Ανάλυση του Θάνου Νασόπουλου, Δημοσιογράφου και ειδικού πολιτικής επικοινωνίας και στρατηγικής – Το κείμενο περιλαμβάνεται στην έκδοση «Ας μιλήσουμε για τα ΜΜΕ #3» που δημοσιεύει η ομάδα Media Jokers σε συνεργασία με το ΕΝΑ →

Στις 12 του Δεκέμβρη, η γνωστή αρθρογράφος Έλενα Ακρίτα κατήγγειλε λογοκρισία από τη διεύθυνση της εφημερίδας Τα Νέα, αφού έπειτα από 20 ολόκληρα χρόνια συνεργασίας, το έντυπο του δημοσιογραφικού οργανισμού του εφοπλιστή Βαγγέλη Μαρινάκη αρνήθηκε να δημοσιεύσει άρθρο της που σχετιζόταν με την υπόθεση της εξοχικής κατοικίας του Αλέξη Τσίπρα στο Σούνιο. Τα Νέα και προσωπικά ο σύμβουλος έκδοσής τους, Γιώργος Παπαχρήστος, ήταν η εφημερίδα που μέσα από fake news και ανακρίβειες είχαν επιχειρήσει λίγες μέρες πριν, τη «δολοφονία» χαρακτήρα του προέδρου της αξιωματικής αντιπολίτευσης, προσπαθώντας να αλλάξουν την ατζέντα της επικαιρότητας που είχε συσσωρεύσει πολύ αρνητικά γεγονότα για τον «πολιτικό τους προϊστάμενο», τον πρωθυπουργό Κυριάκο Μητσοτάκη.

Η λογοκρισία και η αυτολογοκρισία είναι καθεστώς στο ελληνικό μιντιακό σύστημα. Μικρές και μεγάλες ιστορίες, διάσημων και άσημων δημοσιογράφων που έστειλαν τα ρεπορτάζ τους στον κάδο ανακύκλωσης του υπολογιστή τους ή για τους πιο παλιούς, στο συρτάρι με τα αρχειακά έγγραφα, συνθέτουν μια πραγματικότητα στον ελληνικό Τύπο που είναι πάνω κάτω γνωστή, όχι μόνο στους επαγγελματίες του χώρου, αλλά και στην ελληνική κοινωνία. Τα δημοσιογραφικά «μαγαζιά» στην Ελλάδα, ειδικότερα αυτά που σχηματικά αποκαλούμε συστημικά, είτε ανήκουν στην εγχώρια ελίτ είτε χρηματοδοτούνται από αυτή. Δεν είναι άμεσα επικερδής δραστηριότητα η κατοχή ενός δημοσιογραφικού Μέσου, αλλά αποτελεί αναμφίβολα το εργαλείο εκείνο μέσα από το οποίο η ελληνική αστική τάξη διαπραγματεύεται με την πολιτική εξουσία τα προνόμιά της. Η χρηματοδότησή τους και η βιωσιμότητά τους εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό από το κράτος και τις τράπεζες. Συνεπώς, όταν ένα Μέσο ιδιοκτησίας κάποιου μεγαλόσχημου -ή και όχι- επιχειρηματία συντηρείται από το δημόσιο χρήμα που του εξασφαλίζει η κυβέρνηση και από τα διαφημιστικά πακέτα εκατομμυρίων των ελληνικών συστημικών τραπεζών, δημιουργεί, αναπαράγει και εν τέλει λειτουργεί σε ιδανικές συνθήκες για τη λογοκρισία.

Μπορεί ένας δημοσιογράφος μέσα σε έναν τέτοιο όμιλο, εφόσον ανήκει στους λίγους εκείνους που δεν επιθυμούν λόγω κουλτούρας, κοσμοαντίληψης και συνείδησης να είναι απλά «υπάλληλος του αφεντικού του», να δημοσιεύσει κάποιο ρεπορτάζ ή κάποιο άρθρο γνώμης κόντρα στα συμφέροντα του συστήματος εξουσίας που είναι ενιαίο και αδιαίρετο με τη διεύθυνση του Μέσου του; Μα φυσικά και όχι. Αυτό ακριβώς συνέβη και στην περίπτωση της Έλενας Ακρίτα. Μέσα στο στόμα του λύκου η δημοφιλής αρθρογράφος επιχείρησε να πει ότι είναι ελεύθερη. Το στόμα του λύκου όμως, παρά την τολμηρή και άξια συγχαρητηρίων αξιοπρεπή της προσπάθεια, παραμένει ένας χώρος άρνησης της ελευθερίας.

Όπως και τα στόματα όλων των υπόλοιπων «λύκων», που στην περίπτωσή μας, όπως είπαμε προηγουμένως είναι τα συστημικά Μέσα, θρέφονται με χρήματα φορολογούμενων πολιτών, με τραπεζικά και διαφημιστικά «δωράκια» για να συγκαλύπτουν το σύστημα εξουσίας που εξ ορισμού θα έπρεπε να ελέγχουν και να αντιπολιτεύονται. Μια νοσηρή κατάσταση για την ελευθερία του Τύπου και την ίδια τη δημοκρατία στη χώρα, που η ένταση της νοσηρότητας είναι απευθείας ανάλογη με την ένταση της πίεσης και της δυσκολίας στην οποία βρίσκεται η εξουσία σε κάθε χρονική περίοδο και ιστορική φάση. Γιατί με 100 νεκρούς την ημέρα, λόγω της τραγικής υγειονομικής διαχείρισης της πανδημίας από την κυβέρνηση, ο Αλέξης Τσίπρας πρέπει οπωσδήποτε να έχει βίλα εκατομμυρίων στο Σούνιο και αν χειροτερέψουν κι άλλο τα πράγματα ίσως και ο Δημήτρης Κουτσούμπας να απεργάζεται σχέδια κατάληψης του ελληνικού κοινοβουλίου. Εάν είσαι δημοσιογράφος λοιπόν του «μαγαζιού» που λειτουργεί ως παράλληλο γραφείο Τύπου της εξουσίας και διαφωνείς με αυτή τη γραμμή, εάν έχεις το θράσος να μην αυτολογοκριθείς, θα λογοκριθείς και η ζωή θα συνεχίσει τη φυσιολογική της πορεία.

Παρά τη δημοσιότητα που πήρε ωστόσο το προαναφερθέν περιστατικό λογοκρισίας, λόγω της δημοφιλίας της, δεν πρόκειται για την κορυφή του παγόβουνου στη δημοσιογραφική πρακτική των συστημικών μέσων εν μέσω πανδημίας. Γιατί αυτή η κορυφή συγκροτείται κατά βάση από τις δεκάδες ειδήσεις που καθημερινά επιμελώς αποσιωπώνται από τα δελτία ειδήσεων των 8 ή των 9, τα μεγάλα έντυπα και τα διαδικτυακά Μέσα με τους εκατομμύρια μηνιαίους επισκέπτες. Ποιος από τους παραπάνω έπαιξε την είδηση της θλιβερής αρνητικής «πρωτιάς» της Ελλάδας για τις μειωμένες δαπάνες για το δημόσιο σύστημα υγείας εν μέσω πανδημίας και εκατόμβης νεκρών; Ποιος από τους παραπάνω αφιέρωσε 2 λεπτά, ή τρεις αράδες για τη βόλτα του πρωθυπουργού στην Πάρνηθα και τις στιγμές ανεμελιάς με φωτογραφίες και συνωστισμό χωρίς την παραμικρή τήρηση των μέτρων, που στην περίπτωση των πολιτών συνεπάγονται δημόσια διαπόμπευση και πρόστιμα οριακά πολλές φορές ισόποσα του μηνιαίου εισοδήματός τους;

Μα φυσικά κανείς. Πολλές φορές επικρατεί η αντίληψη ότι τα fake news συνιστούν τον σοβαρότερο κίνδυνο για τα μέσα ενημέρωσης. Ότι είναι αυτά που εν τέλει προκαλούν τη σοβαρή κρίση αναξιοπιστίας του ελληνικού μιντιακού συστήματος. Κάτι τέτοιο είναι πέρα για πέρα ανακριβές. Οι ειδήσεις που αποκρύπτονται είναι σε καθημερινό επίπεδο συντριπτικά περισσότερες από τις ειδήσεις που αλλοιώνονται και το έλλειμα αξιόπιστης πληροφόρησης έχει πολύ μεγαλύτερο κοινωνικό αντίκτυπο από τη διάδοση ψευδών ειδήσεων. Κάθε περιστατικό λογοκρισίας, είτε βλέπει είτε όχι το φως της δημοσιότητας, έχει μια βασική γενεσιουργό αιτία. Το ιδιοκτησιακό καθεστώς και το καθεστώς βιωσιμότητας των ελληνικών ΜΜΕ.

Υπάρχει βέβαια μια βασική διαφορά στις σημερινές συνθήκες, για τον λογοκριτή και τον λογοκρινόμενο, σε σχέση με 20 και 30 χρόνια πριν. Η εξέλιξη της τεχνολογίας και η εμφάνιση και κυριαρχία  εν τέλει των social media προσέφερε τη δυνατότητα στις κοινωνίες να τοποθετούνται και να εκφράζονται, να δημοσιοποιούν και να συζητάνε πέρα από το πλαίσιο που καθορίζει μια κυβέρνηση, ένας εφοπλιστής εκδότης και ένα «σάπιο» μιντιακό σύστημα. Και απέναντι σε αυτή τη συνθήκη, αυτό το σύστημα δεν έχει ακόμα κάποια ιδιαίτερη ισχυρή στρατηγική. Όπως διάβασα κάπου στο διαδίκτυο, «πόσο ανόητος πρέπει να είσαι για να λογοκρίνεις την Έλενα Ακρίτα;».

Αλήθεια, πόσο ανόητος πρέπει να είσαι για να κόψεις ένα άρθρο από μια εφημερίδα που πουλάει κάποιες χιλιάδες φύλλα, όταν αυτό μπορεί να δημοσιευθεί αυτούσιο στο προσωπικό προφίλ της δημοφιλούς αρθρογράφου και με την επισήμανση μάλιστα της λογοκρισίας να διαβαστεί εν τέλει από απείρως περισσότερους από αυτούς που θα διαβαζόταν; Είπαμε, το μιντιακό και πολιτικό κατεστημένο δεν έχει κάποια στρατηγική για το πώς θα καταφέρει να ελέγξει και τα κοινωνικά δίκτυα. Αλλά μην γελιόμαστε δεν είναι μόνο αυτό.

Το μιντιακό και πολιτικό κατεστημένο στη χώρα μας, αποτελείται μεταξύ άλλων και από ανθρώπους χωρίς ιδιαίτερο ταλέντο, ευφυία και αντίληψη. Επειδή μας φαίνονται μεγάλοι και τρανοί, δε σημαίνει κιόλας ότι έτσι είναι. Πολλοί από αυτούς, σε μια δημοκρατική χώρα, με ένα μιντιακό σύστημα λιγότερο εξαρτημένο και διαπλεκόμενο θα πέρναγαν στις τελευταίες σελίδες τις κηδείες και τις αγγελίες.

Σε κάθε περίπτωση όμως και παρά τα νέα πεδία κοινωνικού ελέγχου και ελεύθερης έκφρασης του διαδικτύου, η στρατηγική της αποσιώπησης, της συστηματικής απόκρυψης, δηλαδή, ειδήσεων, αλλά και η λογοκρισία συνεχίζουν σήμερα να διαμορφώνουν σε πολύ σημαντικό βαθμό κοινωνική, πολιτική και εκλογική συμπεριφορά και συνείδηση με βάση τις επιθυμίες της εγχώριας ελίτ. Ας μην ξεχνάμε άλλωστε ότι οι μεγαλύτερες, ειδικά, ηλικίες που δεν έχουν εξοικείωση με την τεχνολογία, το διαδίκτυο και τα social media αποτελούν ακόμα μια κρίσιμη κοινωνική και εκλογική μάζα που, σύμφωνα μάλιστα και με όλες τις έρευνες, τις δημοσκοπήσεις και τα exit polls είναι συντριπτικά υπέρ του συστήματος εξουσίας που την ενημερώνει, ή μάλλον καλύτερα, που δεν την ενημερώνει.