O δημοσιογράφος Νίκος Χειλάς μιλά στο ΕΝΑ για τις δύο μεγάλες κρίσεις ενώπιον των οποίων βρέθηκε (χρηματοπιστωτική κρίση/κρίση Ευρωζώνης 2008-09) και βρίσκεται η Ευρώπη (κρίση πανδημίας Covid-19) και τις επιπτώσεις τους για την Ελλάδα, με αφορμή την κυκλοφορία του βιβλίου του 2010 – 2020: Η δύσκολη δεκαετία της Ελλάδας. Η δίνη του ευρώ, οι προσταγές της Τρόικα, η πανδημία (Εκδόσεις Θεμέλιο, 2021), το οποίο συνέγραψε με τον Βίνφριντ Βολφ, Δρ. Φιλοσοφίας και πολιτειολόγο, πρώην βουλευτή του PDS (Κόμμα Δημοκρατικού Σοσιαλισμού –  Partei des Demokratischen Sozialismus).

Επισημαίνει την προσπάθεια των νεοφιλελεύθερων ελίτ, με τις γερμανικές επικεφαλής, να αξιοποιήσουν την κρίση της Ευρωζώνης με τη βοήθεια της τρόικας και να χρησιμοποιήσουν την Ελλάδα στο πλαίσιο αυτό, ενώ περιγράφει και το πώς έβλεπε το Βερολίνο τη χώρα μας στο πλαίσιο της νομισματικής ένωσης.

Ο Ν. Χειλάς διατυπώνει τις εκτιμήσεις του σχετικά με το περιθώριο διαπραγμάτευσης της ελληνικής κυβέρνησης με την ΕΕ/Ευρωζώνη κατά το πρώτο εξάμηνο του 2015, σχολιάζει τις επιδιώξεις του τότε Υπουργού Οικονομικών της Γερμανίας Βόλφγκανγκ Σόιμπλε και το σχέδιό του για Grexit, ενώ απαντά στο εάν η Ευρώπη πάρει τα διδάγματά της από την πρώτη κρίση για τη διαχείριση της υφιστάμενης.

* Συνέντευξη στον Βαγγέλη Βιτζηλαίο, Συντονιστή του Κύκλου Διεθνών & Ευρωπαϊκών Αναλύσεων του ΕΝΑ.

Πώς επιχείρησαν οι νεοφιλελεύθερες ελίτ, με επικεφαλής τις γερμανικές, να αξιοποιήσουν την κρίση της Ευρωζώνης με τη βοήθεια του μορφώματος της τρόικας; 

Οι ελίτ αυτές απάντησαν στην κρίση του 2008-2009 όχι με την άμβλυνση αλλά με την όξυνση των χρεοκοπημένων μεθόδων τους. Το αποκορύφωμα ήταν το Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης, που, υπό την πίεση του Βερολίνου, κατοχυρώθηκε συνταγματικά σε όλες σχεδόν τις χώρες της Ευρωζώνης. Το σύμφωνο αυτό επέβαλλε μια νέα, πιο αυστηρή, εκδοχή της λιτότητας, που απέβλεπε στην ενισχυμένη αναδιανομή από τα κάτω προς τα πάνω. Κι αυτό, πρώτον, στο εκάστοτε εθνικό επίπεδο και, δεύτερον, σε επίπεδο Ευρωζώνης. Η Γερμανία, όπως έλεγε ο τότε πρόεδρος των Σοσιαλδημοκρατών Ζίγκμαρ Γκάμπριελ, δεν έβγαλε ποτέ τόσα πολλά υπερκέρδη στην Ευρώπη όσο κατά τη διάρκεια της κρίσης. Κι αυτό παρά το γεγονός ότι ο όγκος των συναλλαγών είχε, ακριβώς λόγω της κρίσης, σημαντικά μειωθεί. Η αύξηση της παραγωγικότητας στη γερμανική εξαγωγική οικονομία, που απέβαινε εις βάρος των εταίρων της, και οι αρνητικοί τόκοι για τα γερμανικά κρατικά χρέη αντιστάθμιζαν με το παραπάνω αυτή τη μείωση.

Η Ελλάδα της τρόικας ήταν συγχρόνως μοντέλο και προειδοποίηση για το τι επέκειτο και στις άλλες χώρες που δεν θα «συμμορφώνονταν προς τας υποδείξεις». Ο πυρήνας αυτού του μοντέλου ήταν, δίπλα στην εσωτερική υποτίμηση, η αποσυσσώρευση του εθνικού κεφαλαίου μέσω της ακατάσχετης εκροής των τόκων και των πληρωτέων χρεών.  Για τον τιμωρητικό χαρακτήρα του παραπονιόταν ακόμα και ο Ευάγγελος Βενιζέλος. Η τιμωρία είναι διαρκής, συνεχίζεται και μετά τη λήξη των μνημονίων μέσω εκατοντάδων εφαρμοστικών νόμων, πολλοί εκ των οποίων έχουν ισχύ δεκαετιών – στην περίπτωση του «Υπερταμείου» για τις αποκρατικοποιήσεις, μάλιστα, εκατονταετίας.

Πώς έβλεπαν οι Γερμανοί την Ελλάδα τόσο στο ξέσπασμα της κρίσης της Ευρωζώνης όσο και το 2015; Ως «προβληματικό» εταίρο ή ως παρία και ως «σφάλμα» (ως προς την ένταξη σε αυτήν) της νομισματικής ένωσης;

Ως σφάλμα. Ήδη τη δεκαετία του ’70, ο Γερμανός Καγκελάριος Χέλμουτ Σμιτ τάχθηκε  κατά της ένταξης της Ελλάδας στην Κοινή Αγορά. Στο τέλος αποδέχθηκε την άποψη του Γάλλου Προέδρου Βαλερί Ζισκάρ ντ’ Εσταίν, που έλεγε ότι η ένταξη θα σταθεροποιούσε το δημοκρατικό καθεστώς στην Ελλάδα, με θετικές επιπτώσεις σε όλη την Ευρώπη. Όμως κι αυτός το μετάνιωσε πικρά αργότερα, όπως δείχνει η παρακάτω στιχομυθία μεταξύ τους το 2012, με αφορμή αυτή τη φορά την ένταξη της Ελλάδας στην Ευρωζώνη: «Ας είμαστε ειλικρινείς. Ήταν λάθος να εντάξουμε την Ελλάδα. Η χώρα δεν ήταν ώριμη γι’ αυτό. Η Ελλάδα είναι κατά βάση μια ανατολίτικη χώρα. Χέλμουτ, θυμάμαι ότι εσείς δείχνατε επιφυλακτικός πριν ενταχθεί η Ελλάδα το 1981 στην ΕΟΚ. Εδώ ήσαστε πιο σοφός από μένα».

Το «σφάλμα» ήταν ωστόσο εγνωσμένο: Οι Βρυξέλλες και το Βερολίνο γνώριζαν έγκαιρα και επακριβώς τη «δημιουργική» λογιστική των Κώστα Σημίτη, Γιάννου Παπαντωνίου και Λουκά Παπαδήμου, που άνοιξε την πόρτα στην ένταξη. Έκαναν όμως τα «στραβά μάτια», επειδή ένας αποκλεισμός της Ελλάδας αντιτίθετο στο «πνεύμα της εποχής», που επέβαλλε την ολοκλήρωση, όχι τον κατακερματισμό των χωρών της Ευρώπης. Το σφάλμα «ανακαλύφθηκε» μια δεκαετία αργότερα, για να χρησιμοποιηθεί ως μέσο πίεσης κατά της Αθήνας. Η πίεση αυτή ήταν βέβαια διφορούμενη – από τη μια απέβλεπε στην υποταγή της ελληνικής κυβέρνησης, από την άλλη της πρόσφερε άλλοθι γι’ αυτή την υποταγή. Όπως, για παράδειγμα, όταν στις αρχές του 2012 η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα είχε διακόψει επίσημα την τροφοδότηση των ελληνικών τραπεζών με «ζεστό» χρήμα, ανεπίσημα όμως τις τροφοδοτούσε μυστικά με χρήματα που έστελνε με αεροπλάνα από την Ιταλία στην Ελευσίνα.  Με αυτό έδωσε το «πάτημα» στην κυβέρνηση Παπαδήμου, που επέσειε το φάντασμα της χρεοκοπίας, να αποδεχθεί τους όρους των ιδιωτών δανειστών για την αναδιάρθρωση του χρέους, χωρίς να είναι πραγματικά «απένταρη».  Ο εμπαιγμός της κοινής γνώμης ήταν τέλειος. Ο εκπρόσωπος του Υπουργείου Οικονομικών στο Βερολίνο χαμογελούσε αινιγματικά όταν τον ρωτούσαν πώς φαντάζεται την τύχη των ελληνικών τραπεζών χωρίς την ενίσχυση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας. Για όχι λίγους όμως, η συμπαιγνία ήταν γνωστή. Απόδειξη η δήλωση της Μαρίας Σπυράκη ότι είχε μάθει πρόωρα το «μυστικό», αλλά για «λόγους εθνικούς» το πήρε «στο μαξιλάρι» της – ένα «ανάποδο» fake news δηλαδή, για το οποίο, ειρήσθω εν παρόδω, δεν την μέμφθηκε ποτέ η ΕΣΗΕΑ. Επί κυβερνήσεως ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ η εκμετάλλευση του «σφάλματος» έγινε ακόμα πιο εντατική, υπογράμμιζε ως μόνιμο accompagnamento, συνοδευτική μελωδία, την απειλή του Grexit.

Είχε τελικά ο ΣΥΡΙΖΑ το 2015 περιθώριο διαφορετικής διαπραγμάτευσης, με δεδομένο το συσχετισμό δυνάμεων και την έλλειψη συμμαχιών στην Ευρωζώνη και το ναρκοθετημένο πεδίο από το Βερολίνο;

Νομίζω ναι. Η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ ήταν μεν όντως «χαμένη από χέρι». Όμως ανάμεσα σε μια τυφλή σύγκρουση με τους δανειστές, που ισοδυναμούσε με αυτοκτονία, και τη συνθηκολόγηση του Αλέξη Τσίπρα τη νύχτα της 12ης προς την 13η Ιουλίου του 2015 υπήρχαν πιο συμφέρουσες εναλλακτικές λύσεις. Με κυριότερη την παραίτησή του ως αντίδραση στο τελεσίγραφο της τρόικας. Με αυτήν δεν θα έσωζε μόνο την τιμή της ελληνικής και ευρωπαϊκής Αριστεράς, αλλά θα απέτρεπε και τον κίνδυνο του Grexit, που οι δανειστές συνέδεαν τότε άρρηκτα με την κυβέρνησή του. Ταυτόχρονα, θα αύξανε και το πολιτικό του κεφάλαιο, με την προοπτική να κερδίσει τις επόμενες εκλογές, πιθανότατα με ποσοστό τουλάχιστον αντίστοιχου με εκείνο του δημοψηφίσματος. Αυτό θα απέτρεπε τον κίνδυνο της «αριστερής παρένθεσης», δηλαδή της σύντομης παραμονής του ΣΥΡΙΖΑ στην κυβέρνηση, που επικαλείται ο Αλέξης Τσίπρας για να δικαιολογήσει την συνθηκολόγησή του, και θα έδινε τη χαριστική βολή στη Νέα Δημοκρατία. Η αναβαπτισμένη στη λαϊκή εντολή νέα (πιθανότατα αυτοδύναμη) κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ θα μπορούσε στη συνέχεια να διαπραγματευθεί υπό καλύτερους όρους με τους δανειστές. Το πόσο θα απέδιδε αυτό και το κατά πόσο θα είχε απήχηση, πέρα από το χώρο της Αριστεράς, στην Ευρώπη, είναι ανοικτό θέμα. Ούτε και το Grexit θα μπορούσε να αποκλεισθεί, αν και οι Γερμανοί Σοσιαλδημοκράτες, που συμμετείχαν στην κυβέρνηση με τους Χριστιανοδημοκράτες, ήταν κάθετα εναντίον της. Επιπλέον, ο εξοβελισμός μιας χώρας από την Κοινότητα δεν αποτελεί στιγμιαίο γεγονός, αλλά, όπως δείχνει η εμπειρία με τη Μεγάλη Βρετανία, μακρόχρονη διαδικασία, στη διάρκεια της οποίας μπορούν να ανατραπούν πολλά – ακόμα και το Grexit.

Πρόσφατα δημοσιεύθηκε η απόφαση του Ανώτατου Ομοσπονδιακού Συνταγματικού  Δικαστηρίου της Καρλσρούης σύμφωνα με την οποία το 2015 η γερμανική κυβέρνηση όφειλε να ενημερώσει πληρέστερα τη Βουλή για την ευρω-κρίση και κυρίως για την πρόταση Σόιμπλε για έξοδο της Ελλάδας από το ευρώ. Τι στόχο εκτιμάτε ότι είχαν οι εν κρυπτώ κινήσεις του Γερμανού Υπουργού Οικονομικών;

Ο στόχος ήταν προφανώς ο εξοστρακισμός της Ομοσπονδιακής Βουλής από τη διαδικασία του Grexit, ώστε ο Σόιμπλε να έχει ελεύθερο χέρι στο χειρισμό του. Η απόφαση των συνταγματικών δικαστών αναγνωρίζει ότι οι βουλευτές είχαν ζωτικό δικαίωμα να πληροφορηθούν έγκαιρα και έγκυρα τα τεκταινόμενα περί της Ελλάδας. Κι αυτό με το σκεπτικό ότι μια τέτοια πληροφόρηση θα τους έδινε τη δυνατότητα να επηρεάσουν τη ροή των γεγονότων. Από αυτή την άποψη, η απόφαση αποτελεί νίκη όχι μόνο των Πρασίνων, που έκαναν την αγωγή εναντίον της στην Καρλσρούη, αλλά και του συνολικού κοινοβουλευτικού σώματος. Από την άλλη, ωστόσο, η νίκη δεν είναι πλήρης. Το Συνταγματικό Δικαστήριο απεφάνθη, επίσης, ότι η ενημέρωση των βουλευτών θα μπορούσε να γίνει και «εμπιστευτικά», έτσι που να μην τεθεί υπό κίνδυνο το «κρατικό συμφέρον». Αυτό αποκλείει όμως το πλατύ κοινό από τη γνώση που έχει ήδη η Ομοσπονδιακή Βουλή και μαζί  τη δυνατότητά του να παρέμβει μέσω συζητήσεων, διαδηλώσεων κ.λπ., ενεργά στις εξελίξεις. Η λογική της μυστικής διπλωματίας δηλαδή παραμένει, μόνο που τώρα ο κύκλος των «μυστικών διπλωματών» επεκτείνεται από τα μέλη της κυβέρνησης και στα μέλη του κοινοβουλίου.

Κατά τα άλλα, η ετυμηγορία για την αγωγή ανακαλεί στη μνήμη ότι το Grexit ήταν κοινό εγχείρημα των Χριστιανοδημοκρατών και των Σοσιαλδημοκρατών. Αυτό, ωστόσο, στη light, ήπια μορφή του. Στο λεγόμενο Συμβούλιο του Συνασπισμού, στο οποίο συμμετείχαν οι ηγέτες των δυο κομμάτων, είχε συμφωνηθεί, κατά τον πρόεδρο των Σοσιαλδημοκρατών Ζίγκμαρ Γκάμπριελ, το Grexit να χρησιμοποιηθεί αποκλειστικά ως τακτικό μέσο πίεσης. Ο Σόιμπλε, ωστόσο, παραβιάζοντας τη συμφωνία, το ανήγαγε σε στρατηγικό στόχο και το παρουσίαζε ως προειλημμένη απόφαση της κυβέρνησής του. Μόνο χάρη σε αυτή την καλογερίστικη  (καλβινιστική) εμμονή του στο «όλα ή τίποτα», που συμπεριλάμβανε την εξαπάτηση των κυβερνητικών του εταίρων, κατάφερε να κάμψει την αντίσταση του Αλέξη Τσίπρα και να τον εξωθήσει στην συνθηκολόγηση. Χωρίς αυτή, ο Έλληνας Πρωθυπουργός θα είχε πέσει μάλλον «στα μαλακά».

Γράφετε στο βιβλίο σας με τον Βίνφριντ Βολφ για τις δύο μεγάλες κρίσεις που σημαδεύουν την ιστορία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (η οικονομική του 2008-2009 και η πανδημική του 2020). Τελικά η Ευρώπη, κατά τη διαχείριση της δεύτερης κρίσης, αξιοποίησε διδάγματα από την πρώτη;

Δεν νομίζω, δεδομένου ότι η πανδημία προξενεί νέο τύπο κρίσης, που δεν μπορεί να αντιμετωπισθεί με «διδάγματα» από την κρίση του 2008-2009 και μετά. Οι καπιταλιστικές ελίτ προσαρμόστηκαν βέβαια αμέσως στη νέα πραγματικότητα – κάτι που δείχνει την ασύλληπτη ευελιξία τους, όταν πρόκειται για την επιβίωσή τους. Η προσαρμογή συνίσταται στην ολοσχερή αντικατάσταση του νεοφιλελεύθερου μοντέλου στον δημοσιονομικό τομέα με το κεϋνσιανό  – τέτοιο θρίαμβο των ιδεών του δεν θα τον είχε καν ονειρευτεί ο Τζων Κέυνς! Όμως η εφαρμογή του μοντέλου στην Ευρώπη είναι μίζερη: Τα μεγάλα κονδύλια για τη στήριξη της οικονομίας καταλήγουν κατά μέγα μέρος στα ταμεία των μεγαλοεπιχειρηματιών, στους «δοκιμασμένους» μεν, αλλά ξεπερασμένους οικονομικούς κλάδους – αυτοκινητοβιομηχανία, αερομεταφορές, αγροτοβιομηχανικό σύμπλεγμα. Για τον κόσμο της εργασίας, την υγεία και τον πολιτισμό περισσεύουν ψίχουλα. Επιπλέον, τα 750 δισεκατομμύρια ευρώ που διαθέτει η Ευρωπαϊκή Ένωση για την ενίσχυση της οικονομίας των κρατών-μελών ωχριούν μπροστά στα 1,9 τρισεκατομμύρια δολάρια του Τζο Μπάιντεν στις Ηνωμένες Πολιτείες. Οι ελίτ των ΗΠΑ -ίσως επειδή έχουν και την προπαίδεια της δεκαετίας του ’30 με το New Deal- αποδεικνύονται πιο επιδεκτικές προς μάθηση.  Η υστέρηση της «Ευρώπης» καταφαίνεται και στο θέμα της πανδημίας. Οι εργοδοτικές οργανώσεις τορπιλίζουν συνεχώς την καταπολέμηση του ιού, επιβάλλοντας τη χαλάρωση των υγειονομικών μέτρων – το «ακορντεόν» στην Ελλάδα αποτέλεσε πανευρωπαϊκό φαινόμενο. Το μεγαλύτερο όνειδος συνιστά όμως το «όχι» των κυβερνήσεων πολλών χωρών-μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης στην απελευθέρωση των πατεντών για τα εμβόλια κατά του ιού. Στην κορυφή τους είναι η Γερμανία, που με την πρωτοπόρα τεχνολογία των εταιριών Biontech και Curevac μπαίνει, για πρώτη φορά μετά την ανακάλυψη της ασπιρίνης το 1899(!) από την επίσης γερμανική εταιρία Bayer, επικεφαλής της φαρμακοβιομηχανίας σε πλανητικό επίπεδο. Η μέθη του κέρδους και της επιτυχίας την οδηγεί στο να βάζει φρένο στην παραγωγή του εμβολίου και σε άλλες χώρες, που θα έσωζε τη ζωή εκατομμυρίων ανθρώπων.

 

Διαβάστε ακόμη: