον. Αναμφίβολα, το ζήτημα της ιστορικής κληρονομίας της Μακεδονίας και της μακεδονικής ταυτότητας στη σύγχρονή της διάσταση συνιστούν τέτοια.

Τρίτον, κυνικά αλλά κατά το πλείστον στο διεθνές σύστημα, η Ελλάδα ως ισχυρότερο κράτος δεν μπόρεσε να επιβάλει την επωφελέστερη για την ίδια λύση, μετατρέποντας -κατά τα φαινόμενα- ένα διμερές πρόβλημα σε εσωτερικό. Τέταρτο και συνακόλουθο, το κράτος των Σκοπίων επιθυμεί να γίνει μέλος διεθνών οργανισμών στους οποίους συμμετέχει η Ελλάδα. Είθισται τα προς ένταξη κράτη να προβαίνουν σε περισσότερες υποχωρήσεις, όχι το αντίστροφο. Πέμπτον, μια συμφωνία δεν πρέπει να δημιουργεί περισσότερα προβλήματα από αυτά που θεωρητικά επιλύει, και η συγκεκριμένη, αν και διευθετεί ορισμένα ζητήματα, ανήκει σ’ αυτή την κατηγορία.

* Μεταδιδακτορικός Ερευνητής και Διδάσκων Διεθνών Σχέσεων στο Πάντειο Πανεπιστήμιο και στο Πανεπιστήμιο Αιγαίου

 

Αλέξης Ηρακλείδης*

Η φόρμουλα λύσης που πρόσφατα βρέθηκε στο Μακεδονικό ήταν ανέλπιστη. Η διπλωματική αυτή επιτυχία της Ελλάδας ξεπέρασε κάθε ρεαλιστική ελληνική προσδοκία.

Κατόρθωσε το ακατόρθωτο, όχι μόνο την αλλαγή του ονόματος, αλλά και την εξασφάλιση του erga omnes και την αλλαγή εδαφίων του Συντάγματος. Δεν πρόκειται καν για μια λύση «θετικού αθροίσματος», με δύο κερδισμένους, χωρίς χαμένους, που ήταν το ζητούμενο, αλλά για λύση που γέρνει σαφώς υπέρ της ελληνικής πλευράς.

Ωστόσο, αυτή η ελληνική διπλωματική νίκη ίσως κρύβει, ακριβώς επειδή είναι ετεροβαρής (με νικητή την Ελλάδα), μια αχίλλειο πτέρνα: μπορεί τελικά να μη γίνει αποδεκτή από τους Σλαβομακεδόνες, όσο σημαντικά και να είναι τα «καρότα» (η ένταξη στο ΝΑΤΟ και οι ενταξιακές διαπραγματεύσεις με την ΕΕ) που χρυσώνουν το επώδυνο γι’ αυτούς χάπι.

*  Καθηγητής Διεθνών Σχέσεων και Ανάλυσης Συγκρούσεων στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας του Παντείου Πανεπιστημίου