Του Θεόδωρου Μ. Μητράκου, Οικονομολόγου, τ. Υποδιοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος – Η ανάλυση δημοσιεύθηκε πρωτότυπα στο Kreport στις 19 Δεκεμβρίου 2021 → 

Η Ελλάδα εισήλθε στην χρηματοοικονομική κρίση του 2008 με υψηλό επίπεδο εισοδηματικής ανισότητας σε σχέση με τις άλλες χώρες της ΕΕ. Η ανισότητα αυξήθηκε δραματικά τα πρώτα έτη της κρίσης, για να διατηρηθεί στο ίδιο υψηλό επίπεδο για μία περίπου πενταετία και να αποκλιμακωθεί στη συνέχεια. Σημαντικές ενδείξεις με βάση τα πιο πρόσφατα στοιχεία για το 2020 (εισοδήματα 2019) δημιουργούν ανησυχίες για μία νέα φάση επιδείνωσης της εισοδηματικής ανισότητας αλλά και άλλων κοινωνικών δεικτών (υλικές στερήσεις, κίνδυνος φτώχειας, κοινωνικός αποκλεισμός κ.ά.).

Πράγματι, με βάση τα αποτελέσματα της Έρευνας Εισοδήματος και Συνθηκών Διαβίωσης των Νοικοκυριών (EU-SILC) που ανακοινώνονται από την Eurostat και παρουσιάζονται στο Διάγραμμα 1, από το 2008 μέχρι και το 2010 καταγράφεται σταθερότητα της εισοδηματικής ανισότητας στην Ελλάδα, καθώς η κρίση δεν είχε ακόμη ουσιαστικά εκδηλωθεί. Στα πρώτα έτη της κρίσης η εισοδηματική ανισότητα με βάση τον πιο διαδεδομένο δείκτη ανισότητας (συντελεστή Gini) αυξάνεται από 32,9% το 2010 σε 33,6% το 2011 και 34,3% το 2012, εξέλιξη που φανερώνει ότι οι εισοδηματικές απώλειες που προκλήθηκαν από τα πρώτα μέτρα λιτότητας ήταν πιο άνισα κατανεμημένες στον ελληνικό πληθυσμό. Την περίοδο που ακολούθησε (2012-16) η εισοδηματική ανισότητα διατηρήθηκε στο ίδιο υψηλό επίπεδο (Gini μεταξύ 34,2% και 34,5%), για να μειωθεί σταδιακά στη συνέχεια, προσεγγίζοντας το 2017 (33,4%) τα προ κρίσης επίπεδα, ενώ το 2018 και το 2019 μειώθηκε ακόμα περισσότερο καταγράφοντας ιστορικά χαμηλό επίπεδο (2019: 31,0%). Ωστόσο, η αποκλιμάκωση της εισοδηματικής ανισότητας την περίοδο 2017-2019 φαίνεται να ανακόπτεται ή και να αντιστρέφεται ελαφρά με βάση τα τελευταία στοιχεία που δημοσίευσε πρόσφατα η ΕΛΣΤΑΤ από την έρευνα για το έτος 2020 (Gini 31,1%, ΕΛΣΤΑΤ, Δελτίο Τύπου 22 Ιουνίου 2021 «ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΑΝΙΣΟΤΗΤΑ», Έρευνα Εισοδήματος και Συνθηκών Διαβίωσης των Νοικοκυριών έτος 2020, περίοδος αναφοράς εισοδήματος 2019).

Ανάλογη είναι για την περίοδο 2008-2020 και η εξέλιξη του λόγου του εισοδηματικού μεριδίου του πλουσιότερου 20% του πληθυσμού προς το αντίστοιχο μερίδιο για το φτωχότερο 20% του πληθυσμού (γνωστός ως δείκτης S80/S20, βλ. Διάγραμμα 1). Μάλιστα, τα τελευταία διαθέσιμα στοιχεία για το πιο πρόσφατο έτος δείχνουν ότι τα υψηλότερα εισοδηματικά κλιμάκια της κατανομής του διαθέσιμου εισοδήματος των ελληνικών νοικοκυριών, ενίσχυσαν ελαφρά το εισοδηματικό τους μερίδιο έναντι των πιο φτωχών κλιμακίων. Πράγματι, με βάση τα στοιχεία της έρευνας του 2020, το 25% του πληθυσμού με το υψηλότερο εισόδημα, κατέχει το 45% του συνολικού εθνικού διαθέσιμου εισοδήματος (ποσοστό ελαφρά αυξημένο σε σχέση με το 2019), έναντι μόλις 10,4% που κατέχει το 25% του πληθυσμού με το χαμηλότερο εισόδημα (ποσοστό σταθερό σε σχέση με το 2019).

Διάγραμμα 1. Δείκτες εισοδηματικής ανισότητας στην Ελλάδα, μετά την κρίση του 2008

Πηγή: Έρευνες Εισοδήματος και Συνθηκών Διαβίωσης των Νοικοκυριών (EU-SILC), ΕΛΣΤΑΤ και Eurostat.

Την επιδείνωση ορισμένων κοινωνικών δεικτών από το 2020, υποστηρίζουν και άλλοι δείκτες όπως είναι το ποσοστό των ατόμων με υλικές στερήσεις που προσεγγίζει το επίπεδο διαβίωσης του πληθυσμού. Από τη μελέτη των δεικτών για τις συνθήκες διαβίωσης του πληθυσμού της χώρας προκύπτει ότι η στέρηση βασικών αγαθών και υπηρεσιών (δυσκολία ανταπόκρισης στην πληρωμή έκτακτων οικονομικών αναγκών, αδυναμία κάλυψης εξόδων για διακοπές μίας εβδομάδας το χρόνο, αδυναμία διατροφής που να περιλαμβάνει κάθε δεύτερη ημέρα κοτόπουλο, κρέας ή ψάρι, αδυναμία πληρωμής για ικανοποιητική θέρμανση της κατοικίας, έλλειψη βασικών αγαθών, όπως πλυντήριο ρούχων, έγχρωμη τηλεόραση, τηλέφωνο, αυτοκίνητο, αδυναμία αποπληρωμής δανείων, δυσκολίες στην πληρωμή πάγιων λογαριασμών), δεν αφορά μόνο το φτωχό πληθυσμό, αλλά και σημαντικό μέρος του μη φτωχού πληθυσμού. Το ποσοστό του πληθυσμού που δεν μπορεί να ανταποκριθεί οικονομικά ή στερείται, λόγω οικονομικής αδυναμίας, τουλάχιστον 3 από τον προηγούμενο κατάλογο των 9 αγαθών και υπηρεσιών που καταγράφει η Έρευνα Εισοδήματος και Συνθηκών Διαβίωσης των Νοικοκυριών, αυξήθηκε το 2020 κατά δύο περίπου ποσοστιαίες μονάδες (32% το2020 έναντι 30,2% το 2019, βλ. Διάγραμμα 2). Η αύξηση αυτή, του ποσοστού της υλικής στέρησης, το 2020 σε σχέση με το 2019 είναι ακόμα μεγαλύτερη στην περίπτωση των παιδιών ηλικίας έως και 17 ετών (2,7 ποσοστιαίες μονάδες) συγκριτικά με τις υπόλοιπες ομάδες ηλικιών.

Διάγραμμα 2. Δείκτης υλικών στερήσεων στην Ελλάδα, μετά την κρίση του 2008

Πηγή: Έρευνες Εισοδήματος και Συνθηκών Διαβίωσης των Νοικοκυριών (EU-SILC), ΕΛΣΤΑΤ και Eurostat.

Τέλος, ο δείκτης του κινδύνου σχετικής φτώχειας, ή αλλιώς το ποσοστό σχετικής φτώχειας, που δείχνει την αναλογία του πληθυσμού με εισόδημα κάτω από ένα όριο, το οποίο ορίζεται συμβατικά σε σχέση με το διάμεσο εισόδημα για το σύνολο του πληθυσμού (60% της διαμέσου), διατηρήθηκε στα ίδια περίπου επίπεδα το 2020 σε σχέση με το 2019, διακόπτοντας την συνεχή αποκλιμάκωση που κατέγραψε τα προηγούμενα έτη. Ειδικότερα, ο δείκτης του κινδύνου σχετικής φτώχειας για την Ελλάδα, ενώ αυξήθηκε κατά τα πρώτα έτη της κρίσης (από 20,1% το 2010 σε 23,1% το 2012 και 2013), στη συνέχεια αποκλιμακώθηκε και επανήλθε το 2017 (20,2%) στα προ κρίσης επίπεδα και μειώθηκε σε ιστορικά χαμηλά επίπεδα τα επόμενα έτη (2018: 18,5%, 2019: 17,9%, 2020: 17,7%, βλ. Διάγραμμα 3). Ανάλογη είναι η εξέλιξη και για το χάσμα της σχετικής φτώχειας που μετρά την απόσταση των φτωχών νοικοκυριών από την γραμμή φτώχειας (ως ποσοστό της τελευταίας).

Διάγραμμα 3. Κίνδυνος σχετικής φτώχειας και χάσμα φτώχειας

Πηγή: Έρευνες Εισοδήματος και Συνθηκών Διαβίωσης των Νοικοκυριών (EU-SILC), ΕΛΣΤΑΤ και Eurostat.

 

Διαβάστε ακόμη: