Η έννοια της «προοδευτικής διακυβέρνησης» συνδέεται εξ ορισμού με τη διαμόρφωση θεσμών και πολιτικών χάριν της κοινωνικής συνοχής και της δίκαιης ανάπτυξης. Το Κράτος, μέσα από τη συνάντηση δύο μεγάλων ιστορικών ρευμάτων –του δημοκρατικού και του σοσιαλιστικού– αναδείχθηκε, έτσι, σε βασικό εργαλείο κοινωνικών και οικονομικών μεταρρυθμίσεων για την προαγωγή του δημοσίου συμφέροντος.

Ενώ, όμως, σε επίπεδο ορισμών τα πράγματα μοιάζουν απλά, το «προοδευτικό Κράτος» παραμένει μια εξόχως αφηρημένη έννοια, στο επίπεδο, κυρίως, των ιδεολογικών προθέσεων. Πώς, αλήθεια, θα μπορούσε να αξιολογηθεί μια «προοδευτική δράση» με συγκεκριμένους δείκτες απόδοσης και ικανοποίησης των πολιτών ή με την εκπλήρωση κάποιας στοχοθεσίας; Μια τέτοια αξιολόγηση παραπέμπει πρωτίστως στην έννοια ενός «αποτελεσματικού Κράτους», που επιτυγχάνει να εφαρμόζει τους νόμους και τις πολιτικές του, μέσα από την αποδοτική χρήση των διαθέσιμων μέσων και πόρων.

Ωστόσο, ούτε η επιλογή των μέσων για την εκπλήρωση της κρατικής αποστολής συνιστά καθαρά τεχνική υπόθεση, καθώς και αυτή επηρεάζεται από ιδεολογικές και αξιακές προτιμήσεις. Όταν, για παράδειγμα, ο τρόπος διαμόρφωσης των πολιτικών γίνεται με τη συμμετοχή εκπροσώπων των πολιτών και ο έλεγχος της εφαρμογής τους συνδυάζεται με πρακτικές κοινωνικής λογοδοσίας, τότε κάνουμε λόγο για συμμετοχικό, διαφανές και δημοκρατικό Κράτος. Όταν, αντιθέτως, οι δημόσιες επιλογές διαμορφώνονται αποκλειστικά «από τα πάνω προς τα κάτω», χωρίς τη συμπεριληπτική συμμετοχή των stake holders, έχουμε ένα συγκεντρωτικό Κράτος, που εύκολα εκτρέπεται σε αυταρχικό και αντιδημοκρατικό (περίπτωση υποκλοπών). Όταν, μάλιστα, τα ολιγαρχικά χαρακτηριστικά των κομμάτων εξουσίας συναντούν τα αρρύθμιστα κυκλώματα του πρωθυπουργοκεντρισμού και η έλλειψη θεσμικών αντιβάρων συνδυάζεται με την προσωποπαγή διακυβέρνηση, τότε η λειτουργία του Κράτους διαφεύγει από κάθε έλεγχο ή λογοδοσία.

Μια προοδευτική και συνάμα αποτελεσματική διακυβέρνηση οφείλει, αντιθέτως, να περιορίζει τα συγκεντρωτικά και αντιπαραγωγικά στοιχεία και να προωθεί ένα πιο συμμετοχικό μοντέλο κρατικής λειτουργίας. Αυτή η πολλαπλή μεταρρύθμιση του Κράτους  (οργανωτική, λειτουργική, χωρική, γνωστική, τεχνολογική, αξιακή) δεν νοείται χωρίς ισχυρούς θεσμούς αποκέντρωσης και αναβαθμισμένες ρυθμιστικές λειτουργίες, που θα εγγυώνται τον δημοκρατικό έλεγχο της αγοράς και την προστασία των δημόσιων αγαθών εν όψει των ραγδαίων ανακατατάξεων της 4ης Βιομηχανικής Επανάστασης.

Στην περίπτωση, ωστόσο, του ελληνικού Κράτους, του οποίου οι «γενετικές» παθογένειες (πχ. πελατειασμός) επιτείνονται από ένα «δυναστικό» πολιτικό σύστημα, μια ισχνή Κοινωνία Πολιτών και μια αδύναμη επιχειρηματική τάξη, η «διοικητική μεταρρύθμιση» φαντάζει ιδιαίτερα πολύπλοκη άσκηση. Σε ένα τέτοιο περιβάλλον, σίγουρα δεν αρκούν η γενναία πολιτική βούληση και οι τολμηρές νομοθετικές πρωτοβουλίες για να επιτευχθούν φιλόδοξα μεταρρυθμιστικά σχέδια.  Η διεθνής και η εγχώρια πολιτική ιστορία βρίθουν από παραδείγματα καλών προθέσεων που ατύχησαν στην πράξη, επειδή ο μεταρρυθμιστικός ζήλος υποτίμησε τον ρόλο των «τεχνικών ζητημάτων» και επέβαλε τη νομοθέτηση τολμηρών αλλαγών, χωρίς, όμως, να έχουν προηγηθεί η ουσιαστική διαβούλευση, η τεκμηρίωση και το επιχειρησιακό σχέδιο για την υλοποίησή τους.

Εν τέλει, η νέα προοδευτική διακυβέρνηση ή θα είναι «τεκμηριωμένη» και «εμπεριστατωμένη» ή δεν θα μπορέσει να υπάρξει. Μια διακυβέρνηση βασισμένη σε «στοιχεία και αποδείξεις» που διαφωτίζουν τους όρους διαμόρφωσης των πολιτικών και εγγυώνται την εφαρμογή τους, όχι μόνο δεν συνιστά τεχνοκρατική παρέκκλιση, αλλά ανταποκρίνεται πλήρως στο «προοδευτικό» ιδεώδες. Ενώ, την ίδια στιγμή, αφοπλίζει και όλους εκείνους που αναμασούν τη γνωστή κριτική περί «ελαττωματικής φύσης» των προοδευτικών προγραμμάτων…

 

* Δρ. Απόστολος Ι. Παπατόλιας, Συντονιστής Κύκλου Δημόσιας Διοίκησης Ινστιτούτου Εναλλακτικών Πολιτικών (ΕΝΑ), πρ. Νομάρχης – Αναδημοσίευση από την εφημερίδα «Τα Νέα» (16.02.23)