Μία παραμελημένη συζήτηση στη μελέτη των κοινωνικών κινημάτων αφορά στο τι συμβαίνει στο εσωτερικό του κινήματος, στον τρόπο δηλαδή με τον οποίο οι εσωτερικές πτυχές της κινηματικής ζωής επενεργούν στις εξωτερικές εκδηλώσεις της κινηματικής δράσης.

Ο μεταδιδακτορικός ερευνητής στο Πανεπιστήμιο Αιγαίου και διδάκτορας του Παντείου Πανεπιστημίου Δημήτρης Παπανικολόπουλος μίλησε στο Ινστιτούτο Εναλλακτικών Πολιτικών ΕΝΑ γι’ αυτήν τη συζήτηση, πλευρές της οποίας διερευνά στο νέο του βιβλίο (στο οποίο συνεργάστηκε με την Αλ. Κοσυφολόγου, τον Βασίλη Ρόγγα και τον Κ. Γαλανόπουλο) με τίτλο Στο εσωτερικό του κινήματος: Όψεις της ενδοκινηματικής ζωής στην Ελλάδα της κρίσης, που κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις των Συναδέλφων

Γιατί είναι αναγκαία η μελέτης της εσωτερικής ζωής του κινήματος;

Είναι αναγκαία για πολλούς λόγους. Αν δεν αναρωτηθούμε τι συμβαίνει όταν δεν υπάρχουν κινητοποιήσεις, όταν δηλαδή το κίνημα βρίσκεται σε ύφεση, δεν θα είμαστε σε θέση να καταλάβουμε ούτε πως εξασφαλίζεται η συνέχεια των κινημάτων ούτε πως προκύπτουν οι αλλαγές που εντοπίζουμε σε αυτά. Το εσωτερικό των κινημάτων είναι ένα εργαστήρι στο οποίο παράγονται και αναπαράγονται κινηματικοί πόροι και εξασφαλίζεται η κινηματική εγρήγορση. Είναι το «συνεργείο» του κινήματος, όπου μετά από συζητήσεις και ζυμώσεις διορθώνονται «λάθη» και δρομολογούνται αλλαγές. Με άλλα λόγια, όλες οι εξωτερικές εκδηλώσεις των κινημάτων σχετίζονται και σε κρίσιμο βαθμό εξαρτώνται από τις εσωτερικές τους διεργασίες. Έπειτα, θα μπορούσε να ισχυριστεί κάποιος/α ότι οι εσωτερικές αυτές διεργασίες δεν είναι απλώς προπαρασκευαστικές, αλλά συντελούν ευθέως στην επίτευξη των κινηματικών στόχων, μιας και η εσωτερική ζωή συνιστά έναν κόσμο αμφισβήτησης του υπάρχοντος που διαμορφώνει και μεταμορφώνει προσωπικότητες και βιογραφίες, αλλά και κουλτούρες ευρύτερων κοινωνικών στρωμάτων.

Τι μεθοδολογία ακολουθήσατε στα τέσσερα κείμενα; Η εμπλοκή του ερευνητή ως δρώντος υποκειμένου δεν θέτει ενδεχομένως ερωτήματα αξιολογικής ουδετερότητας;

Oι περισσότεροι πολίτες παρακολουθούν τις εξωτερικές εκδηλώσεις των κινημάτων, χωρίς να μπορούν να τις συνδέσουν με τις εσωτερικές διεργασίες που λαμβάνουν χώρα σε αυτά. Το γεγονός ότι οι αθέατες πλευρές των κινημάτων είναι ορατές μόνο στους επί χρόνια συμμετέχοντες προσδιορίζει ένα σημαντικό εμπόδιο για την κατανόησή τους τόσο για τους μη συμμετέχοντες πολίτες όσο και για τους ίδιους τους ερευνητές και ερευνήτριες. Η εξοικείωση με την εσωτερική ζωή των κινημάτων, καθώς και με του τρόπους που αυτή συνδέεται με τις εξωτερικές εκδηλώσεις τους, προϋποθέτει χρόνια ενασχόληση με αυτά και δεν προσφέρεται για επιφανειακές αναγνώσεις και αξιοποίηση ποσοτικών στοιχείων. Γι αυτό και τα κείμενα του ανά χείρας τόμου βασίζονται σε κρίσιμο βαθμό στη μακροχρόνια συμμετοχική παρατήρηση των συγγραφέων, οι οποίοι υπήρξαν για πάρα πολλά χρόνια ταυτόχρονα ερευνητές/τριες και ακτιβιστές/τριες. Στα δύο από τα τέσσερα κείμενα, ωστόσο, στηριχθήκαμε εξίσου και σε δεδομένα που συλλέξαμε από συνεντεύξεις με ακτιβιστές και ακτιβίστριες.

Σχετικά με την αξιολογική ουδετερότητα έχω να πω το εξής: αυτή δεν εξασφαλίζεται από την απόσταση του ερευνητή από το αντικείμενο της έρευνάς του, αλλά από την αμερόληπτη στάση του και την ίση απόσταση από τους δρώντες. Έπειτα, όπως είπα, δεν μπορείς να ερευνήσεις ποιοτικούς παράγοντες της κινηματικής ζωής χωρίς να συμμετέχεις σε αυτή, γιατί μάλλον δεν θα ξέρεις για ποιο πράγμα μιλάς. Για παράδειγμα, δεν λείπουν οι ερευνητές που προσπάθησαν να αναλύσουν το «κίνημα των πλατειών» παίρνοντας απλώς μερικές συνεντεύξεις από συμμετέχοντες. Τη στιγμή, λοιπόν, που αυτοί εξαρτιόνταν από τους ελάχιστους αυτούς πληροφορητές, εμείς αναγνωρίζαμε με μία ματιά όλους τους ακτιβιστές που αποτελούσαν τη φυσική ηγεσία της πλατείας Συντάγματος. Όπως καταλαβαίνετε, όμως, το «σκανάρισμα» είναι το προνόμιο όσων έχουν επενδύσει χρόνια στην έρευνά τους. Ακόμα και στις συνεντεύξεις, ωστόσο, το σημαντικό είναι να ξέρεις αφενός να κάνεις τις κατάλληλες ερωτήσεις και να μπορείς να ελέγχεις με άλλες μεθόδους τις απαντήσεις. Και σε αυτό τον τομέα η συμμετοχική παρατήρηση είναι αναντικατάστατη.

Σε ποιο βαθμό στην ελληνική Αριστερά έχει προχωρήσει η φεμινιστικοποίηση της πολιτικής;

Στο σχετικό κεφάλαιο του βιβλίου, αναμετρηθήκαμε με το ερώτημα αν οι παραδοσιακοί έμφυλοι ρόλοι τελικά αλλάζουν ή αναπαράγονται στο πλαίσιο του κινήματος. Όπως είδαμε, τα οργανωτικά καθήκοντα φαίνεται πως μοιράζονται, αν και με έναν τρόπο που αναπαράγει σε κρίσιμο βαθμό τον οικιακό καταμερισμό εργασίας και κοινωνικά στερεότυπα βαθιά ριζωμένα στο κοινωνικό σώμα. Οι ηγετικοί ρόλοι αποδίδονται κυρίως στους άντρες, ωστόσο η παρουσία των γυναικών είναι πλέον αισθητή στο επίπεδο ακριβώς κάτω από τη μονοπρόσωπη ή ολιγοπρόσωπη ηγεσία. Οι γυναίκες διεκδικούν το χώρο που τους ανήκει στην προφορική επικοινωνία, γράφουν όμως αισθητά λιγότερο από τους άντρες. Σίγουρα πάντως μιλούν και γράφουν με μεγαλύτερη συγκράτηση και αναστοχαστικότητα. Στις μαχητικές δημόσιες διαμαρτυρίες είναι παρούσες σε ίσους αριθμούς, όχι όμως και στις συγκρούσεις με την αστυνομία ή σε παρακινδυνευμένες ενέργειες. Δεν λείπουν, όμως, πλέον ούτε από εκεί. Τα περιστατικά της έμφυλης βίας εντός των οργανωμένων κινηματικών χώρων αντιμετωπίζονται με πρόθεση να προστατευθεί κυρίως το θύμα. Τέλος, στις καμπάνιες αλληλεγγύης στους μετανάστες ή στους πληττόμενους από την κρίση συμπολίτες μας, καθώς και στις κινητοποιήσεις για την υπεράσπιση του κοινωνικού κράτους, οι γυναίκες συμμετέχουν μέχρι και σήμερα πρωταγωνιστικά. Επομένως, γίνεται σαφές πως οι έμφυλοι ρόλοι και τα στερεότυπα αμφισβητούνται, τη στιγμή όμως που αναπαράγονται με μειωμένη ισχύ.

Ήταν το κίνημα των πλατειών ένα ακηδεμόνευτο κίνημα;

Μπορούμε να μιλάμε για διαδηλώσεις χωρίς ηγεσία μόνο και μόνο επειδή δεν υπήρξε επίσημη και ορατή ηγεσία; Η συμπεριληπτικότητα, οι Λαϊκές Συνελεύσεις, η ειρήνευση των εντάσεων, οι αμεσοδημοκρατικές διαδικασίες στη λήψη αποφάσεων, οι ομάδες εργασίας, καθώς και ο συντονισμός με άλλους παράγοντες της κοινωνίας των πολιτών, είναι κρίσιμοι παράγοντες όσον αφορά τη μαζικότητα, τη βιωσιμότητα και την κοινωνικο-πολιτική απήχηση αυτού του είδους της διαμαρτυρίας. Το ερώτημα είναι αν όλα αυτά θα μπορούσαν να εξασφαλιστούν χωρίς τη μαζική παρουσία και δράση της «κινηματικής κοινότητας», των μελών των αριστερών και αναρχικών οργανώσεων, ομάδων και δικτύων, κατόχων δεξιοτήτων και κοινωνικού κεφαλαίου που διαμορφώθηκαν από την προηγούμενη συμμετοχή τους σε κοινωνικά κινήματα, καμπάνιες και την εξέγερση του Δεκέμβρη 2008. Η απάντησή μας σε αυτή την ερώτηση είναι σίγουρα αρνητική. Αντίθετα, υποστηρίζουμε ότι οι «συνήθεις ύποπτοι» αποτελούσαν την οργανωτική ραχοκοκαλιά και τη μονάδα καθοδήγησης των διαμαρτυριών του «κινήματος των πλατειών», αν και υπήρχαν τόσο εσωτερικά όσο και εξωτερικά όρια που περιόριζαν αυτούς τους ηγετικούς ρόλους.

Πώς οργανώνεται η διαλεκτική μετριοπαθών και ριζοσπαστικών τάσεων στα κινήματα;

Ο Ρόμπερτ Μίχελς θεωρούσε ότι οι μαζικοί πολιτικοί φορείς της Αριστεράς ματαίως προσπαθούν να αποφύγουν τις ιεραρχικές και γραφειοκρατικές παρεκτροπές, μιας και τα δεδομένα των σύγχρονων κοινωνιών (μεγάλοι πληθυσμοί, ανάγκη για γρήγορες αποφάσεις, πολυπλοκότητα των ζητημάτων) δεν αφήνουν περιθώρια αποφυγής τους. Η επαναληπτικότητα του φαινομένου της ολιγαρχικοποίησης της ζωής των μαζικών κινημάτων, κομμάτων, και συνδικάτων, αναβίβασε τη συγκεκριμένη θεωρία σε «σιδερένιο νόμο». Για δεκαετίες, αν όχι μέχρι σήμερα, το πρόβλημα, αν δεν θεωρείται αναπόδραστο, μοιάζει τουλάχιστον φυσιολογικό και αναμενόμενο να προκύψει σε κάποιο στάδιο των συλλογικών προσπαθειών. Όπως, όμως, έμοιαζε αναμενόμενη η πρόσκρουση των συλλογικών χειραφετητικών εγχειρημάτων στις αναγκαιότητες να συνεννοηθούν γρήγορα μεγάλοι πληθυσμοί για πολύπλοκα ζητήματα, άλλο τόσο αναμενόμενη έμοιαζε η πρόσκρουση της ολιγαρχικοποίησης του συλλογικού βίου στην άρνηση είτε της αιτίας/δικαιολογίας είτε του αποτελέσματος της ίδιας της ολιγαρχικοποίησης. Οι αριστερόστροφοι ριζοσπάστες ισχυρίζονταν ανέκαθεν ότι δεν είναι αναπόφευκτη αυτή η κατάληξη και, αν ήταν, δεν υπήρχε περίπτωση να την αποδεχτούν. Εν προκειμένω, ο κατά Μίχελς «σιδηρούς νόμος της ολιγαρχίας» και ο «σιδερένιος νόμος της πρωτοπορίας», όπως τον ονόμασα κατ’ αναλογίαν, αλληλοτροφοδοτούνταν και αλληλοτροφοδοτούνται. Στο σχετικό κεφάλαιο, αναλύω τα επαναλαμβανόμενα μοτίβα αυτού του «νόμου», καθώς και τις αιτίες και τις συνέπειές του.

Είναι αναπόφευκτη η μετριοπάθεια για κάθε κίνημα που διευρύνει την επιρροή του;

Στις δημοκρατίες, και ναι και όχι. Ναι, γιατί ο μεγάλος αριθμός ανθρώπων απαιτεί συμπεριληπτικότητα απόψεων και συμβιβασμούς μεταξύ διαφορετικών κοινωνικών ομάδων. Η ανάγκη αυτή είναι κεντρομόλος δύναμη. Όχι, γιατί ένα κίνημα επιδιώκει αλλαγές στην υπάρχουσα θέσμιση και τις συνειδήσεις. Η απαίτηση αυτή είναι κεντρόφυγος δύναμη. Επομένως, τα κινήματα επιδιώκουν να μετακομίσουν το κέντρο της αντιπαράθεσης. Στη διαδικασία αυτή, θα το πω σχηματικά, αυτοί που ενδιαφέρονται αποκλειστικά για τη μετακόμιση του κέντρου ή την εξάλειψη της αντιπαράθεσης είναι ριζοσπάστες, ενώ αυτοί που υπενθυμίζουν συνεχώς την αφετηρία της αντιπαράθεσης, δηλαδή το κέντρο, ή την αδυνατότητα εξάλειψης της αντιπαράθεσης είναι ρεφορμιστές. Τα μαζικά κινήματα έχουν ανάγκη και από τις δύο ποιότητες. Σπάνια συναντιούνται στους ίδιους ανθρώπους, πιο συχνά χαρακτηρίζουν διακριτές μεταξύ τους ομάδες.

Διαβάστε ακόμη: