Με βάση τα πιο πρόσφατα στοιχεία του Ιουνίου, οι πληθωριστικές πιέσεις στην Ελλάδα υποχώρησαν σημαντικά, σε μεγαλύτερο μάλιστα βαθμό σε σχέση με τις άλλες οικονομίες της ζώνης του ευρώ. Πράγματι, ο ετήσιος ρυθμός μεταβολής του Εναρμονισμένου Δείκτη Τιμών Καταναλωτή μειώθηκε τον Ιούνιο στο 2,8% από 4,1% τον Μάιο, ενώ ο «πυρήνας» του εναρμονισμένου πληθωρισμού (χωρίς την ενέργεια και τα τρόφιμα) υποχώρησε στο 4,8% από 7,2% τον Μάιο.
Η αξιόλογη αυτή αποκλιμάκωση του πληθωρισμού αποδίδεται κυρίως στην περαιτέρω πτώση του ετήσιου ρυθμού μεταβολής των τιμών των ενεργειακών αγαθών, αλλά και στη στατιστική επίδραση βάσης αναφορικά με τις τιμές των υπηρεσιών οι οποίες είχαν καταγράψει μεγάλες αυξήσεις τον αντίστοιχο μήνα του προηγούμενου έτους. Η θετική αυτή εξέλιξη δεν θα πρέπει να μας εφησυχάσει, καθώς η κρίσιμη μάχη στο μέτωπο του πληθωρισμού δεν φαίνεται ακόμα να έχει κριθεί. Αυτό τουλάχιστον προκύπτει από τις εκτιμήσεις των Ευρωπαίων αξιωματούχων, από τις προσδοκίες που έχουν αναπτυχθεί για την εμμονή του δομικού πληθωρισμού, αλλά και την περαιτέρω αύξηση των επιτοκίων από την πλευρά της νομισματικής πολιτικής στη ζώνη του ευρώ. Επιπλέον, η ανάλυση των στοιχείων για τον πληθωρισμό έχει αναδείξει ορισμένα ενδιαφέροντα ευρήματα.
Πρώτον, η δραματική αύξηση των τιμών μετά την πανδημία είναι κοινωνικά άδικη καθώς έχει επιβαρύνει δυσανάλογα τα φτωχότερα νοικοκυριά, που αντικειμενικά καταναλώνουν μεγαλύτερο ποσοστό του εισοδήματός τους και επηρεάζονται περισσότερο από τις ανατιμήσεις στα είδη πρώτης ανάγκης και στην ενέργεια. Το μερίδιο της μέσης δαπάνης για είδη διατροφής και στέγαση των νοικοκυριών του φτωχότερου 20% του πληθυσμού ανέρχεται στο 58,1% των δαπανών τους, ενώ το αντίστοιχο μερίδιο του πλουσιότερου 20% του πληθυσμού ανέρχεται στο 36,3%. Τα ευρήματα αυτά δημιουργούν ανησυχίες για περαιτέρω διεύρυνση των οικονομικών ανισοτήτων, αλλά και επιδείνωση άλλων κοινωνικών δεικτών, που θέτουν σε κίνδυνο την κοινωνική συνοχή και υπονομεύουν την πορεία σύγκλισης της ελληνικής οικονομίας με τις άλλες χώρες της Ε.Ε..
Δεύτερον, ο υψηλός πληθωρισμός, πυροδοτεί εύλογες πιέσεις από την πλευρά των εργαζομένων για μισθολογικές αυξήσεις, ώστε να περιοριστεί σε κάποιο βαθμό η απώλεια της αγοραστικής τους δύναμης. Σύμφωνα με τα διαθέσιμα στοιχεία των Εθνικών Λογαριασμών, η αύξηση των ονομαστικών μισθών τα δύο τελευταία έτη δεν έχει αναπληρώσει τη σοβαρή απώλεια αγοραστικής δύναμης των ελληνικών νοικοκυριών. Το υφιστάμενο θεσμικό πλαίσιο και η δομή της αγοράς εργασίας, το υψηλό ποσοστό ανεργίας και η αυξημένη αβεβαιότητα συμβάλλουν στην εξασθένηση των μηχανισμών δυναμικών διεκδικήσεων και διάχυσης των αυξήσεων των μισθών στους επιμέρους κλάδους της οικονομίας.
Τρίτον, η αναντιστοιχία προσφοράς και ζήτησης μετά την πανδημία και η αύξηση των τιμών των αγαθών με ανελαστική ζήτηση οδήγησαν σε σημαντικές αυξήσεις του περιθωρίου κέρδους των επιχειρήσεων. Με βάση τις διαθέσιμες εκτιμήσεις, τα εταιρικά κέρδη αντιπροσωπεύουν πλέον σχεδόν το ήμισυ του πληθωρισμού της ζώνης του ευρώ (πληθωρισμός απληστίας). Αυτό καταγράφεται σε όλη την Ευρωζώνη, αν και το μέγεθος της αύξησης του περιθωρίου κέρδους διαφέρει σημαντικά μεταξύ των επιμέρους οικονομιών και είναι σημαντικά υψηλότερο για την ελληνική. Προκύπτει μάλιστα ότι το μέγεθος της αύξησης του περιθωρίου κέρδους σχετίζεται αρνητικά τόσο με τη σταθερότητα των μισθών στις διάφορες οικονομίες όσο και με το βαθμό ανταγωνισμού στις αγορές προϊόντων των επιμέρους οικονομιών. Πράγματι, τα περιθώρια κέρδους αυξήθηκαν περισσότερο στις οικονομίες όπου οι μισθοί ήταν σχετικά σταθεροί και το κόστος εργασίας ανά μονάδα προϊόντος αυξήθηκε λιγότερο. Φαίνεται επίσης ότι τα αυξημένα περιθώρια κέρδους που καταγράφονται τα δύο τελευταία έτη μπορούν, έως ένα βαθμό, να απορροφήσουν ένα μέρος της αύξησης στους μισθούς που θα ακολουθήσει, αποτρέποντας ενδεχομένως τον κίνδυνο μια νέας ανατροφοδότησης του πληθωρισμού. Τέλος, προκειμένου να αποφευχθούν μεγάλες (και ενδεχομένως άπληστες) αυξήσεις στα περιθώρια κέρδους, θα πρέπει να προχωρήσουν οι μεταρρυθμίσεις που στοχεύουν στην καλύτερη λειτουργία του ανταγωνισμού στην αγορά προϊόντων και επιπλέον να ενταθεί η εποπτεία της αγοράς από τις αρμόδιες αρχές ανταγωνισμού.
* Του Θεόδωρου Μ. Μητράκου, Οικονομολόγου, πρώην Υποδιοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος, μέλους Γνωμοδοτικού Συμβουλίου ΕΝΑ – To άρθρο δημοσιεύθηκε πρωτότυπα στην εφημερίδα «To Βήμα της Κυριακής» (16 Ιουλίου 2023)