Ανάλυση της Ειρήνης Αβραμοπούλου, Επίκουρης Καθηγήτριας Κοινωνικής Ανθρωπολογίας, Πάντειο Πανεπιστήμιο Κοινωνικών και Πολιτικών Επιστημών – Το κείμενο περιλαμβάνεται στην έκδοση «Ας μιλήσουμε για τα ΜΜΕ #4 – Eλληνικό #ΜeToo & δημόσιος λόγος» που δημοσιεύει η ομάδα Media Jokers σε συνεργασία με το ΕΝΑ →
Θα ξεκινήσω με ένα απλό αλλά καίριο ερώτημα: Πώς μπορούμε να μιλήσουμε για την έμφυλη και σεξουαλική βία χωρίς να αναπαράγουμε τον στιγματισμό ή τα αντίποινα, αλλά και εν γένει χωρίς να αναπαράγουμε το προσωπικό και κοινωνικοπολιτικό τραύμα που προκαλεί αυτή η εμπειρία; Η ανάγκη που υπάρχει για μια ουσιαστική δημόσια διαβούλευση με βάση αυτό το ερώτημα αναδείχθηκε και πάλι πρόσφατα μέσα από τον καταιγιστικό τρόπο με τον οποίο το ελληνικό #MeToo έγινε βάιραλ τους προηγούμενους μήνες, ενώ η ένταση της αρχικής του απήχησης ή ο «θόρυβος» που προκάλεσε, φαίνεται πως έχει ήδη καταλαγιάσει, ενώ σύντομα μπορεί και να ξεχαστεί -κάτι που δεν θα πρέπει να μας προκαλεί ακριβώς και έκπληξη. Παρ’ όλα αυτά, η ανάγκη που υπάρχει να σκεφτούμε ξανά την έμφυλη και σεξουαλική βία, κακοποίηση και παραβίαση πέρα από μια αντανακλαστική αντίδραση στη ροή των ειδήσεων εκείνων που σοκάρουν ενώ αναπαράγουν κάτι κοινότοπο· μπορεί να είναι και μια εξαιρετική ευκαιρία για μια εκ νέου, αλλά πλέον ουσιαστική, δημόσια διαβούλευση επί του θέματος. Σε αυτό θα εστιάσω στο παρόν κείμενο.
Ας εξετάσουμε, καταρχάς, το τι ακριβώς αποτελεί «είδηση» στην πρόσφατη ειδησεογραφία: δηλαδή τι γνώση μεταδίδουν αυτές οι ειδήσεις ή, πιο συγκεκριμένα, το πώς μαθαίνουμε να γνωρίζουμε κάτι που πολλές φορές ήδη ξέρουμε. Η θεωρητικός κριτικής θεωρίας, σπουδών φύλου και κουήρ θεωρίας, Eve Kosofsky Sedgwick θέτει το εξής ερώτημα, καλώντας μας να σκεφτούμε την επιτελεστικότητα της γνώσης: «Τι κάνει η γνώση -η αναζήτησή της, το να την έχεις και να την εκθέτεις, το να υποδέχεσαι ξανά μία γνώση γι’ αυτό που κάποιος/α ήδη ξέρει;» (2003, σ. 124).
Πριν από δύο περίπου χρόνια, όταν το #ΜeΤoo έγινε βάιραλ στο Facebook και εμφανίστηκε ξαφνικά στους τοίχους τόσων φίλων από όλα τα μέρη του κόσμου, διερωτήθηκα αρχικά για το τι μπορεί να σημαίνει το παράδοξο του να υποδέχεσαι ξανά μια γνώση γι’ αυτό που ήδη ξέρεις, όπως και το πόσο αδιανόητο εμφανίζεται να φαίνεται κάτι που ταυτόχρονα είναι εντελώς κοινότοπο, όπως η έμφυλη βία. Εξ’ ου και το ερώτημα αυτό μας προτρέπει να εστιάσουμε, όχι απλά στην έκπληξη της είδησης, αλλά στις συνέπειες της επαναληπτικότητας αυτής της γνώσης.
Καταρχάς, ένα πρακτικό αλλά και ταυτόχρονα αναλυτικό πρόβλημα με το θέμα της παραγωγής της γνώσης -ειδικά εκείνης που σχετίζεται με τη βία και το τραύμα- είναι ότι γνωρίζουμε ξεχνώντας, ή αλλιώς, ότι η έκθεση σε μια (νέα) γνώση μας κάνει να ξεχνάμε τι γνωρίζαμε ήδη. Πιο συγκεκριμένα, ας πάρουμε ως παράδειγμα τον τρόπο με τον οποίο γίνεται βάιραλ το #MeToo στους χολιγουντιανούς κύκλους. Η γνώση ότι «και εγώ» έχω υποστεί έμφυλη βία, μεταφέρεται ξαφνικά ως μια (νέα) είδηση που μας κάνει να ξεχνάμε ότι η αφροαμερικανή ακτιβίστρια Tarana Burke κουόταρε το #MeToo για πρώτη φορά το 2006, αντηχώντας το μήνυμα ότι ο ρατσισμός και ο σεξισμός βαδίζουν χέρι-χέρι (δείτε επίσης Athanasiou & Efthymiou, 2019· Bourke, 2021). Με τον ίδιο τρόπο, μας κάνει να ξεχνάμε ότι η αντήχηση του κινήματος Black Lives Matter δεν έπεται του #MeToo αλλά ότι τοποθετείται στην καρδιά της δημόσιας διαβούλευσης για το τι συνεπάγεται έμφυλη και φυλετικοποιημένη βία, όπως και ομοφοβία/τρανσφοβία ή μας κάνει να ξεχνάμε ότι η Ένωση Αφρικανών Γυναικών στην Ελλάδα ένωσε τις φωνές τους με το Black Lives Matter και ότι η δολοφονία του George Floyd συνδέθηκε για πολλές/@ με τη δολοφονία του Ζακ Κωστόπουλου, της Zackie Oh. Ταυτόχρονα, μας κάνει να ξεχνάμε ότι ο βιασμός και θάνατος της Ελένης Τοπαλούδη οδήγησε σε έναν καταιγισμό ειδήσεων γυναικοκτονιών που γρήγορα αποσιωπήθηκαν όταν η ρητορική περί «ατομικής ευθύνης» μετατράπηκε σε μια σχεδόν εγκληματική πολιτική διαχείρισης της έμφυλης βίας εντός του οικιακού χώρου, όπως δείχνουν πλέον τόσες έρευνες[1]. Επιπλέον, ενώ προκαλεί έκπληξη η είδηση ότι δημόσια αναγνωρίσιμα και διάσημα πρόσωπα τολμούν να καταγγείλουν με θάρρος πράξεις βίας και κακοποιητικές συμπεριφορές ή και βιασμούς, δίνοντας χώρο σε ένα κύμα καταγγελιών, ξεχνάμε ότι τα κοινωνικά κινήματα μέσα από τη Διαθεματική Γυναικεία Κολεκτίβα Παραστατικών Τεχνών, Las Tesis, έφεραν την εξεγερμένη Χιλή στην Ελλάδα, όπως και αλλού στον κόσμο, καταγγέλλοντας τη βία, ονοματίζοντας το κοινότοπο και καταδεικνύοντας τους θεσμούς που έχει επινοήσει η δημοκρατία ως συνένοχους για την αναπαραγωγή αυτής της βίας.
Με άλλα λόγια, αυτό που έχει σημασία εδώ είναι το γεγονός ότι εάν στο πλαίσιο της δημόσιας μαρτυρίας και διαβούλευσης περί έμφυλης βίας, προάγεται η εξατομικευμένη εμπειρία μέσα από το πρότυπο μιας ετεροκανονικής, «λευκής» και ευάλωτης θηλυκότητας/υποκειμενικότητας που ως «θύμα» ζητεί δικαιοσύνη/δικαίωση και εάν οι φωνές που επικαλούνται το τραύμα δεν συνομιλήσουν με την ιστορικότητα που τις περιβάλλει αναδεικνύοντας την έμφυλη και σεξουαλική βία, παραβίαση και κακοποίηση ως δομικό φαινόμενο που μας αφορά όλους/ες/@, τότε ας μην μας φανεί παράξενο ότι το #ΜeΤoo γίνεται τηλεφωνική γραμμή καταγγελιών, ενώ οι ήδη υπάρχουσες υπολειτουργούν, ενώ τα κέντρα κακοποιημένων γυναικών την περίοδο του Covid-19 έκλεισαν τις πόρτες τους ύστερα από την προφανή αδυναμία διαχείρισης της αύξησης των περιστατικών, τόσο των «Ελληνίδων» όσο και των προσφυγισσών. Ταυτόχρονα, ας μην μας φανεί παράξενο ότι, ενώ πολλαπλασιάζονται οι συζητήσεις και η δημόσια ορατότητα της έμφυλης βίας, η επίδραση αυτών των λόγων δεν φαίνεται να ταράζει ή να αλλάζει κάτι στον διάχυτο μισογυνισμό και σεξισμό, ούτε καν να προκαλεί την αναγκαία σύνδεση με την αύξηση του ρατσισμού, της Ισλαμοφοβίας, της ομοφοβίας, τρανσφοβίας και εν γένει το μίσος απέναντι στην ετερότητα. Τέλος, ας μην μας φανεί παράξενο ότι στους απόηχους του «θορύβου» που προκάλεσε το #MeToo, η προσπάθεια εδραίωσης ενός επικίνδυνου κλίματος κοινωνικής νομιμοποίησης του μίσους και της οπισθοδρομικότητας μέσα από το δόγμα «Πατρίς, θρησκεία, οικογένεια» που επιχειρείται από ακροδεξιούς κύκλους οδηγεί σήμερα στη δημόσια στοχοποίηση της κοινωνικής θεωρίας και των σπουδών φύλου και σεξουαλικότητας, όπως και της φεμινιστικής και κουήρ θεωρίας (Αβραμοπούλου, Κορωναίου & Στυλιανού, 21/03/2021), δηλαδή του χώρου εκείνου που μας θυμίζει να μην ξεχνάμε τον μόχθο της εργασίας που πρέπει να καταβάλουμε για να μην αναπαράγουμε (με ή χωρίς τη θέλησή μας) τον τραυματισμό, για να πλαισιώσουμε αυτήν την πολλαπλά αρθρωμένη ευαλωτότητα και για να εκπαιδευτούμε στην πολιτική της ακουστότητας. Εξάλλου αυτό συμβαίνει, ενώ ταυτόχρονα ζούμε μια στιγμή επιβολής της αστυνόμευσης του ελληνικού δημόσιου πανεπιστημίου, όπως και της ακαδημαϊκής σκέψης και ελευθερίας -μια ιστορική στιγμή υπονόμευσης της διάδοσης της κριτικής γνώσης, παιδαγωγικής και εκπαίδευσης.
Ακούγοντας, λοιπόν, τον Αλέξη Κούγια, συνήγορο υπεράσπισης του Δημήτρη Λιγνάδη, να μιλά για «έναν αθώο που βρίσκεται άδικα στη φυλακή» (tvxs.gr, 03/03/2021) εκφέροντας ταυτόχρονα ρατσιστικά και ομοφοβικά σχόλια και νομιμοποιώντας στον δημόσιο λόγο την εκφορά μίσους απέναντι στην ετερότητα, με παρόμοιο τρόπο όπως όταν ο Χαράλαμπος Αθανασίου (βουλευτής της ΝΔ, Β’ αντιπρόεδρος της Βουλής και πρώην υπουργός Δικαιοσύνης) πρόσφατα είπε ότι «κακώς καταργήθηκε η παρά φύσιν ασέλγεια» (avgi.gr, 02/03/2021), απαντώντας σε ερώτηση της Σίας Αναγνωστοπούλου σχετικά με τις ευθύνες της υπουργού Πολιτισμού Λίνας Μενδώνη για τον διορισμό του κ. Λιγνάδη στην καλλιτεχνική διεύθυνση του Εθνικού Θεάτρου, τότε δεν γίνεται να μας εκπλήσσει το γεγονός ότι η βία απέναντι στην ετερότητα, όχι απλά αναπαράγεται καθημερινά, αλλά ότι η αναπαραγωγή αυτής της γνώσης (ότι υπάρχει) καταλήγει και να την νομιμοποιεί σε θεσμικό επίπεδο, όπως και να τη φυσικοποιεί κοινωνικά μετατρέποντάς της σε νόρμα. Εξ’ ου και ο αγώνας που δίνεται από τα κοινωνικά κινήματα, όπως έγινε έξω από το δικαστήριο στην περίπτωση του Γιώργου Καρκά ή στη δίκη της Τατιάνας και της Παναγιώτας που καταδικάστηκαν γιατί δεν τους αναγνωρίστηκε το δικαίωμα στην αυτοάμυνα, ή ακόμα και στην πρόσφατη καταδίκη της Χρυσής Αυγής -μια καταδίκη που δεν ήταν καθόλου αυτονόητη- είναι ένας αγώνας για να επανοριστούν οι έννοιες του δικαίου, της δικαιοσύνης και της δικαίωσης, στο πλαίσιο της διασφάλισης του δημοκρατικού οράματος για αλληλεγγύη, (αλληλο)φροντίδα και (αυτο)εκπαίδευση.
Από την άλλη, ίσως το μόνο θετικό σχετικά με την επίκληση της αναλυτικής λειτουργίας της γνώσης που γνωρίζει ξεχνώντας (ό,τι ήξερε), είναι ότι μπορεί να αποτελέσει και μια ευκαιρία, ή έστω προτροπή, να θέλουμε να γνωρίσουμε κάτι ξανά, όχι όμως εκλαμβάνοντάς το ως κάτι εντελώς άγνωστο ή ως κάτι που δεν είναι ήδη εγγεγραμμένο στις δομικές συνθήκες αναπαραγωγής των θεσμών που νομιμοποιούν την βία ενώ επιλεκτικά την καταδικάζουν, ιδεολογικοποιώντας την μέσα από το πρίσμα του κανονικοποιημένου, (νεο)φιλελεύθερου ετεροπατριαρχικού ατομικισμού, αλλά ως κάτι που για να το προσεγγίσουμε θα πρέπει να το εξετάσουμε στην ιστορικότητα που το πλαισιώνει, στις χρονικότητες που επικαλείται και στις διασυνδέσεις που δημιουργεί. Εξάλλου, η ουσιαστική γνώση παράγεται μέσα από τα θραύσματα των βεβαιοτήτων και την ανοιχτότητα μας στην έκπληξη. Όπως μας θυμίζει η Sedgwick και πάλι, η γνώση έχει και «επουλωτικές επιτελέσεις» (2003). Γι’ αυτό και θα πρέπει να διερωτηθούμε, με αφορμή το ελληνικό #MeToo, το πώς θα μπορέσουμε να αφηγηθούμε (τόσο δημόσια, όσο και ιδιωτικά στις εαυτές μας) ιστορίες τραύματος χωρίς να ξανατραυματίσουμε/στούμε. Δηλαδή, ίσως θα πρέπει να σκεφτούμε ξανά το πώς να ριζοσπαστικοποιήσουμε πολιτικά την ιδιότητα αυτής της γνώσης και την πολιτική ποιητική της, καθώς και η ίδια, όπως και η ιστορία ή η μνήμη, χαράσσονται μέσα από απώλειες, σιωπές, ασυνέχειες και ρωγμές, δηλαδή μέσα από την αναπόφευκτη τρωτότητα και ευαλωτότητά μας την οποία και μοιραζόμαστε από κοινού. Γι’ αυτό και θα πρέπει να λάβουμε υπόψη μας ότι η ορατή βία καθίσταται αόρατη, για παράδειγμα, όταν θυματοποιεί εκ νέου ονοματίζοντας τις επιζώσες θύματα, (ανα)παράγοντας έτσι συναισθήματα ντροπής, ενοχοποίησης και φόβου, ή όταν εξωτικοποιεί τη διαδικασία της ενδυνάμωσης χωρίς να σκέφτεται τον στιγματισμό και τα αντίποινα που συνήθως επέρχονται, ή όταν ουδετεροποιεί την τραγικότητα της εμπειρίας αυτής μέσα από την καθημερινή κατανάλωσή της ή της μετατροπής της σε «ιδιαίτερο» περιστατικό, μετατρέποντας τα «θύματα» σε «ηρωίδες». Ταυτόχρονα, και η αόρατη βία είναι εντέλει εντελώς ορατή καθώς διαχέεται στην ατμόσφαιρα και νομιμοποιείται θεσμικά και κοινωνικά καθημερινά.
Τέλος, ας μην ξεχνάμε ότι σε αυτή την ατμόσφαιρα μπαίνουμε από διαφορετική θέση κάθε φορά και ισοτιμία, εδώ, δεν σημαίνει να ακουστούν όλες οι φωνές ταυτόχρονα καθώς δεν είναι αριθμητικό το διακύβευμα, αλλά ζήτημα αναλυτικής σύνθεσης μιας κοινής μαρτυρίας, η οποία μας θυμίζει πόσο συστημική αλλά και βαθιά βιοπολιτική, πόσο τοπική αλλά και διεθνής είναι η εμπειρία της έμφυλης βίας. Αποτελεί, τελικά, μια κοινή μαρτυρία που απαιτεί από εμάς να σκεφτούμε συλλογικά και εκ νέου το τι σημαίνει αλλά και το πώς αναπαράγεται η έμφυλη βία. Αν δεν τα εξετάσουμε όλα αυτά ταυτόχρονα, τότε δεν θα μπορέσουμε ποτέ πραγματικά να ακούσουμε τι σημαίνει ότι το τραύμα χρειάζεται σκάλισμα ως προς το τι πολιτικές δηλώσεις εκκωφαντικά διαλαλεί. Εξάλλου, το τραύμα δεν είναι μόνο μια σωματική πληγή ή ψυχολογική διεργασία, αλλά ένα πολιτικό διακύβευμα, ή αλλιώς η αφετηρία μιας ουσιαστικής, βαθιάς και ευαίσθητα αναστοχαστικής δημόσιας διαβούλευσης.
Παραπομπές:
Αβραμοπούλου, Ε., Κορωναίου, Α. & Στυλιανού, Α. (21 Μαρτίου 2021). Τι κρύβεται πίσω από τη στοχοποίηση κοινωνικών επιστημών και επιστημόνων;. Η Εποχή.
Athanasiou, Athena & Alkisti Efthymiou 2019. «Alkisti Efthymiou in converstation with Athena Athanasiou: Spectral publics and antifascist eventualities». Identities. Journal for politics, gender and culture, 16(1-2), σσ. 102-113, και Bourke, Joanna. 2021. «Η σεξουαλική βία στην εποχή του #MeToo», μτφρ. Αθηνά Μιχαλακέα, Ινστιτούτο Νίκος Πουλαντζάς.
Avgi.gr. (02 Μαρτίου 2021). Ομοφοβικό παραλήρημα. «Κακώς καταργήθηκε η παρά φύσιν ασέλγεια» δήλωσε ο Χαράλαμπος Αθανασίου της ΝΔ. https://www.avgi.gr/koinonia/380869_kakos-katargithike-i-para-fysin-aselgeia-dilose-o-haralampos-athanasioy-tis-nd
Κέντρο Γυναικείων Ερευνών και Μελετών Διοτίμα. (23 Νοεμβρίου 2020). Γυναικοκτονία από το δρόμο ως το νόμο. Διαδικτυακή εκδήλωση διαθέσιμη στο https://www.youtube.com/watch?v=LIbWnblsvjs&t=11s. Περισσότερο υλικό διαθέσιμο στο https://diotima.org.gr/.
Sedgwick, Eve Kosofsky (2003), Touching Feeling: Affect, Pedagogy, Performativity, Duke University Pree, Ντάραμ και Λονδίνο.
tvxs.gr. (03 Μαρτίου 2021). Κούγιας κατά δικαστών για την υπόθεση Λιγνάδη: «Έστειλαν έναν αθώο που βρίσκεται άδικα στη φυλακή».
[1] Χαρακτηριστικά μπορεί κάποιος/α να ανατρέξει στις καμπάνιες για την έμφυλη βία την περίοδο του Covid-19 από το Κέντρο Γυναικείων Ερευνών και Μελετών Διοτίμα https://diotima.org.gr/, όπως και στη διοργάνωση της διαδικτυακής εκδήλωσης «Γυναικοκτονία από το δρόμο ως το νόμο» (23 Νοεμβρίου 2020)