Τον Αύγουστο του 2018 η Ελλάδα ολοκλήρωσε με επιτυχία το τρίτο Πρόγραμμα Οικονομικής Προσαρμογής σηματοδοτώντας την επανένταξη της χώρας στο διεθνές οικονομικό σύστημα.

Πλέον η Ελλάδα έχει επιτύχει την αποκατάσταση των διαρθρωτικών δημοσιονομικών ανισορροπιών της και μέσω αυτής έχει ανακτήσει την αξιοπιστία της στις διεθνείς αγορές. Παρότι χρόνιες διαρθρωτικές αδυναμίες παραμένουν παρούσες, η χώρα εξήλθε της Διαδικασίας Υπερβολικού Ελλείμματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης το 2017 και επανήλθε στην κανονική διαδικασία του Ευρωπαϊκού Εξαμήνου, ενώ για πρώτη φορά στη σύγχρονη ελληνική ιστορία καταγράφηκε δημοσιονομικό πλεόνασμα γενικής κυβέρνησης τόσο το 2016 όσο και το 2017.

Καθώς οδεύουμε στο τέλος του 2018 όλα τα διαθέσιμα στοιχεία δείχνουν ότι και αυτό το έτος θα κλείσει με τον υψηλότερο ρυθμό μεγέθυνσης της τελευταίας δεκαετίας και θετικές δημοσιονομικές επιδόσεις, κάτι που αντανακλάται και στις εισηγήσεις που κατατέθηκαν στο πλαίσιo των εργασιών του EuroWorking Group της 15ης Νοεμβρίου βάσει των οποίων μέτρα που είχαν ψηφιστεί υπό την αμφισβήτηση της δυνατότητας της χώρας να επιτύχει τους δημοσιονομικούς της στόχους δεν κρίνεται απαραίτητο να εφαρμοστούν. Τουναντίον, ο Προϋπολογισμός του 2019 περιλαμβάνει πρόσθετες παρεμβάσεις δημοσιονομικής επέκτασης τόσο κοινωνικού όσο και αναπτυξιακού χαρακτήρα.

Οι δημοσιονομικές επιδόσεις των τελευταίων ετών βελτίωσαν το οικονομικό κλίμα και αναβάθμισαν την αξιοπιστία της χώρας με αποτέλεσμα έπειτα από περίπου πέντε χρόνια η ελληνική οικονομία να σταθεροποιηθεί την περίοδο 2015-2016 και να περάσει σε θετικούς ρυθμούς μεγέθυνσης το 2017 (1,5%) για να επεκταθεί περαιτέρω το α’ εξάμηνο του 2018 (2,2%).

H ενδυνάμωση των τάσεων προστατευτισμού στο διεθνές εμπόριο τείνει να κυριαρχεί μεταξύ των εξωτερικών αρνητικών παραγόντων, ενώ οι εξελίξεις σε Ιταλία και Τουρκία εξακολουθούν να αποτελούν δυνητικές πηγές κινδύνου.

Η τρέχουσα συγκυρία χαρακτηρίζεται από ευνοϊκές εξελίξεις για την Ελλάδα στην οικονομία, τα δημόσια οικονομικά, αλλά και σε μια σειρά κρίσιμων κοινωνικών δεικτών, όπως η μείωση της εισοδηματικής ανισότητας, η μείωση του ποσοστού φτώχειας καθώς και η μείωση στο ποσοστό του πληθυσμού που αντιμετωπίζει υλικές στερήσεις.

Παράλληλα, στο χρηματοπιστωτικό τομέα οι συνθήκες ρευστότητας των πιστωτικών ιδρυμάτων βελτιώνονται, με τη διαχείριση των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων να αποτελεί σημαντική πρόκληση για το επόμενο διάστημα τόσο από τη σκοπιά της εξυγίανσης των μεγεθών των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων όσο και από τη διαφύλαξη κι ενίσχυση της κοινωνικής συνοχής.

 

Οµάδα Οικονοµικών και Κοινωνικών Αναλύσεων

Επιστηµονικοί Υπεύθυνοι: Αιµ. Μαρσέλλου – Η. Κωσταράκος (ESRI)