Η συνεχιζόμενη επαγγελματική κατάρτιση (ΣΕΚ) ως εργαλείο αναπτυξιακής πολιτικής και πολιτικής απασχόλησης, καθώς και οι προεκτάσεις της στο ζήτημα του αναγκαίου μετασχηματισμού της ελληνικής οικονομίας και της διαμόρφωσης ενός νέου παραγωγικού προτύπου στη συγκυρία, συζητήθηκαν στη διαδικτυακή εκδήλωση του ΕΝΑ «Η συνεχιζόμενη επαγγελματική κατάρτιση ως εργαλείο πολιτικής: Δυνατότητες, όρια, προϋποθέσεις».
Η διαδικτυακή συζήτηση βασίστηκε στη μελέτη της Μαρίας Καραμεσίνη για το ΕΝΑ «Συνεχιζόμενη Επαγγελματική Κατάρτιση: Εργαλείο αναπτυξιακής πολιτικής & καταπολέμησης της ανεργίας».
Στην εκδήλωση συμμετείχαν η Αναπληρώτρια Καθηγήτρια στο Πανεπιστήμιο Κρήτης Βάλια Αρανίτου, ο Λέκτορας Εκπαιδευτικής Διοίκησης & Σχεδιασμού Εκπαιδευτικών Προγραμμάτων – Δια Βίου Μάθησης & Εκπαίδευσης στο Πανεπιστήμιο Νεάπολις της Πάφου Χρήστος Γούλας, η Καθηγήτρια Οικονομικών στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, πρ. Πρόεδρος και Διοικήτρια του ΟΑΕΔ Μαρία Καραμεσίνη, ο Εκτελεστικός Διευθυντής του ΙΜΕ/ΓΣΕΒΕΕ Παρασκευάς Λιντζέρης, η Καθηγήτρια Εκπαιδευτικής Πολιτικής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο Ελένη Πρόκου, ο Οικονομολόγος, Καθηγητής Πολιτικής Οικονομίας στο Πανεπιστήμιο Κρήτης και πρ. Υπουργός Γιώργος Σταθάκης. Το πάνελ των ομιλητών συντόνισε η Δημοσιογράφος, αρχισυντάκτρια της ιστοσελίδας Αlfavita.gr Χρύσα Βαϊνανίδη.
Ο κίνδυνος να καταστεί η ανεργία «ατομική ευθύνη»
«Η συνεχιζόμενη επαγγελματική κατάρτιση αποτελεί χρήσιμο και απαραίτητο εργαλείο της αναπτυξιακής πολιτικής και της πολιτικής απασχόλησης, αλλά δεν δημιουργεί θέσεις εργασίας και δεν επηρεάζει τον συνολικό όγκο της ανεργίας, ενώ δεν αποτελεί τον καθοριστικό παράγοντα εξέλιξης της παραγωγικότητας της εργασίας, ιδίως σε μια χώρα όπως η Ελλάδα, που παρουσιάζει τεράστιο επενδυτικό κενό και τεχνολογική υστέρηση», τόνισε η Μαρία Καραμεσίνη στην εισήγησή της.
«Την επόμενη πενταετία, το Ταμείο Ανάκαμψης και το νέο ΕΣΠΑ θα χρηματοδοτήσουν με περίπου 2 δισ. ευρώ την κατάρτιση άνω του ενός εκατομμυρίου ενήλικων ατόμων, ενώ θα διαθέσουν πολύ λιγότερους πόρους για προγράμματα απασχόλησης, που είναι απαραίτητα για την ενίσχυση των θέσεων εργασίας σε μια οικονομία με το δεύτερο υψηλότερο ποσοστό ανεργίας και το υψηλότερο ποσοστό μακροχρόνιας ανεργίας στην ΕΕ» ανέφερε. Όπως υπογράμμισε η πρώην Διοικήτρια του ΟΑΕΔ, «η ανεργία τείνει να αποδίδεται πλέον στην ατομική ευθύνη των ανέργων που δεν καταρτίζονται, αντί στο έλλειμμα θέσεων εργασίας μιας οικονομίας που υπέστη παραγωγικό ακρωτηριασμό την περίοδο 2008-2013 και στην οποία οι θέσεις εργασίας είναι σήμερα κατά 540.000 λιγότερες απ’ ό,τι το 2008».
Σύμφωνα με την κυρία Καραμεσίνη, «ο ν. 4763/2020 βρίσκεται ακόμα στον αέρα ως προς την πιστοποίηση προγραμμάτων κατάρτισης και μαθησιακών αποτελεσμάτων των καταρτιζόμενων», ενώ «το νέο νομοσχέδιο του υπουργείου Εργασίας για τον ΟΑΕΔ και την εθνική στρατηγική δεξιοτήτων προωθεί τη δημιουργία μιας μεγάλης ιδιωτικής αγοράς πιστοποίησης της κατάρτισης και εισάγει έναν τρόπο αξιολόγησης των παρόχων κατάρτισης που ενδέχεται να δημιουργήσει μεγάλες στρεβλώσεις τόσο στην αγορά κατάρτισης όσο και στην αγορά εργασίας – συναλλαγές μεταξύ παρόχων κατάρτισης και επιχειρήσεων, επιλογή από τους παρόχους των ατόμων με τα υψηλότερα προσόντα και δεξιότητες σε δυναμικά επαγγέλματα και εγκατάλειψη αυτών με τα λιγότερα προσόντα, μετατροπή των ΚΔΒΜ σε μικρούς ΟΑΕΔ κ.ο.κ. Επιπλέον, το σχέδιο νόμου εισάγει έναν τρόπο αξιολόγησης που θα προκαλέσει έξοδο από την αγορά των ΜμΕ του κλάδου και την είσοδο μεγάλων εταιρειών συμβούλων και παροχής υπηρεσιών απασχόλησης».
Η επαγγελματική κατάρτιση ως συγκάλυψη εργασιακής επισφάλειας ή προϋπόθεση αναβάθμισης της εργασίας;
Ο Χρήστος Γούλας στην εισήγησή του εστίασε στην ανάλυση δύο αντιθετικών αντιλήψεων για το ρόλο της επαγγελματικής κατάρτισης: αυτής που θέλει την επαγγελματική κατάρτιση όχημα συγκάλυψης της εργασιακής επισφάλειας και αυτής που αναγνωρίζει στην επαγγελματική κατάρτιση την απαραίτητη προϋπόθεση για κάθε ποιοτική αναβάθμιση στην εργασία.
Όπως υποστήριξε, η επαγγελματική κατάρτιση στην Ελλάδα, παρά τις νομοθετικές παρεμβάσεις των τελευταίων ετών παραμένει «άναρχη και ποιοτικά υποβαθμισμένη». «Συνεχίζει να αντιμετωπίζεται απλώς ως πηγή εκταμίευσης ευρωπαϊκών κονδυλίων», επισήμανε επίσης ενώ «χρησιμοποιήθηκε διαχρονικά ως εργαλείο διαχείρισης των συνεπειών της ανεργίας μέσω επιδομάτων.
Σύμφωνα με τον κ. Γούλα, η άποψη που θέλει τα ποσοστά ανεργίας υψηλά λόγω της αναντιστοιχίας μεταξύ προσφοράς και ζήτησης στην αγορά εργασίας, διαψεύδεται από όλα τα εμπειρικά δεδομένα. «Το περίφημο “χάσμα δεξιοτήτων” υφίσταται, αλλά σε μεγαλύτερο βαθμό αφορά περισσότερο εργαζομένους που διαθέτουν περισσότερες και όχι λιγότερες δεξιότητες από όσες απαιτεί η θέση εργασίας τους. Το χάσμα δεξιοτήτων παραπέμπει στη χρόνια αδυναμία των ελληνικών επιχειρήσεων να διαμορφώσουν ανταγωνιστικά πλεονεκτήματα μέσω της επιμόρφωσης των εργαζομένων τους και των επενδύσεων στην έρευνα και ανάπτυξη και σε καινοτόμα προϊόντα και υπηρεσίες» τόνισε χαρακτηριστικά.
Όπως επισήμανε, «η ενδοεπιχειρησιακή κατάρτιση παρουσιάζει πολύ χαμηλούς δείκτες εφαρμογής και ανάπτυξης στις ελληνικές επιχειρήσεις, με αποτέλεσμα την αδυναμία προσανατολισμού των επιχειρήσεων σε παραγωγικούς τομείς και κλάδους υψηλής κερδοφορίας που χαρακτηρίζονται από υψηλή ένταση γνώσης και διαρκή εξέλιξη της τεχνογνωσίας. Η επαγγελματική κατάρτιση μπορεί, αντίθετα, να παίξει σημαντικό ρόλο στην ποιοτική αναβάθμιση της εργασίας ως στέρεο και διαρκές πλαίσιο υποστήριξης της παραγωγικής διαδικασίας στο πλαίσιο ενός νέου παραγωγικού προτύπου».
Κατά τον εισηγητή, η επαγγελματική κατάρτιση έχει ανάγκη την αποφασιστική ρυθμιστική παρέμβαση του κράτους στο επίπεδο του προσδιορισμού και του διαρκούς ελέγχου των προδιαγραφών ποιότητας των παρόχων επαγγελματικής κατάρτισης. Από αυτή την άποψη, το υπό συζήτηση σχέδιο νόμου του Υπουργείου Εργασίας αποδεικνύεται, όπως υποστήριξε, ιδιαίτερα προβληματικό γιατί μεταφέρει την ευθύνη για τη χαμηλή ποιότητα των προγραμμάτων κατάρτισης από τους παρόχους στους καταρτιζόμενους εργαζόμενους.
Η συνεχιζόμενη επαγγελματική κατάρτιση δεν μπορεί άλλωστε, σύμφωνα με τον κ. Γούλα, να υποκαταστήσει τα τυπικά εκπαιδευτικά συστήματα. «Ως εκ τούτου, οι πολιτικές που σκοπεύουν στη διοχέτευση των τεχνητά αποκλεισμένων από την τριτοβάθμια εκπαίδευση στην αρχική επαγγελματική κατάρτιση τελικά υποβαθμίζουν τόσο το τυπικό εκπαιδευτικό σύστημα όσο και τα συστήματα αρχικής και συνεχιζόμενης επαγγελματικής κατάρτισης» κατέληξε.
Προοδευτικός τρόπος αύξησης της παραγωγικότητας μέσω εργασιών υψηλών δεξιοτήτων
Όπως επισήμανε στη δική του εισήγηση ο Παρασκευάς Λιντζέρης, «ένα ιδιαίτερα σημαντικό φαινόμενο που εκδηλώνεται αυτή την περίοδο είναι η μετάθεση του κέντρου βάρους από την κατάρτιση (ως εκπαιδευτική διεργασία απόκτησης γνώσεων και δεξιοτήτων) στην πιστοποίηση, στη βάση του λανθασμένου, αλλά εύληπτου και κάπως “λαϊκιστικού”, επιχειρήματος ότι “την αξία της ΣΕΚ θα την κρίνει η αγορά εκ του αποτελέσματος”». Έτσι, «η πιστοποίηση των γνώσεων και δεξιοτήτων που αποκτώνται από τη ΣΕΚ τα τελευταία 10 χρόνια γενικεύτηκε, με το επιχείρημα ότι “αποτελεί μέτρο της αποτελεσματικότητας της κατάρτισης”. Η πιστοποίηση, όπως είναι γνωστό, υλοποιείται από ιδιωτικές εταιρείες σύμφωνα βάσει ειδικών κανονισμών, το περιεχόμενο των οποίων δεν γνωστοποιείται έτσι ώστε να μπορεί να διαγνωστεί η συνάφειά τους με τα περιεχόμενα της κατάρτισης». Άρα, πρέπει, κατά τον κ. Λιντζέρη, να ξανασκεφτούμε (α) πότε χρειάζεται πιστοποίηση των γνώσεων και δεξιοτήτων της ΣΕΚ και πότε δεν χρειάζεται, (β) πώς να γίνεται αυτή η πιστοποίηση και πώς να σχετίζεται με τη διεργασία της μάθησης και (γ) πώς να αναγνωρίζονται θεσμικά τα αποτελέσματα της πιστοποίησης με θετική επίπτωση στην ποιότητα και την αμοιβή της εργασίας».
Ακολούθως, 0 κ. Λιντζέρης επισήμανε ότι «τα τελευταία χρόνια η εστίαση των στρατηγικών δεξιοτήτων έχει στοχεύσει στη διάγνωση αναγκών της αγοράς εργασίας και στη συνέχεια στην προσαρμογή των εκπαιδευτικών υποσυστημάτων σε αυτές τις ανάγκες (προσφορά δεξιοτήτων). Μόνο πολύ πρόσφατα και με δυσκολία αποκτάται η επίγνωση του κρίσιμου ρόλου της ζήτησης δεξιοτήτων, δηλαδή της ικανότητας του παραγωγικού συστήματος να εμπλέξει τις διαθέσιμες δεξιότητες (ειδικά της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης) σε παραγωγικές δραστηριότητες υψηλών δεξιοτήτων και προστιθέμενης αξίας».
Εδώ υπάρχει, κατά τον εισηγητή, το εξής θεωρητικό σχήμα: οι μετασχηματισμοί στο παραγωγικό σύστημα (τεχνολογία, οργανωτικά μοντέλα, διεθνοποίηση, νέα υποδείγματα χρηματοδότησης κ.λπ.) προκαλούν αλλαγές στα περιεχόμενα και τις μορφές της εργασίας, οι οποίες με τη σειρά τους μεταβάλλουν τις ανάγκες σε γνώσεις και δεξιότητες των εργαζομένων. Ως απάντηση, συνεχίζει αυτή η συλλογιστική, υπάρχουν δύο προοπτικές:
(α) Ευελιξία με διευκόλυνση των απολύσεων, μεγαλύτερη ρευστοποίηση και αποσταθεροποίηση των σχέσεων εργασίας, καθήλωση των μισθών και αύξηση των εργάσιμων ωρών (ο «κακός» και συντηρητικός δρόμος αύξησης της παραγωγικότητας της εργασίας).
(β) Κατάρτιση για ανάπτυξη δεξιοτήτων (ο «καλός» και προοδευτικός τρόπος αύξησης της παραγωγικότητας, μέσω εργασιών υψηλών δεξιοτήτων – υψηλής προστιθέμενης αξίας).
Εντούτοις, υποστήριξε ο κ. Λιντζέρης, «όπως βλέπουμε στην πράξη, οι δύο αυτοί τρόποι διαχείρισης του αιτήματος της αύξησης της παραγωγικότητας δεν χρησιμοποιούνται αντιπαραθετικά, αλλά ταυτόχρονα και συνδυαστικά. Επίσης, η εκδοχή “υψηλές δεξιότητες με ποιοτικές εργασίες” είναι το προοδευτικό αλλά υποθετικό σενάριο, ενώ το “υψηλές δεξιότητες με χαμηλές αμοιβές και επισφαλείς συνθήκες” είναι το συντηρητικό, αλλά (δυστυχώς) πραγματικό σενάριο».
«Όπως και να έχει», συμπέρανε ο κ. Λιντζέρης, «ο δρόμος της ανάπτυξης δεξιοτήτων φαίνεται να είναι πιο επιθυμητός και για έναν ακόμη λόγο: διότι καλλιεργεί συνθήκες κοινωνικής συναίνεσης και ομαλότητας. Ωστόσο, το στοιχείο που δεν πρέπει να διαφεύγει της προσοχής μας είναι ότι οι πολιτικές δεξιοτήτων που μας δηλώνουν “τι πρέπει να ξέρουμε” μας υποδεικνύουν εξίσου και το «ποιοι πρέπει να είμαστε» ως εργαζόμενοι και ως άτομα γενικότερα. Ειδικά στις μέρες μας, η εμμονική απαίτηση για διαρκή νέα μάθηση και ταυτοχρόνως η έμφαση στις λεγόμενες “ήπιες”, οριζόντιες δεξιότητες αφενός μετατρέπουν το κοινωνικό δικαίωμα της εκπαίδευσης σε “ατομική υποχρέωση μάθησης”, αφετέρου επιδιώκουν να συγκροτήσουν έναν ιδεότυπο εργαζομένου που θα έχει εσωτερικεύσει τη φαιδρή εικόνα του μισθωτού που λειτουργεί ως “επιχειρηματίας του εαυτού του”».
Η εξατομίκευση της ευθύνης για μάθηση και απασχόληση ως εμπόδιο κοινωνικής ένταξης
Η Ελένη Πρόκου επιχείρησε να συνδέσει τα συμπεράσματα της μελέτης της Μ. Καραμεσίνη με τη δική της έρευνα σχετικά με τις πολιτικές για την εκπαίδευση ενηλίκων και τη διά βίου μάθηση στην Ευρώπη.
Όπως εξήγησε η κ. Πρόκου, «στη θεωρία της εκπαίδευσης ενηλίκων, “διά βίου μάθηση” σημαίνει πολύ απλά το να μαθαίνει κανείς σε όλη τη διάρκεια της ζωής του, είτε συμμετέχοντας στην τυπική ή στη μη τυπική εκπαίδευση, είτε άτυπα, και δεν αφορά αποκλειστικά την κατάρτιση. Στο πλαίσιο της παγκοσμιοποίησης όμως, ο όρος αυτός παραπέμπει κυρίως στη ΣΕΚ».
Σύμφωνα με την εισηγήτρια, διεθνείς οργανισμοί, μεταξύ των οποίων και η ΕΕ, διατύπωσαν έναν δημόσιο λόγο περί “σπουδαιότητας της διά βίου μάθησης” για την ανταγωνιστικότητα των χωρών στο παγκόσμιο σύστημα, τονίζοντας το οικονομικό στοιχείο. Σε αυτό το πλαίσιο αναπτύχθηκε η ΣΕΚ, ενώ υποχώρησε το ενδιαφέρον των κυβερνήσεων για τη γενική εκπαίδευση ενηλίκων, η οποία στοχεύει στην προσωπική ανάπτυξη, στην ανάπτυξη του ενεργού πολίτη, στην κοινωνική ένταξη. Έτσι, εθνικές κυβερνήσεις και άτομα άρχισαν να επενδύουν στη ΣΕΚ».
Σε ό,τι αφορά τη χώρα μας, η κυρία Πρόκου σημείωσε ότι «η μάθηση στο χώρο εργασίας δεν αναπτύχθηκε για λόγους που ανάγονται στη φύση της ελληνικής οικονομίας και της αγοράς εργασίας. Το ενδιαφέρον της ελληνικής πολιτείας εστίασε στη ΣΕΚ για την καταπολέμηση της ανεργίας, αλλά σε ένα πλαίσιο ιδιωτικοποίησης της διά βίου μάθησης, ενώ δεν σχεδιάστηκαν συνεκτικές πολιτικές που να συνδέουν την κατάρτιση με την απασχόληση, με αποτέλεσμα την εξατομίκευση της ευθύνης για συμμετοχή στη διά βίου μάθηση και κατ’ επέκταση στην απασχόληση».
Τα τελευταία μάλιστα χρόνια «επιτείνεται και γενικεύεται», σύμφωνα με την κυρία Πρόκου, «η ευρωπαϊκή πολιτική πιστοποίησης προσόντων στο πλαίσιο των προσπαθειών επίτευξης των στόχων της απασχολησιμότητας και της κινητικότητας του ανθρώπινου δυναμικού, για λόγους ανταγωνιστικότητας της ΕΕ στο διεθνές περιβάλλον. Αυτές οι πολιτικές πιστοποίησης προσόντων συνδέονται με την εντεινόμενη ιδιωτικοποίηση των συστημάτων διά βίου μάθησης, παράλληλα με την υποχώρηση των κρατών πρόνοιας στην Ευρώπη». Σε ένα τέτοιο πλαίσιο καθίσταται, όπως συμπέρανε η εισηγήτρια, «όλο και πιο δύσκολη η επίτευξη του στόχου της κοινωνικής ένταξης, ενώ, με τη χαμηλή συμμετοχή στη διά βίου μάθηση των ευάλωτων κοινωνικών ομάδων, οι οποίες και την έχουν μεγαλύτερη ανάγκη, διευρύνονται και αναπαράγονται οι ανισότητες».
Απασχολησιμότητα, αλλαγή παραδείγματος στην εργασία και οι ιδεολογικές συνέπειες
Η Βάλια Αρανίτου στην εισήγησή της μίλησε για την αλλαγή «παραδείγματος» στην εργασία και την ανεργία και για τις ιδεολογικές της συνέπειες. «Η παροχή άφθονων ευρωπαϊκών πόρων στα κράτη-μέλη για ΣΕΚ συνδέθηκε στενά με την Ευρωπαϊκή Στρατηγική για την Απασχόληση και τον πρώτο πυλώνα της, που αναγόρευσε τη βελτίωση της απασχολησιμότητας των ανέργων», είπε. Στο πλαίσιο αυτό «η έννοια της απασχολησιμότητας εντάσσεται και αποτελεί μέρος του “νέου πνεύματος του καπιταλισμού”, αντικαθιστώντας την πλήρη απασχόληση σε μια επιχείρηση ή έναν οργανισμό με μια καριέρα σε πολυάριθμες προσωρινές δουλειές για περαιτέρω βραχυπρόθεσμα έργα. Με άλλα λόγια, θα μπορούσαμε να πούμε ότι αποτελεί μια πιο “επιτυχημένη”, αλλά ολέθρια, μορφή εκμετάλλευσης», σημείωσε η κυρία Αρανίτου.
«Με τη μορφή αυτή εμφανίστηκε στη δεκαετία του 1980, αρχικά από εταιρείες, ως απάντηση στην ανάγκη να είμαστε ευέλικτοι απέναντι στον παγκόσμιο ανταγωνισμό, προσαρμοζόμενοι στο ασταθές οικονομικό περιβάλλον. Οι εταιρείες δεν μπορούσαν πλέον να προσφέρουν ασφάλεια μόνιμης εργασίας στους εργαζομένους και εισήγαγαν την “απασχολησιμότητα” ως το νέο ψυχολογικό συμβόλαιο» συνέχισε η εισηγήτρια. Παρά τον αρχικό σκεπτικισμό, η απασχολησιμότητακέρδισε «το πάνω χέρι», σύμφωνα με την κυρία Αρανίτου, και «υιοθετήθηκε από κυβερνήσεις, που, σε συνεργασία με τον επιχειρηματικό κόσμο και μην μπορώντας να επηρεάσουν τη ζήτηση εργασίας, έχτισαν ολόκληρη την κυβερνητική πολιτική γύρω από την προσφορά εργασίας – την απασχολησιμότητα. Αυτό σήμαινε ότι οι κυβερνήσεις, αντί να δημιουργήσουν θέσεις εργασίας, βοήθησαν τους ανέργους να βελτιώσουν την απασχολησιμότητά τους, καθώς και να εξαρτήσουν τα επιδόματα ανεργίας από αυτήν, με την έξοδο από την ανεργία να γίνεται ευθύνη των ατόμων».
Σύμφωνα με την εισηγήτρια, «πρόκειται για ένα νεοφιλελεύθερο έργο που δίνει έμφαση στην ευθύνη των ατόμων για τις επιτυχίες και τις αποτυχίες τους στην αγορά εργασίας και κάνει τους ανθρώπους να πιστεύουν ότι οφείλεται στην ανεπαρκή απασχολησιμότητά τους το ότι δεν μπορούν να βρουν δουλειά, παρά την κατάσταση της συνολικής αγοράς. Ουσιαστικά, καταλύεται ο κοινωνικός καταμερισμός εργασίας».
«Η συζήτηση για την απασχολησιμότητα θα πρέπει να επανέλθει στη δημόσια συζήτηση», επισήμανε η κυρία Αρανίτου, προσθέτοντας ότι «θα πρέπει να συνδεθεί με άλλα σημαντικά ζητήματα στην κοινωνία (περικοπές θέσεων εργασίας, μέτρα λιτότητας, συνέπειες της κρίσης)», καθώς και να ιδωθεί «από διαφορετική οπτική γωνία – όχι ως θεραπεία για όλα αυτά τα ζητήματα σε ατομικό επίπεδο, αλλά ως μέρος του προβλήματος».
«Στο νέο αυτό πλαίσιο θα πρέπει να ξαναμιλήσουμε για τη συνεχιζόμενη επαγγελματική κατάρτιση». Όπως υποστήριξε, «τα προβλήματα στα οποία οδηγεί αυτή η νέα διαδικασία είναι ίσως πιο ορατά στον τομέα της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης», αφού «έχει μεγάλο αντίκτυπο στον τρόπο λειτουργίας των πανεπιστημίων» και «χρησιμοποιείται σήμερα ευρέως ως κριτήριο αξιολόγησης για τις επιδόσεις των πανεπιστημίων, βάσει του οποίου δικαιολογείται η περαιτέρω χρηματοοικονομικοποίηση του πανεπιστημίου».
Η επαγγελματική κατάρτιση στο πλαίσιο μεγάλων οικονομικών και παραγωγικών μετασχηματισμών
Ο Γιώργος Σταθάκης στην εισήγησή του έθεσε το κομβικό ερώτημα εάν η επαγγελματική κατάρτιση και η διά βίου μάθηση ακολουθούν μία οικονομική αλλαγή που εξελίσσεται στην κοινωνία ή εάν διευκολύνουν την αλλαγή/τομή που χρειάζεται η κοινωνία στη σύγχρονη συγκυρία.
Ο πρώην υπουργός τόνισε ότι «για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα η επαγγελματική κατάρτιση και η διά βίου μάθηση στη χώρα μας δομήθηκαν γύρω από τους ευρωπαϊκούς πόρους με έναν χαοτικό τρόπο και μετεξελίχθηκαν στην ικανοποίηση επιμέρους ιδιωτικών συμφερόντων, χωρίς επάρκεια και αξιοπιστία, καταλήγοντας στην απαξίωση της όλης διαδικασίας».
Σύμφωνα με τον κ. Σταθάκη, «η αποδιάρθρωση που υπάρχει στην ελληνική οικονομία οφείλεται στην κρίση, χωρίς αμφιβολία, άρα είναι δύσκολο σε μία κατεστραμμένη οικονομία να μιλάμε για την ικανότητα της κατάρτισης να συμβάλει στην αναδιάρθρωσή της ή να είναι επιτυχημένη. Στην περίοδο της καταστροφής, από το 2010, λογικό είναι ότι οι μόνες πολιτικές που θα είχαν απόλυτο νόημα θα ήταν οι πολιτικές απασχόλησης, με την οικονομία να συρρικνώνεται οικονομικά, παραγωγικά κ.ο.κ». Την επαύριο της κρίσης αυτής όμως, όπως επισήμανε ο πρώην υπουργός, «η οικονομία θα αλλάξει και η Ευρώπη θα αλλάξει. Αυτή η πράσινη στροφή, η ψηφιακή μεταστροφή, η 4η Βιομηχανική Επανάσταση κ.ά. είναι μία τεράστια αναδιάρθρωση της οικονομίας που βρίσκεται μπροστά μας». Η μαζικοποίηση της ΣΕΚ συνυφαίνεται άμεσα, σύμφωνα με τον κ. Σταθάκη, με το γεγονός ότι «αυτές οι αλλαγές θα είναι σημαντικές σε όλους τους τομείς, στη γεωργία, στην επαναβιομηχάνιση, στην ψηφιοποίηση κ.α. Υπάρχει ένα θέμα κεντρικό, θεμελιακό, που άπτεται αυτής της μαζικοποίησης και της ιδέας ότι ένα πολύ μεγάλο ποσοστό των σημερινών εργαζομένων και των ανέργων καλείται να εμπλακεί σε μία διαδικασία τέτοιου τύπου».
Αναφερόμενος στην ΕΕ και στην αγορά εργασίας, ο πρώην υπουργός έκανε λόγο για μία μετατόπιση «με ισχυρά φαινόμενα επαναρρύθμισης μέρους της αγοράς εργασίας» ή «μία προσπάθεια αποκλιμάκωσης των ακραίων ανισοτήτων που δημιουργήθηκαν τα προηγούμενα 30 χρόνια». Αυτό μπορεί, σύμφωνα με τον κ. Σταθάκη «να συνδέεται με μια προσπάθεια μετατόπισης όλης της πολιτικής κατάρτισης και διά βίου μάθησης προς μία κατεύθυνση που να εξασφαλίζει καλύτερες θέσεις εργασίας με αξιοπρεπείς όρους».
Στη συνέχεια της τοποθέτησής του ο κ. Σταθάκης υπογράμμισε ότι «η ελληνική οικονομία, με το μοντέλο ως το 2010 και την κατάρρευση από εκεί κι έπειτα, δεν μπορεί να συνεχίσει ως έχει. Αποτελεί κοινό τόπο όλων -εκτός της Έκθεσης Πισσαρίδη- ότι χρειάζεται παραγωγική ανασυγκρότηση, τεχνολογικό μετασχηματισμό, ψηφιοποίηση και ισχυρή πράσινη μετάβαση, άρα μία μεγάλη μεταστροφή στο αναπτυξιακό μοντέλο, που θέτει ένα βασικό ερώτημα: Ποιος θα το κάνει; Ποια θα είναι η σχέση κρατικών και ιδιωτικών επενδύσεων; Το δημόσιο πρέπει να μπει μπροστά, προκειμένου να ενεργοποιήσει ιδιωτικές επενδύσεις».
«Το σύστημα εκπαίδευσης πρέπει λοιπόν να αλλάξει», όπως υποστήριξε ο πρώην υπουργός, καθώς «δεν ανταποκρίνεται στις προκλήσεις ενός νέου μεγάλου μετασχηματισμού. Η ανώτατη εκπαίδευση έχει ήδη “σαλαμοποιηθεί” με επιμέρους πτυχία, η μέση εκπαίδευση διέπεται από επαναληψιμότητα και ένα δυσβάστακτο εκπαιδευτικό πρόγραμμα και υπάρχει τάση υποβάθμισης τεχνικής και επαγγελματικής εκπαίδευσης, η οποία πρέπει να ενισχυθεί ριζικά, προκειμένου να υπάρχουν και άνθρωποι οι οποίοι θα μπορέσουν να δώσουν ώθηση σε αυτόν τον παραγωγικό μετασχηματισμό».
Κλείοντας, ο κ. Σταθάκης έδωσε έμφαση στην περιφερειακή και τοπική διάσταση των προγραμμάτων κατάρτισης, «τα οποία είναι σε θέση να προσαρμόζονται στις ιδιαιτερότητες της γεωργίας, της μεταποίησης και των νέων υπηρεσιών σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό απ’ ό,τι ένας εθνικός φορέας με χαμηλό βαθμό περιφερειακής υπόστασης».