Μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο η Ευρώπη γνώρισε μια καμπή τόσο σε οικονομικό όσο και σε κοινωνικό επίπεδο. Η ειρήνη και ο κατευνασμός, πρωταρχικοί στόχοι του ευρωπαϊκού οράματος, επιτεύχθηκαν όχι χάρη στην ευρωπαϊκή ενοποίηση, η οποία είχε κυρίως οικονομικό πρόσημο, αλλά χάρη στη Συνθήκη των Βρυξελλών και την παρουσία των ΗΠΑ με τη δημιουργία του Σχεδίου Μάρσαλ και του ΝΑΤΟ.
Οι κυβερνήσεις των κρατών διαμόρφωσαν ένα πλαίσιο αρχών και πολιτικών με στόχο την προώθηση των συμφερόντων των βιομηχανικών κρατών και του ευρωπαϊκού κεφαλαίου, με την ΟΝΕ αργότερα, να επισφραγίζει την κυριαρχία του ευρωπαϊκού κεφαλαίου.
Η παγκόσμια οικονομική κρίση του 2007-08 επιβεβαίωσε την απόκλιση μεταξύ των κρατών-μελών του Νότου και του Βορρά της ΕΕ και κατέδειξε την αποτυχία της οικονομικής ενοποίησης. Οι κρίσεις, εξάλλου, όπως φάνηκε και στην περίπτωση του ευρωπαϊκού οικοδομήματος, αξιοποιούνται ως στρατηγικό πλεονέκτημα του ευρωπαϊκού κεφαλαίου στον ταξικό πόλεμο ενάντια στην εργασία, προωθώντας τη συσσώρευση του κεφαλαίου και την εδραίωση της καπιταλιστικής κυριαρχίας
Η υιοθέτηση κοινών πολιτικών -με τη συμμετοχή των χωρών-μελών στην ΕΕ και έπειτα στην Ευρωζώνη- είχε ως αποτέλεσμα το χάσμα ανάμεσα στις χώρες του ευρωπαϊκού Βορρά και σε εκείνες του ευρωπαϊκού Νότου να διευρύνεται επίμονα. Η ΕΕ δεν διέθετε το θεσμικό περιβάλλον –ούτε βέβαια τα μέσα– για την προώθηση εσωτερικών πολιτικών εξυγίανσης, στοιχεία που φανερώνουν την έλλειψη ανθεκτικότητας των αποτελεσμάτων σύγκλισης. Οι πολιτικές λιτότητας που επιβλήθηκαν από το ΔΝΤ και τους ευρωπαϊκούς θεσμούς στα κράτη της περιφέρειας για την αντιμετώπιση της κρίσης χρέους διεύρυναν ακόμα περισσότερο το χάσμα μεταξύ κέντρου και ευρωπαϊκής περιφέρειας, παγώνοντας τα όποια περιθώρια ανάπτυξης υπήρχαν και ενισχύοντας τις ανισότητες.
Ποια είναι όμως η επιρροή του καπιταλισμού στην ευρωπαϊκή δημοκρατία; Το «πολιτικό» ασκείται μέσα σε μία «res publica», όπου το ευρωπαϊκό οικοδόμημα γίνεται αντιληπτό ως μία πολιτεία, η οποία διευρύνει τους όρους της δημοκρατικής συμβίωσης εντός μιας ευρύτερης πολλαπλότητας. Έτσι, το ευρωπαϊκό εγχείρημα έχει τη δυνατότητα περαιτέρω εκδημοκρατισμού, δεν παύει όμως να αναμετριέται με τις καπιταλιστικές ροές.
Σε ευρωπαϊκό θεσμικό και διαδικαστικό επίπεδο παρατηρείται ακόμα μία ένταση μεταξύ δημοκρατίας και καπιταλισμού. Η δημοκρατία στην ΕΕ αποκτά έναν διαδικαστικό χαρακτήρα, που συνίσταται στην επιλογή της ελίτ η οποία θα λαμβάνει τις αποφάσεις.
Υπό τις συνθήκες αυτές, η ΕΕ δε γίνεται ποτέ να γίνει μια «res publica» με την σημασία του όρου εφόσον παραμένει στα χέρια των λίγων.
[ Διαβάστε εδώ όλη τη δημοσίευση σε pdf ]
* Mελέτη του
Χαράλαμπου Αραβαντινού – Σιμωνέτου, Πολιτικού επιστήμονα