Ο Μαρκ Νεοκλέους, Καθηγητής Κριτικής της Πολιτικής Οικονομίας στο Πανεπιστήμιο Brunel στο Λονδίνο, μιλά στο ΕΝΑ για την έννοια της αστυνομικής εξουσίας, με αφορμή την επανέκδοση του βιβλίου του A Critical Theory of Police Power από τις εκδόσεις Verso.

Ο Νεοκλέους υποστηρίζει ότι η κατανόηση της ευρύτητας της έννοιας «αστυνομική εξουσία» είναι ένα από τα κλειδιά για την κατανόηση της ανόδου και επικράτησης του καπιταλισμού, στο βαθμό που αυτή η εξουσία παρενέβαινε και ρύθμιζε σχεδόν όλα τα πεδία της κοινωνικής και οικονομικής ζωής. Ο βαθμιαίος περιορισμός της αστυνόμευσης σε αυτό που ονομάζεται «πρόληψη και εξάλειψη του εγκλήματος» δεν αναιρεί την κεντρικότητα της αστυνόμευσης για αυτό που ο ίδιος αποκαλεί «κατασκευή της κοινωνικής τάξης πραγμάτων» (fabrication of social order). Αντίθετα, η εκτεταμένη διακριτική ευχέρεια που η αστυνομική εξουσία απολαμβάνει και ασκεί εξακολουθεί να λογίζεται ως βασική προϋπόθεση αναπαραγωγής του καπιταλισμού και σήμερα.

Συνέντευξη στον Κώστα Ελευθερίου, Συντονιστή του Κύκλου Πολιτικής Ανάλυσης του ΕΝΑ

[ * Μετάφραση από τα αγγλικά: Κώστας Ελευθερίου, Σταυρούλα Μανώλη ]


Πώς ορίζεις αυτή τη διευρυμένη έννοια της αστυνομικής εξουσίας που χρησιμοποιείς;

Προτιμώ να αναφέρομαι στην αστυνομική εξουσία και όχι απλά στην «αστυνομία». Το να σκεφτόμαστε αποκλειστικά με όρους αστυνομίας οδηγεί στον περιορισμό της έννοιας της αστυνόμευσης στις επαγγελματικές αστυνομικές δυνάμεις. Αυτό είναι κάτι που αποδυναμώνει ουσιωδώς την έννοια: καταρχάς αφήνει εκτός κάδρου όλους τους άλλους κρατικούς θεσμούς που εμπλέκονται στην αστυνόμευση. Επιπλέον, η αποκλειστική έμφαση στην αστυνομία μάς κατευθύνει σε συζητήσεις που περιστρέφονται γύρω από αυτόν το θεσμό. Δουλεύω επομένως με μια διευρυμένη έννοια της αστυνομικής εξουσίας, που περιλαμβάνει μεν τις επαγγελματικές αστυνομικές δυνάμεις, αλλά δεν περιορίζεται σε αυτές.

Υπό μία έννοια, το να χρησιμοποιούμε μια τέτοια διευρυμένη εννοιολόγηση είναι μια προσπάθεια να ανακτήσουμε τη γενική «αστυνομική επιστήμη» που υπήρχε κάποτε. Αυτού του είδους η επιστήμη ασχολούνταν με τη γενική διαχείριση της κοινωνίας από το κράτος και άρα κατανοούσε ως κυριολεκτικά απεριόριστο το επιστημονικό της εύρος. Όλα τα αναδυόμενα καπιταλιστικά κράτη άσκησαν πληθώρα εξουσιών υπό τον τίτλο «αστυνομία», που περιλάμβαναν την ιατρική φροντίδα, την πρόνοια, τη δημόσια υγεία, τη νομοθεσία ελέγχου της κατανάλωσης, τη γεφυροποιία, τον δημόσιο φωτισμό. Ο λόγος που όλα αυτά συνδέθηκαν με την ιδέα της αστυνομίας είναι γιατί το αντικείμενό της ήταν η τάξη (order), στην πιο πλατιά σημασία της.

Στις αρχές του 19ου αιώνα εμφανίζεται το φαινόμενο της λεγόμενης επαγγελματοποίησης της αστυνόμευσης. Επρόκειτο για την απαρχή μιας μακράς περιόδου, στη διάρκεια της οποίας διάφορες λειτουργίες της αστυνόμευσης μεταφέρθηκαν σε άλλα σώματα. Για παράδειγμα, αυτό που κάποτε ήταν η υγειονομική αστυνόμευση καθίσταται η «κοινωνική [δημόσια] υγεία» ή η «υγειονομική υπηρεσία». Η διαχείριση της αποχέτευσης και του φωτισμού των οδών γίνεται η δημόσια υγεία και ασφάλεια. Η αστυνόμευση της φτώχειας γίνεται η «πρόνοια» και η «κοινωνική ασφάλιση», ενώ η αστυνόμευση της αγοράς μεταφέρθηκε σε όργανα με ονόματα όπως «Food Standards Agency» [υπηρεσία ελέγχου τροφίμων στο Ηνωμένο Βασίλειο]. Ως εκ τούτου, με αυτή τη [λειτουργική] διαφοροποίηση, ο νέος αστυνομικός θεσμός θα μπορούσε, σύμφωνα με το σχετικό επιχείρημα, να επικεντρωθεί καλύτερα στο πραγματικό του αντικείμενο, που είναι η πρόληψη των εγκλημάτων και η επιβολή του νόμου, για τα οποία θα ήταν πλέον επαγγελματικά εκπαιδευμένος και οργανωμένος.

Υπάρχει ωστόσο ένα πρόβλημα με την ιδέα ότι αυτή η νέα αστυνομία ήταν και η «πραγματική» αστυνομία. Πρώτον, ασχέτως της διαδεδομένης αντίληψης ότι ο στενά οριζόμενος αστυνομικός θεσμός υπάρχει για να προλαμβάνει ή να εξαλείφει το έγκλημα, εξακολουθεί να ισχύει ότι ακόμα και η πιο ασαφής «διατάραξη της τάξης» θεωρείται λόγος για αστυνομική παρέμβαση. Συνεπώς, η αστυνομία παρεμβαίνει διαρκώς σε καταστάσεις που θεωρούνται «διαταράξεις», ασχέτως του εάν έχει διαπραχθεί κάποιο έγκλημα ή έχει παραβιαστεί κάποιος νόμος.

Δεύτερον, όλοι οι θεσμοί που ασχολούνται με ζητήματα ευταξίας και με τη συμπεριφορά των πολιτών εντός αυτής έχουν στενή σχέση με αυτές που σήμερα λογίζονται ως επαγγελματικές αστυνομικές δυνάμεις. Στην πραγματικότητα, η σχέση αυτή είναι τόσο στενή, που ο θεσμός της αστυνομίας συνεχίζει να διασταυρώνεται με όλες τις άλλες κρατικές υπηρεσίες, από την αδειοδότηση οχημάτων έως τα σχολεία και από τη στέγαση έως την κοινωνική ασφάλιση και πρόνοια. Η ανάπτυξη των σύγχρονων μορφών αστυνομικής εξουσίας είναι επομένως ταυτισμένη με την ανάπτυξη και επέκταση των θεσμών πολιτικής διοίκησης.

Τρίτον, η αστυνομία διασταυρώνεται και διαπλέκεται, επίσης, με κάθε είδους άλλα σώματα που αξιώνουν μια κάποιου είδους εξουσία πάνω σε κάποια μορφή τάξης. Στην Ελλάδα υπάρχει το πλέον προφανές παράδειγμα της ξαφνικής εισαγωγής της αστυνομίας στους πανεπιστημιακούς χώρους. Με άλλα λόγια, παρά το υποτιθέμενο «στένεμα» του αντικειμένου της αστυνομίας στη διάρκεια της βαθμιαίας επαγγελματοποίησης των αστυνομικών δυνάμεων, ο θεσμός της αστυνομίας εξακολουθεί να εγείρει αξιώσεις για τις ευρύτερες δυνατές εξουσίες. Και αυτό γιατί το κράτος επιθυμεί η αστυνομία να βρίσκεται σε επαφή με όλες τις άλλες υπηρεσίες του, αλλά και γιατί η απλή επιβολή του νόμου ποτέ δεν αρκεί για ένα θεσμό που είναι επιφορτισμένος με την «κατασκευή της τάξης». Αυτή είναι η βάση της «ειδικής θέσης» της αστυνομικής εξουσίας, την οποία αντιλαμβάνονταν όλοι οι πρώιμοι θεωρητικοί της αστυνόμευσης. Υποστηρίζω ότι, για να το κατανοήσουμε αυτό, χρειαζόμαστε μια θεωρία της αστυνομικής εξουσίας και όχι απλά της αστυνομίας.

Με ποιους τρόπους η αστυνομική εξουσία κατασκευάζει την κοινωνική τάξη πραγμάτων;

Το ιστορικό επιχείρημα σχετικά με αυτό είναι περίπλοκο και απαιτεί να σκεφτούμε την αστυνομική εξουσία με όρους κριτικής της πολιτικής οικονομίας. Ο Μαρξ, στον πρώτο τόμο του Κεφαλαίου –ο υπότιτλος του οποίου, όπως ξέρεις, είναι Μια Κριτική της Πολιτικής Οικονομίας–, μας αποκαλύπτει αυτό που αποκαλεί το «εσώτερο μυστικό» της αστικής τάξης πραγμάτων. Ποιο είναι αυτό το μυστικό; Το κεφάλαιο γεννιέται και συνεχίζει να υπάρχει μόνο όταν διαχωριστεί το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού από την πρόσβασή του σε μέσα διαβίωσης πέραν του μισθού. Το κεφάλαιο απαιτεί την παρουσία ενός πληθυσμού ο οποίος είναι ελεύθερος, ικανός και επαρκώς πρόθυμος να πουλήσει την εργατική του δύναμη για ένα μισθό. Για να το κάνει αυτό, το κεφάλαιο εμπλέκεται σε αυτό που ο Μαρξ ονομάζει «συστηματική αποικιοποίηση του κόσμου». Το μυστικό συνίσταται επομένως στο πώς αποκρίνεται το κράτος στην απαίτηση του κεφαλαίου για εργάτες. Το κράτος ανταποκρίνεται δημιουργώντας την εργατική τάξη.

Χωρίς το διαχωρισμό των εργατών από τα μέσα παραγωγής, το κεφάλαιο δεν θα μπορούσε να υπάρξει, ούτε θα μπορούσε να προκύψει η καπιταλιστική συσσώρευση. Το κράτος, διαμέσου του νόμου και της βίας –και ειδικότερα της βίας του νόμου–, ξεκινά να σφυρηλατεί την κοινωνική τάξη της μισθωτής εργασίας, απομακρύνοντας τους εργάτες από την πρόσβασή τους στη γη, διώχνοντάς τους από τα σπίτια τους και μετατρέποντάς τους σε αστέγους. Σε αυτό το σημείο η άρχουσα τάξη θεσπίζει νόμους που επιτρέπουν στο κράτος να αστυνομεύσει την αστεγία, επιτρέποντας, για παράδειγμα, στις αρχές να στέλνουν τους αστέγους πίσω στις περιοχές καταγωγής τους για να δουλέψουν. Επρόκειτο για μια διαδικασία πειθάρχησης, που σχεδιάστηκε για να τους κάνει όσο το δυνατόν πιο πρόθυμους να γίνουν μισθωτοί. Η αστυνομική εξουσία ήταν κεντρική για την προώθηση αυτής της διαδικασίας.

Θεωρώ ότι το κλειδί για να καταλάβει κάποιος την αστυνομική εξουσία είναι να καταλάβει το ρόλο της στην κατασκευή μιας κοινωνικής τάξης πράγματων βασισμένης στην αποστέρηση, την εκμετάλλευση και τη συσσώρευση κεφαλαίου. Οι Νόμοι περί Επαιτείας (Vagrancy Acts) και οι εργατικοί νόμοι του πρώιμου καπιταλισμού στόχευαν αυτούς που επιζητούσαν τη διατήρηση της επιβίωσής τους πέραν της έμμισθης σχέσης. Την ίδια στιγμή, λάμβανε χώρα η κλοπή της δημόσιας γης, της γης και των πόρων που κατείχε από κοινού ο λαός. Διαμέσου αυτής της αποστέρησης, οι γαιοκτήμονες και η αναδυόμενη καπιταλιστική τάξη προσέφεραν στους εαυτούς τους ένα «νόμιμο» δικαίωμα να διεκδικούν τη γη που κάποτε ήταν δημόσια ως ιδιωτική τους περιουσία. Αυτό, με τη σειρά του, το έκανε ολοένα και πιο δύσκολο για τον οποιοδήποτε να συντηρηθεί «από τη γη» και κατ’ επέκταση ενίσχυε την κατασκευή μιας τάξης μισθωτών εργατών. Από ιστορική σκοπιά, αυτή ήταν η κατεξοχήν αστυνομική λειτουργία.

Εντοπίζουμε μια συνέχεια της ίδιας διαδικασίας στην κεντρικότητα της αστυνόμευσης για την εδραίωση της μορφής του μισθού όσο αναπτυσσόταν ο καπιταλισμός. Πράξεις που κάποτε θεωρούνταν νόμιμοι μηχανισμοί επιβίωσης βαθμιαία ποινικοποιήθηκαν, διαμέσου της εντατικοποίησης της καπιταλιστικής πειθαρχίας μέσα στους χώρους δουλειάς. Στο Ηνωμένο Βασίλειο, από τα τέλη του 18ου αιώνα και έπειτα, οι εργοδότες προσπάθησαν συντονισμένα να επιβάλουν νέες ποινικές κυρώσεις ενάντια σε πρακτικές που προηγουμένως θεωρούνταν τα «τυχερά της δουλειάς». Για παράδειγμα, οι λιμενεργάτες ιστορικά ασκούσαν ένα «δικαίωμα» επί του εμπορεύματος που είχε χυθεί, όπως π.χ. η ζάχαρη, ο καφές ή άλλα προϊόντα από το αμπάρι του πλοίου. Οι εργαζόμενοι στις βιομηχανίες ενδυμάτων αξιοποιούσαν τα ρετάλια, ενώ στους αγρεργάτες επιτρεπόταν να συλλέγουν το σιτάρι που είχε σκορπιστεί μετά το μάζεμα της σοδειάς. Πρακτικές όπως αυτές λειτουργούσαν ως σημαντική πρόσθετη μορφή βιοπορισμού για τους εργάτες, οι οποίοι είτε χρησιμοποιούσαν αυτού του είδους τα αντικείμενα για την κάλυψη των άμεσων αναγκών τους, είτε τα αντάλλασσαν με αντικείμενα που είχαν συλλέξει εργάτες από άλλες βιομηχανίες, είτε τα πουλούσαν. Όλα αυτά επίσης έδιναν τη δυνατότητα στους ανθρώπους να βιοποριστούν χωρίς να βασίζονται αποκλειστικά στο μισθό τους. Εντούτοις, με μια κίνηση ύψιστης ιστορικής σημασίας κατά τη Βιομηχανική Επανάσταση (που υπήρξε καθοριστική περίοδος και για την ανάπτυξη της αστυνομικής εξουσίας), η άρχουσα τάξη υποστήριξε ότι τέτοια εθιμικά δικαιώματα αντέκειντο προς την ιδέα του μισθού. Επιπλέον, πίστευε ότι οι εργάτες ενθάρρυναν [για προσωπικό τους όφελος] το διασκορπισμό τέτοιων κατάλοιπων αγαθών και υλικών. Ως αποτέλεσμα, αυτές οι πρακτικές σταδιακά βρέθηκαν αντιμέτωπες με την απειλή ποινικών κυρώσεων. Με άλλα λόγια, όλα αυτά που κάποτε ήταν εθιμικοί και απόλυτα νόμιμοι μηχανισμοί επιβίωσης έγιναν παράνομες πρακτικές και υποτάχθηκαν σε νέους, παρεμβατικούς αστυνομικούς νόμους. Αυτή η αστυνόμευση ήταν κεντρική για την εδραίωση της μορφής του μισθού, καθώς η εν λόγω διαδικασία έλαβε χώρα διαμέσου της άσκησης της αστυνομικής εξουσίας σε μαζική κλίμακα. Εδραίωση της μορφής του μισθού και ανάπτυξη της αστυνομικής εξουσίας πήγαν χέρι χέρι. Ο καπιταλισμός δημιουργήθηκε από την αστυνομική εξουσία.

Για αυτόν το λόγο ο όρος «επαιτεία» ή και άλλοι παρόμοιοι όροι εξακολουθούν να είναι σημαντικοί στη γλώσσα της αστυνομίας. Αυτός ο όρος είναι σημαντικός καθώς η κεντρικότητα της διακριτικής ευχέρειας της αστυνομικής εξουσίας έχει άμεση συνάφεια με τους τρόπους με τους οποίους η «επαιτεία» επιτρέπει τη χρήση αυτής της ευχέρειας. Σε αντίθεση με τα περισσότερα επαγγέλματα, όπου η διακριτική ευχέρεια αυξάνεται όσο ανελίσσεται κάποιος στην οργανωτική κλίμακα, στην οργάνωση της αστυνομίας η διακριτική ευχέρεια είναι ιδιαίτερα αυξημένη στα χαμηλότερα επίπεδα. Και αυτό γιατί βρίσκεται στην καρδιά της καθημερινής αστυνόμευσης. Στο Ηνωμένο Βασίλειο η αστυνόμευση εξακολουθεί να βασίζεται σε ορισμένες προβλέψεις του Νόμου για την Επαιτεία του 1824. Στην ενότητα 4 αυτού του νόμου προβλέπεται η σύλληψη και τιμωρία ανθρώπων απλά επειδή ήταν αργόσχολοι ή ατημέλητοι, επειδή περιπλανιούνταν, επειδή διανυκτέρευσαν σε ένα στάβλο, σε ένα άδειο κτίριο ή σε μια σκηνή, σε ένα κάρο, ένα βαγόνι ή ακόμα και σε κάποιον εξωτερικό χώρο, επειδή δεν είχαν να επιδείξουν εμφανή μέσα βιοπορισμού, επειδή προσπαθούσαν να κερδίσουν χρήματα από κάποια μικροαπάτη, επειδή αντιστάθηκαν σε κάποιον αστυνομικό ή επειδή απλώς και μόνο «δεν ήταν ικανοί να παρουσιάσουν επαρκώς τους εαυτούς τους».

Συνεπώς, η νομοθεσία για την επαιτεία είναι μια κλασικού τύπου αστυνομική εξουσία, καθώς επιτρέπει στους αστυνομικούς, εφόσον υποψιάζονται ότι κάποιος είναι επαίτης, να τον σταματούν, να τον ανακρίνουν και να τον ψάχνουν. Αυτό δίνει απόλυτη εξουσία στην αστυνομία, στο βαθμό που η υποψία και η κατηγορία για επαιτεία είναι αποκλειστικά στο χέρι του αστυνομικού – εναπόκειται στη διακριτική ευχέρεια του αστυνομικού να αντιμετωπίσει ένα πρόσωπο σαν να ήταν επαίτης. Και, όπως υποστήριξα παραπάνω, η πρόθεση δεν είναι τόσο να τιμωρηθεί ένα έγκλημα ως τέτοιο, όσο να εξαφανιστούν κοινωνικά στοιχεία που θεωρούνται απείθαρχα.

Ως εκ τούτου, καταλήγω σε αυτό που θεωρώ την ανεκτική φύση του νόμου σε ό,τι αφορά τις αστυνομικές εξουσίες. Ο νόμος είναι δομημένος με τέτοιον τρόπο ώστε να επιτρέπει στην αστυνομία να κάνει ό,τι επιθυμεί στο όνομα της «ευταξίας». Όροι όπως η «επαιτεία» είναι κομβικοί γι’ αυτό.

Ποια είναι η θέση της ασφάλειας και της ανασφάλειας στις σύγχρονες κοινωνίες;

Πολλά από τα πολιτικά μας επιχειρήματα μοιάζουν με ατέλειωτη φλυαρία σχετικά με την ασφάλεια. Η ιδέα της αστυνομικής εξουσίας βασίζεται στην ιδέα της «εύτακτης ανασφάλειας». Η αστυνομική εξουσία διαμορφώθηκε από μια λογική «ανασφάλειας», η οποία τροφοδοτεί την κατασκευή αιτημάτων «ασφάλειας», την οποία μας λένε ότι μόνο η αστυνομία μπορεί πραγματικά να μας προσφέρει. Αυτή η αντίληψη έχει διαδοθεί ακόμα περισσότερο κατά τις τελευταίες δύο δεκαετίες. Νομίζω ότι υπάρχουν δύο πρωταρχικά στοιχεία αυτής της εξέλιξης, που είναι τα πλέον εμφανή και επικίνδυνα.

Το πρώτο είναι ότι η ασφάλεια θέλει να παραμένει αδιαφιλονίκητη. Οφείλουμε να σκύβουμε το κεφάλι μπροστά σε κάθε απαίτηση ασφάλειας· επιπλέον, κάθε επίθεση στις ζωές και τις ελευθερίες μας εξαπολύεται στο όνομα της ασφάλειας. Η ασφάλεια είναι πλέον το θεμέλιο της υπακοής μας: «Σκάσε και υπάκουσε, γιατί διακυβεύεται η ασφάλεια!».

Το δεύτερο είναι ότι οφείλουμε πλέον να έχουμε εσωτερικεύσει αυτή την κατάσταση. Αυτό το ονομάζω «πολιτική ικανότητα ως ψυχική δεινότητα», και στην καρδιά αυτής της ψυχικής δεινότητας βρίσκεται η ασφάλεια. Πρέπει να μετασχηματίσουμε τις ψυχές μας στο όνομα της ασφάλειας, πρέπει να πιστεύουμε σε αυτή και να το δείχνουμε διαρκώς μέσα από την τέλεση αλλεπάλληλων «τελετουργιών» για τη διασφάλισή της.

Ποιες είναι οι κύριες επιρροές στη θεωρία σου;

Εάν εννοείς θεωρητικές επιρροές, τότε το έργο μου έχει σε πολύ μεγάλο βαθμό διαμορφωθεί από τη διαρκή ενασχόληση με τον Μαρξ, διότι είναι αυτός που εισφέρει τα θεμέλια της κριτικής της πολιτικής οικονομίας ως μέσο σύλληψης της κοινωνικής ολότητας, όπως επίσης και από την παράδοση της Κριτικής Θεωρίας. Δεδομένων αυτών, το έργο μου έχει δεχθεί επιδράσεις από στοχαστές διαφορετικών πολιτικών αναφορών, και μαθαίνω πολλά διαβάζοντας ιδιαίτερα θεωρητικούς που ανήκουν σε διαφορετικό στρατόπεδο. Για παράδειγμα, πάντοτε καταφεύγω στον Τόμας Χομπς, ως τον κατεξοχήν θεωρητικό της ασφάλειας, πέρα από οποιονδήποτε άλλο. Αν υπάρχει κάτι αξιοσημείωτο στην πανδημία του κορονοϊού είναι το πώς μας ωθεί να ξανασκεφτούμε τον Λεβιάθαν. Εάν θυμάσαι τη διάσημη εικόνα στο εξώφυλλο της πρώτης έκδοσης, αυτή είναι περισσότερο γνωστή για τη μορφή του κυρίαρχου που κοιτάει κατάματα τον αναγνώστη, με το σώμα του να συντίθεται από τους υπηκόους του, ενώ στα χέρια του κρατά τα σύμβολα της εξουσίας. Κάτω όμως από αυτόν εικονίζεται η πόλη, η οποία παρασταίνεται άδεια, με την εξαίρεση ενός ευάριθμου προσωπικού ασφαλείας. Στο κάτω μέρος της εικόνας, δίπλα στο τείχος της πόλης [ΣτΜ: αριστερά από τον καθεδρικό ναό], στέκονται δύο γιατροί με στολή προστασίας από την πανώλη. Ο Λεβιάθαν είναι μια πόλη σε lockdown. Μου αρέσει να διαλέγομαι με στοχαστές που διεγείρουν τη σκέψη και που το έργο τους είναι πλούσιο σε ιδέες. Ο Χομπς το κάνει αυτό, όπως επίσης και ο Χέγκελ.

Αν λάβουμε όλα αυτά υπόψη, πώς αξιολογείς την τρέχουσα κατάσταση στην αστυνόμευση στο πλαίσιο της πανδημικής κρίσης;

Μια σειρά από πράγματα μου έρχονται στο μυαλό. Πρώτον, η πανδημία κατέστησε σαφές το μεγάλο εύρος της διακριτικής ευχέρειας της αστυνομικής εξουσίας. Ιστορικά, αυτή η διακριτική ευχέρεια εφαρμοζόταν πάντοτε στους ανθρώπους της εργατικής τάξης, στους μαύρους και πιο πρόσφατα σε Ασιάτες που μοιάζει να είναι μουσουλμάνοι. Το ενδιαφέρον με την πανδημία του κορονοϊού είναι ότι ξαφνικά δέχονται ελέγχους και τα μέλη της λευκής μεσαίας τάξης. Και αυτό δεν τους άρεσε καθόλου, κι έτσι άρχισαν να παραπονιούνται, απαιτώντας να προσδιοριστεί εκ των προτέρων η ακριβής φύση της αστυνομικής εξουσίας. Επομένως, το πρώτο που σημειώνουμε είναι το πώς η πανδημία φανέρωσε πέραν κάθε αμφιβολίας την πραγματικότητα της αστυνομικής διακριτικής ευχέρειας.

Το δεύτερο είναι ότι η υγειονομική αστυνόμευση επανήλθε δριμύτερη. Είναι ξεκάθαρο ότι η αναπαραγωγή της καπιταλιστικής τάξης απαιτεί μια υγειονομική αστυνόμευση σε κλίμακα που είχαμε καιρό να δούμε.

Τρίτον, είναι σαφές ότι πλευρές αυτής της νέας υγειονομικής αστυνόμευσης θα βασιστούν σε κάποιου είδους διαβατήριο ανοσίας ή πιστοποιητικό εμβολιασμού. Προς το παρόν αυτό που συζητιέται είναι το εάν ένα τέτοιο έγγραφο θα απαιτείται για χώρους διασκέδασης (μπαρ, γήπεδα κ.λπ). Το πραγματικό ζήτημα ωστόσο είναι εάν θα χρησιμοποιηθεί το διαβατήριο ανοσίας για εργασιακούς σκοπούς. Αυτό θα αναδείξει την κεντρικότητα της υγειονομικής αστυνόμευσης για τη διατήρηση της λειτουργίας του καπιταλισμού.

 

Διαβάστε ακόμη: