Οι πρόσφατες δηλώσεις (προ και κατόπιν ανασκευής) του Έλληνα Υπουργού Εξωτερικών Ν. Δένδια από τη Σαουδική Αραβία σηματοδοτούν ουσιαστικά την εγκατάλειψη της ελληνικής πολιτικής έρευνας και εξόρυξης υδρογονανθράκων, στην οποία διαδοχικές Κυβερνήσεις ΠΑΣΟΚ και ΝΔ είχαν επενδύσει την τελευταία δεκαετία, η δε Κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ, καίτοι ιδεολογικά και προγραμματικά αντίθετη, εν τέλει συνέχισε, εν όψει των ανειλημμένων διεθνών συμβατικών δεσμεύσεων της χώρας. Ωστόσο, οι δηλώσεις του Έλληνα ΥΠΕΞ δεν διαμορφώνουν την ενεργειακή και διπλωματική ατζέντα. Ούτε την οδηγούν. Ούτε καν την αλλάζουν. Ακόμη και μετά την ανασκευή τους έρχονται να επιβεβαιώσουν όσα η διεθνής πολιτική οικονομία, οι διεθνείς ενεργειακές εξελίξεις και η ενεργειακή μετάβαση γεννούν: τα ορυκτά καύσιμα χάνουν συστηματικά την πρωτοκαθεδρία τους στο ενεργειακό μείγμα, την ελκυστική χρηματοδότησή τους και τις μεγάλες αποδόσεις.

Οι λόγοι της αποκαθήλωσης των ορυκτών καυσίμων είναι πολλοί: πρωτίστως περιβαλλοντικοί, αλλά  ασφαλώς και θεσμικοί, πολιτικοί, οικονομικοί, γεωπολιτικοί. Το πρώτο σινιάλο παρ’ ημίν έδωσε η περσινή απόφαση της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων να διακόψει τη χρηματοδότηση ενεργειακών έργων υποδομών για ορυκτά καύσιμα. Ακολούθησε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή με μία σειρά αποφάσεων και φυσικά το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, με ακόμη μεγαλύτερη ένταση και σαφήνεια. Στην Αμερική, η πρώτη πράξη του νέου Προέδρου J. Biden λίγες μόλις ώρες απ’ την ανάληψη των καθηκόντων του ήταν η επανάκαμψη των ΗΠΑ στη Συμφωνία των Παρισίων για το Κλίμα.

Αλλά και σε καθαρά επιχειρηματικό επίπεδο, όλες οι μεγάλες διεθνείς ενεργειακές εταιρείες έχουν ξεκινήσει εδώ και χρόνια μια επιθετική διεύρυνση και διαφοροποίηση του χαρτοφυλακίου τους με επενδύσεις σε βιοαέριο, αιολικά, ηλιακά και υδρογόνο. Μόλις προχθές, το ΔΣ της εταιρείας Ελληνικά Πετρέλαια ΑΕ, της οποίας βασικός μέτοχος είναι και το Δημόσιο, αποφάσισε ότι το μέλλον της επιχείρησης είναι μακριά από τις εξορύξεις. Είχε προηγηθεί η δυστοκία ενεργειακών συνεταίρων των ΕΛ.ΠΕ. να προχωρήσουν σε εξορύξεις, ακόμη και η αποχώρηση τους (Ισπανική Repsol).

Σε παλαιότερες, προ ετών, συνεντεύξεις μου είχα διατυπώσει τη θέση ότι ενδεχόμενη αναδίπλωση των πολυεθνικών ενεργειακών εταιρειών στον ελληνικό χώρο, δεν θα οφείλεται τόσο στις γεωπολιτικές εντάσεις στην Ανατολική Μεσόγειο, όσο στις επιχειρηματικές τους σταθμίσεις. Κάπως έτσι συμβαίνει λ.χ. σήμερα στην περιοχή του Ιονίου: Παρότι ελλείπουν γεωπολιτικές συγκρούσεις (αν και πληθαίνουν βέβαια οι κοινωνικές αντιδράσεις) και οι τεχνικές δυσκολίες (βαθιά νερά όπως της Ανατολικής Μεσογείου κλπ.), εντούτοις οι εταιρείες για οικονομικούς λόγους δεν δείχνουν πλέον ενδιαφέρον.

Παρόλα αυτά, οι δηλώσεις Δένδια από τη Σαουδική Αραβία συνιστούν απότομη αναδίπλωση της Κυβέρνησης και επαναφέρουν το ζήτημα τι μέλλει γενέσθαι με τις διεθνείς συμβάσεις της Ελλάδος για έρευνα και εκμετάλλευση υδρογονανθράκων και κυρίως με τον σχεδιαζόμενο αγωγό φυσικού αερίου EastMed που φιλοδοξεί να μεταφέρει τα όποια κοιτάσματα της Λεβαντίνης στην ηπειρωτική Ευρώπη διά της Κύπρου και της Ελλάδος. Μην ξεχνάμε: Έναν μόλις χρόνο πριν, υπεγράφη με τυμπανοκρουσίες διακρατική συμφωνία για τον EastMed από τους υπουργούς Ενέργειας Ελλάδος, Κύπρου και Ισραήλ. Τον αγωγό είχε στηρίξει η ΕΕ με την ένταξή του στα Έργα Κοινού Ενδιαφέροντος της ΕΕ (Projects of Common Interest) και τη χρηματοδότηση των οικονομοτεχνικών μελετών για την υλοποίησή του, θεωρώντας ότι υπηρετεί την ευρωπαϊκή πολιτική διαφοροποίησης των πηγών ενέργειας και απεξάρτησης από παραδοσιακούς παρόχους φυσικού αερίου. Εξάλλου, τον EastMed είχαν στηρίξει όλες οι προηγούμενες ελληνικές κυβερνήσεις αφού, πέραν και ανεξάρτητα από τα ενεργειακά, θεωρήθηκε ισχυρό χαρτί για τις ελληνικές θέσεις στην οριοθέτηση των θαλασσίων ζωνών.

Επαναλαμβάνω: Προσωπικά δεν πιστεύω ότι το ενεργειακό μέλλον της χώρας μας βρίσκεται στα ορυκτά καύσιμα, αλλά στην πράσινη, συμμετοχική ενεργειακή ανάπτυξη με ενεργειακές κοινότητες, στο υδρογόνο, στην εμπλοκή ΜμΕ και στην αποδοχή των τοπικών κοινωνιών. Ωστόσο, θεωρώ ότι μία «έξυπνη» εξωτερική πολιτική δεν είναι αυτή που απλώς διαπιστώνει κι ακολουθεί τις εξελίξεις, αλλά εκείνη που τις διαμορφώνει. Αν λοιπόν πρόκειται να εγκαταλειφθούν τα πρότζεκτ των υδρογονανθράκων και του EastMed για οποιουσδήποτε λόγους (περιβαλλοντικούς, οικονομικούς, τεχνικούς, γεωστρατηγικούς), θα πρέπει τουλάχιστον να υπάρξουν συγκεκριμένα ανταλλάγματα για μία τέτοια ματαίωση (ένα καθαρό συνυποσχετικό για τη Χάγη, άρση του casus beli, εγγυήσεις και ανταλλάγματα εν όψει ενδεχόμενης συνδιάσκεψης για την Ανατολική Μεσόγειο κλπ.).

Διαφορετικά την ανάγκη φιλοτιμίαν ποιούμε. Και μάλιστα άνευ αντικρίσματος στην προώθηση λύσεων στα προβλήματά μας.

 

* Του Νικόλαου Φαραντούρη, Καθηγητή της Ευρωπαϊκής Έδρας Jean Monnet & Διευθυντή Μεταπτυχιακών Σπουδών στη Στρατηγική, Δίκαιο & Οικονομικά της Ενέργειας στο Πανεπιστήμιο Πειραιώς, πρώην Προέδρου της Νομικής Επιτροπής της ένωσης 45 ενεργειακών εταιρειών EUROGAS στις Βρυξέλλες – Συνεργάτη του ΕΝΑ

** Η ανάλυση δημοσιεύθηκε πρωτότυπα στην Εφημερίδα των Συντακτών στις 29.4.2021

 

Διαβάστε ακόμη: