Ανάλυση της Κατερίνας Νικολοπούλου, Μεταδιδακτορικής ερευνήτριας, ΕΚΚΕ – Το κείμενο περιλαμβάνεται στην έκδοση «Ας μιλήσουμε για τα ΜΜΕ #3» που δημοσιεύει η ομάδα Media Jokers σε συνεργασία με το ΕΝΑ →

Στην Ελλάδα οι δημοσιογράφοι αυτολογοκρίνονται για να προλάβουν τη λογοκρισία. Και αυτό γιατί κάθε Μέσο ακολουθεί μια κατεύθυνση την οποία γνωρίζουν όλοι, άρα και η/ο δημοσιογράφος και επομένως εξυπακούεται ότι την ακολουθεί. Έτσι είναι και δεν θα μπορούσε να είναι αλλιώς. Ή μήπως θα μπορούσε;

Ο λόγος και πάλι για την παραίτηση της Έλενας Ακρίτα από Τα Νέα μετά τη λογοκρισία κειμένου της. Εδώ, ωστόσο, δεν θα σχολιάσουμε τη ζοφερή εικόνα της ελευθεροτυπίας στην Ελλάδα όπως αποτυπώνεται σε διεθνείς εκθέσεις, ούτε θα μεταφέρουμε τις καθημερινές ιστορίες αυτολογοκρισίας λιγότερο γνωστών στο ευρύ κοινό συναδέλφων της. Αυτό που θα μας απασχολήσει είναι η αντίδραση των ίδιων των Μέσων, τα αντανακλαστικά που ενδεχομένως ενεργοποιήθηκαν, αλλά και το πώς χρησιμοποιήθηκαν τα κομμάτια του παζλ, σε μια πολύ σύντομη και αναγκαστικά ελλιπή επισκόπηση του ηλεκτρονικού Τύπου.

Το κανονικό και η απονομιμοποίηση των υπολοίπων

Λίγες μόνο μέρες πριν από το περιστατικό λογοκρισίας, mainstream Μέσα αναφέρονται στην Έλενα Ακρίτα και στα σχόλιά της στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Το προφίλ που κατασκευάζεται έχει ως χαρακτηριστικό την υποτιθέμενη μεροληψία υπέρ του Αλέξη Τσίπρα («Η Έλενα Ακρίτα υπέρ Τσίπρα για το εξοχικό στο Σούνιο», Athens Voice, 9/12/2020), ενώ σε ένα μακροσκελές άρθρο του Πρώτου Θέματος («Έλενα Ακρίτα: Η γλωσσοκοπάνα των social media», 30/11/2020), με πολλές διαδικτυακές αναδημοσιεύσεις, η εικόνα της συγκροτείται ως «περσόνα» που «υπερεκτίθεται» στα Μέσα με στόχο τον «απαξιωτικό διδακτισμό». Δεν υπονοείται ότι τα συγκεκριμένα δημοσιεύματα αποτέλεσαν την πρώτη πράξη μιας προδιαγεγραμμένης πορείας προς τη λογοκρισία (άρα παραίτηση), στο πλαίσιο της υλοποίησης ενός non-paper, όπως αυτό που κατά λάθος δημοσίευσαν πριν από κάποιο καιρό «Πρώτο Θέμα» και «Liberal», αποδεικνύοντας με τον πιο ξεκάθαρο τρόπο τις σχέσεις media με την κυβερνητική εξουσία (για παλαιότερα, εξίσου τραγελαφικά περιστατικά βλ. εδώ). Ωστόσο, είναι ενδεικτικά για τη στάση που τήρησε μέρος του Τύπου και για το πώς νοηματοδότησε την κίνηση της εφημερίδας, αλλά και την απάντηση της Ελ. Ακρίτα. Έχοντας παραδώσει στη δημόσια συζήτηση μια εικόνα που προσιδιάζει περισσότερο σε «περσόνα» παρά σε δημοσιογράφο, αλλά και με την κανονιστική δημοσιογραφική της «αντικειμενικότητα» να τίθεται υπό αμφισβήτηση, «μη δημοσίευση» κειμένου της παρουσιάζεται ως δικαιολογημένη. Άλλωστε, όλοι θα πρέπει να γνωρίζουν ποιοι είναι οι «κανονικοί» δημοσιογράφοι και ποιοι οι «υστερικοί», μετά και το διαφωτιστικό άρθρο του Γ. Πρετεντέρη («Σκελετοί», Τα Νέα, 11/12/2020) και να τους αντιμετωπίζουν ανάλογα.

Κανονικοποίηση της λογοκρισίας

Έτσι, κάποια Μέσα επέλεξαν να αναφερθούν στη συγκεκριμένη εξέλιξη ως «μη δημοσίευση» (iefimerida.gr, 13/12/2020· lifo.gr, 13/12/2020). Η έννοια της λογοκρισίας συνεπάγεται την απόδοση ευθυνών και ίσως καθιστά απαραίτητη ή τουλάχιστον θεμιτή την περαιτέρω διερεύνηση του θέματος, η οποία προφανώς και απουσιάζει. Άλλοι έκριναν το γεγονός της παραίτησης και ό,τι οδήγησε σε αυτό ήσσονος σημασίας, πολύ «μπανάλ» για να είναι άξιο προσοχής ή ως αντιπερισπασμό έναντι των πραγματικά ουσιαστικών πολιτικών ζητημάτων (π.χ. «Ο Λοβέρδος, η Ακρίτα, ο Ψαριανός και η μεγάλη πολιτική έκρηξη μετά τα εμβόλια…», Newsbomb, 14/12/2020), υποβαθμίζοντας με αυτόν τον τρόπο τη βαρύτητα και την πολιτική του αξία ως κάτι κοινότοπο.

Ωστόσο, κάποιοι μπήκαν στη διαδικασία να θίξουν το ζήτημα της ελευθεροτυπίας. Και αν σε πολύ συγκεκριμένες περιπτώσεις το ιδιοκτησιακό καθεστώς και οι άμεσες ή έμμεσες σχέσεις με την πολιτική εξουσία τέθηκαν στο επίκεντρο και συζητήθηκαν (π.χ. βλ. εδώ, εδώ και εδώ), σε άλλες, η λογοκρισία, η ανάγκη για σύμπλευση με τη «γραμμή» της εκάστοτε εφημερίδας και η εξάρτηση από την έγκριση του «μεγαλοεπιχειρηματία» παρουσιάζονται ως καταδικαστέα μεν, αλλά αναπόδραστη πραγματικότητα (π.χ. «Έλενα Ακρίτα vs “ΤΑ NEA”: Υπάρχει ελευθεροτυπία και μέχρι πού φθάνει η ελευθερία της άποψης;», Ethnos.gr, 14/12/2020). H ποσοτικοποίηση της ελευθερίας του λόγου -κάποια Μέσα δείχνουν μεγαλύτερη «ανοχή» σε «αιρετικές» απόψεις- αλλά και η παραδοχή ότι η λογοκρισία δεν είναι κάτι νέο αλλά συνιστά μια παθογένεια σχεδόν εγγενή στον ελληνικό Τύπο, αμβλύνουν τη σημασία του περιστατικού, γενικεύουν την ευθύνη, εντείνουν το κοινότοπο της ανελευθερίας και καθιστούν οποιαδήποτε αντίδραση δονκιχωτική ή απλά άσκοπη.

Άλλες φορές, οι δημοσιογράφοι κατασκευάζονται ως εργαζόμενοι που οφείλουν να ακολουθήσουν τη γνωστή σε όλους «κατεύθυνση» του Μέσου που τους φιλοξενεί, χωρίς να σημαίνει ότι λογοκρίνονται όταν δεν δημοσιεύεται κάποιο κείμενό τους, απλά και μόνο επειδή μπορούν να το δημοσιεύσουν αλλού (π.χ. «Λογοκρισία, δημόσιο βήμα και “αντικειμενικότητα” των ΜΜΕ», Athensvoice.gr, 14/12/2020). Εύγλωττες είναι και οι αναρτήσεις στα κοινωνικά δίκτυα συναδέλφων της Έλενας Ακρίτα, όπως του Άρη Πορτοσάλτε («Οι αρθρογράφοι δεν είναι δημοσιογράφοι που περιγράφουν ένα γεγονός. Οι αρθρογράφοι προσλαμβάνονται από τα ΜΜΕ για να γράφουν την άποψη τους και να ξεπερνούν, αν νομίζουν, τα εσκαμμένα! Ο αρθρογράφος δεν λογοκρίνεται, είναι σφάλμα Απλώς, σταματά η συνεργασία του. Για την ιστορία..», Twitter, 12/12/2020) και του Σάκη Μουμτζή («H καθεμιά και ο καθένας που έχει λόγο σε εφημερίδα ή ιστοσελίδα γνωρίζει το πολιτικό πλαίσιο εντός του οποίου θα πρέπει να κινηθεί, όπως και το σχετικό ύφος με το οποίο θα εκφρασθεί. Αν αυτά δεν τα έχει αντιληφθεί είναι βλαξ. Αν θέλει να τα διαρρήξει είναι προβοκάτορας.», Τwitter, 13/12/2020). Περιγράφοντας ως φυσική συνθήκη τέτοιου είδους περιστατικά, η έλλειψη πλουραλισμού στα Μέσα νομιμοποιείται και εδραιώνεται ως κοινή λογική, απαξιώνοντας ως «βλάκες» όσους αρνούνται να τα αποδεχτούν ως δομική κανονικότητα.

Αποδόμηση της Αριστεράς

Ορισμένες ιστοσελίδες επέλεξαν να εστιάσουν στις αντιδράσεις στα social media. Όπως και η χρήση δημοσκοπήσεων, η επίκληση των σχολίων που «αυθόρμητα» δημοσιεύονται στα κοινωνικά δίκτυα προσφέρει μια εντύπωση αντικειμενικότητας, μιας ουδέτερης απεικόνισης της «κοινής γνώμης». Το Μέσο έτσι εμφανίζεται να δίνει τον λόγο στους πολίτες, αν και, προφανώς, έχει ήδη το ίδιο επιλέξει το σε ποιους θα δώσει ορατότητα (μετά από μικρότερη ή μεγαλύτερη προσπάθεια για τη διασφάλιση της αντιπροσωπευτικότητας του δείγματος).

Κάποια sites φιλοξένησαν, τόσο υποστηρικτικά, όσο και επικριτικά προς τη δημοσιογράφο posts («Έλενα Ακρίτα: Η καταγγελία της για λογοκρισία από Τα Νέα κυρίαρχο θέμα στο Twitter», Ethnos.gr, 12/12/2020), ενώ άλλα σταχυολόγησαν εκείνα που δημιουργούσαν μια εικόνα «κοινής γνώμης» αγανακτισμένης από την υποκρισία της Έλενας Ακρίτα, αλλά και της Αριστεράς συνολικά («Πάρτι στα social με τα διαμερισματάκια στο Λονδίνο για αποκούμπι», AthensVoice.gr, 15/12/2020). Μερικά, μάλιστα, παρά τη γενικότητα των τίτλων που επέλεξαν, εστίασαν αποκλειστικά σε συγκεκριμένες ομάδες, π.χ. την Ομάδα Αλήθειας της ΝΔ, αναδεικνύοντάς την ως ενεργό δρώντα της δημόσιας σφαίρας («Χαμός στα social media με τις αναρτήσεις της Ακρίτα – Γεωργιάδης: Πουλούσε αντιμνημόνιο ενώ είχε αποκούμπι», Enikos.gr, 16/12/2020· «Η Ομάδα Αλήθειας “καρφώνει” την Ακρίτα», Dailypost.gr, 15/12/2020).

Βάζοντας μπροστά «το ενδιαφέρον του κόσμου», τα Μέσα νομιμοποιήθηκαν να επικεντρωθούν σε μία μόνο πτυχή του περιστατικού, σχετικά με την αναφορά στα διαμερίσματα στο Λονδίνο, καταλογίζοντας υποκρισία στην Έλενα Ακρίτα και, συνεκδοχικά ή ρητά, στην Αριστερά και σε όλους όσοι είχαν ταχθεί υπέρ της ψήφου στο «Όχι» στο δημοψήφισμα του 2015. Αντίστοιχα κινήθηκαν και κάποιοι αρθρογράφοι, οι οποίοι με καρικατουρίστικη παρουσίαση του διπόλου Δεξιά-Αριστερά, αλλά και με απλουστευτικές προσωπικές αναφορές (π.χ. «Συλλέκτες ακινήτων», Liberal.gr, 16/12/2020) επιδίωξαν να αποδομήσουν την προσωπικότητα της δημοσιογράφου, φυσικοποιώντας την έλλειψη οποιασδήποτε πρόθεσης να συζητηθεί ακόμα και το ενδεχόμενο λογοκρισίας της. Προφανώς και τα Μέσα αυτά δεν δημοσίευσαν, μέχρι τη στιγμή που γράφονται οι γραμμές αυτές, την απάντηση της Έλενας Ακρίτα περί επιστροφής των χρημάτων της από τράπεζες της Αγγλίας στην Ελλάδα, πριν το δημοψήφισμα.

«Υπαρξιακά» ερωτήματα

Οι προσπάθειες φυσικοποίησης της λογοκρισίας και της αποδόμησης όσων αντιδρούν, σε συνδυασμό με τα όλο και πιο συχνά πλήγματα ενάντια στον πλουραλισμό (βλ. «κόψιμο» εκπομπών όπως του Π. Χαρίτου), αλλά και οι απροσδόκητα αποκαλυπτικές καταγγελίες για «ασφυκτικές πιέσεις» παρά τον αγώνα εναντίον συγκεκριμένων κυβερνητικών σχηματισμών (βλ. παραίτηση Κρουστάλλη), έφεραν στο προσκήνιο, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, μια πολύ ενδιαφέρουσα συζήτηση για τον ρόλο των δημοσιογράφων. Αντιδράσεις και χαρακτηρισμοί όπως το «η καταθλιπτική» που ακούστηκαν και που προσβάλλουν πρόσωπα, ομάδες, αλλά και το σύνολο των συμμετεχόντων στον δημόσιο διάλογο σίγουρα δεν αντιπροσωπεύουν το σύνολο του δημοσιογραφικού κόσμου, εγείρουν ωστόσο «υπαρξιακά» ερωτήματα για το επάγγελμα και τις προσδοκίες μας από αυτό. Και αν ξέρουμε την απάντηση στο ερώτημα «τι είδους δημοσιογραφία θέλουμε;» μένει να απαντήσουμε σε ένα ακόμα: «τι κάνουμε για να την αποκτήσουμε;».