Τον τελευταίο καιρό, είδαν το φως της δημοσιότητας, ειδήσεις για εξαγορές ή επενδύσεις σε νεοφυείς ελληνικές επιχειρήσεις από μεγάλους πολυεθνικούς ομίλους.
Μία από αυτές τις περιπτώσεις αφορά την Meta (μητρική εταιρία του Facebook), η οποία εξαγόρασε το 100% της ελληνικής Accusonus. Η Accusonus συμπεριλαμβάνεται στις πρώτες εταιρείες που κυκλοφόρησαν εμπορικά προϊόντα επεξεργασίας ήχου μηχανικής μάθησης (machine learning – μια μορφή αλγορίθμων τεχνητής νοημοσύνης που «μαθαίνουν» από τα δεδομένα). Ιδρύθηκε από δύο Έλληνες μηχανικούς το 2013. Σήμερα διαθέτει δύο γραφεία στην Ελλάδα (Αθήνα και Πάτρα) και είναι εγκατεστημένη στις ΗΠΑ (Μασαχουσέτη).
Η Accusonus είναι ένα από τα πολλά παραδείγματα επιχειρήσεων που έλαβαν χρηματοδότηση από το Equifund: ένα Ταμείο που ίδρυσε το Ελληνικό Δημόσιο σε συνεργασία με το Ευρωπαϊκό Επενδυτικό Ταμείο (EIF) για να ενισχύσει νεοφυείς επιχειρήσεις σε τομείς έντασης γνώσης μέσω συμμετοχής στο μετοχικό τους κεφάλαιο (equity / venture capital). Συνδυάζει δημόσιους πόρους του ΕΣΠΑ και ιδιωτικούς πόρους. Η απόφαση για την ίδρυση του Equifund λήφθηκε τον Σεπτέμβριο του 2016 στο Υπουργείο Οικονομίας. Οι πρώτες επενδύσεις ξεκίνησαν το 2017. Μέχρι σήμερα έχουν χρηματοδοτηθεί 119 επιχειρήσεις από 120 διαφορετικούς ιδιώτες επενδυτές με κεφάλαια ύψους 620 εκατ. ευρώ εκ των οποίων 210 του Equifund.
Το Equifund ήταν μέρος μιας συγκεκριμένης πολιτικής κατεύθυνσης της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ της περιόδου 2015-2019 που είχε στόχο τη στροφή του ελληνικού παραγωγικού μοντέλου στη γνώση, στην ποιότητα και στην υψηλή προστιθέμενη αξία. Περιλάμβανε πρωτοβουλίες όπως: ο Αναπτυξιακός Νόμος του 2016 (επίκεντρο η δευτερογενής παραγωγή), το πρόγραμμα Ερευνώ – Δημιουργώ – Καινοτομώ του ΕΣΠΑ (σύνδεση έρευνας με επιχειρηματικότητα), το Ελληνικό Ίδρυμα Έρευνας και Καινοτομίας (χρηματοδότηση της γενικής έρευνας), η Ελληνική Αναπτυξιακή Τράπεζα (με στόχο την κάλυψη του χρηματοδοτικού κενού που αφήνουν οι εμπορικές τράπεζες). Η πολιτική αυτή ήταν μέρος μιας συνολικής ελληνικής αναπτυξιακής στρατηγικής.
Αλλά αυτό που έχει περισσότερη σημασία είναι να εξαχθούν τα σωστά συμπεράσματα για το μέλλον. Κατά τη γνώμη μου αυτά είναι τα εξής:
- Υπάρχει το ελληνικό παραγωγικό δυναμικό που μπορεί να υποστηρίξει αυτή την στροφή στην ποιότητα. Για να πολλαπλασιαστεί αυτό το δυναμικό, πρέπει να βρίσκει κατάλληλα εργαλεία στήριξης, βάσει σχεδίου, με επιμονή και υπομονή, για μεγάλο χρονικό διάστημα. Αυτό δεν θα γίνει αν εξακολουθούμε από άλλη δημόσια τσέπη να σπαταλούμε το πάντα πεπερασμένο δημόσιο χρήμα σε εταιρείες delivery και υπηρεσίες σιδερωτηρίου ρούχων (αυτά προβλέπουν τροποποιήσεις επί του Αναπτυξιακού Νόμου του σημερινού Υπουργείου Ανάπτυξης – βλ. μελέτη του ΕΝΑ).
- Το Equifund φαίνεται να πετυχαίνει τον αρχικό του στόχο. Ο σχεδιασμός του και το μέγεθός των δημοσίων πόρων που διατέθηκαν το 2016 έβαλαν γερές βάσεις στο οικοσύστημα venture capital στην Ελλάδα το οποίο είναι σε θέση να χρηματοδοτήσει την οικονομία υψηλής έντασης γνώσης (αλλά και υψηλού ρίσκου) που δεν μπορεί κατά κανόνα να χρηματοδοτήσει το τραπεζικό σύστημα. Αντίστοιχα μέσα πρέπει να πολλαπλασιαστούν, να εξειδικευτούν σε συγκεκριμένες θεματικές περιοχές και να καλύψουν κενά του συστήματος όπως τα κεφάλαια σποράς και τα γραφεία μεταφοράς τεχνολογίας.
- Με βάση τα γραφόμενα στον τύπο, οι Έλληνες ιδρυτές της Accusonus, κατά την διαδικασία της εξαγοράς, επέμειναν και κατάφεραν να παραμείνει μεγάλο μέρος της οικονομικής δραστηριότητας της εταιρείας στην Ελλάδα. Τους αξίζουν συγχαρητήρια (και) γι’ αυτόν τον λόγο. Ωστόσο είναι ευθύνη του κράτους να διασφαλίσει το κατάλληλο περιβάλλον ώστε να παραμένουν τέτοιες δραστηριότητες στη χώρα.
- Επιτέλους είναι καιρός να αναβαθμιστεί η δημόσια συζήτηση σχετικά με το κορυφαίο ζήτημα μετασχηματισμού του ελληνικού παραγωγικού μοντέλου (ξεφεύγοντας από επικοινωνιακές κενότητες του τύπου «εμείς είμαστε υπέρ των επενδύσεων – εσείς όχι»).
* Του Παναγιώτη Κορκολή, Υπεύθυνου Ανάπτυξης του Ινστιτούτου Εναλλακτικών Πολιτικών ΕΝΑ, πρώην Γενικού Γραμματέα Δημοσίων Επενδύσεων & ΕΣΠΑ, πρώην προέδρου του Επενδυτικού Συμβουλίου του Equifund – Το άρθρο δημοσιεύθηκε πρωτότυπα στην εφημερίδα «Τα Νέα Σαββατοκύριακο» (12-13 Φεβρουαρίου 2022)