«Δεν είναι εύκολο να αλλάξεις, όταν σαπίσεις εντελώς». Ο γνωστός στίχος του Άκη Πάνου συνοψίζει με εξαιρετικά εύγλωττο τρόπο την παρούσα φάση του πάλαι ποτέ κραταιού αφηγήματος περί Επιτελικού Κράτους. Δεν είναι υπερβολική η διαπίστωση ότι η έννοια του Επιτελικού Κράτους έχει αρχίσει να καταγράφεται στη συνείδηση των πολιτών ως συνώνυμη είτε της αδιαφανούς και υπερσυγκεντρωτικής άσκησης της εξουσίας είτε, ακόμη χειρότερα, της ασύδοτης δράσης κυκλωμάτων γύρω από τον πρωθυπουργό.

Υπό τις παρούσες, μάλιστα, συνθήκες κυβερνητικής «ομερτά» και εκτόπισης κάθε ελεγκτικού αντιβάρου (ΑΔΑΕ, Βουλή) για λόγους διαχείρισης του σκανδάλου των «επισυνδέσεων», η ιδέα μιας κρατικής οργάνωσης που οριοθετεί τη δράση του Πρωθυπουργού και εξουδετερώνει τα ανέλεγκτα παράκεντρα εξουσίας, φαντάζει περίπου γελοιογραφική.

Ενώ, όμως, το αφήγημα του Επιτελικού έδειχνε να εξωθείται στο περιθώριο υπό το αβάσταχτο βάρος των υποκλοπών, η Κυβέρνηση αποφάσισε αίφνης να ανασύρει από την αφάνεια τα ξεχασμένα «επιτελικά στελέχη», ως δήθεν έκφραση μιας νέας διοικητικής «ελίτ» και «εμπροσθοφυλακής» της αντίληψης για ένα πιο σύγχρονο Δημόσιο. Η κρίσιμη βεβαίως παρατήρηση είναι ότι, μέχρι την έναρξη της «άτυπης» προεκλογικής περιόδου, τα μόνα σαφή δείγματα «επιτελικότητας» εξαντλούνταν στα power point του προγραμματισμού κυβερνητικών δράσεων και φιλόδοξων υπουργικών προτεραιοτήτων που καταγράφονταν μεν λεπτομερώς, πλην όμως σπανίως εφαρμόζονταν στην πράξη.

Τα «ξεροκέφαλα γεγονότα» παραπέμπουν αντιθέτως στην παντελώς ανύπαρκτη στοχοθεσία σε επίπεδο μονάδων του Δημοσίου, στο χάος του διυπουργικού συντονισμού (παραπάνω από αισθητό στις φυσικές καταστροφές), την κραυγαλέα απουσία τεκμηρίωσης των πολιτικών και την εξοργιστική παραβίαση των περιλάλητων «αρχών καλής νομοθέτησης». Μόνο σπάνιες δεν είναι οι περιπτώσεις νομοσχεδίων που κατατίθενται με 20 άρθρα, ενώ τελικά ψηφίζονται με 80, για να τροποποιηθούν πάλι μέσα σε ένα μήνα από τη δημοσίευσή τους…

Η προεκλογική σκοπιμότητα των ανακοινώσεων είναι βεβαίως εξόφθαλμη. Μια Κυβέρνηση που μέχρι το τέλος επιμένει στις «μεταρρυθμίσεις» της, ανοίγοντας τις επιτελικές λειτουργίες του Κράτους σε μια νέα γενιά στελεχών. Πολλά ερωτήματα παραμένουν, ωστόσο, αναπάντητα, καταδεικνύοντας το μέγεθος της προχειρότητας του εγχειρήματος, τη χαμηλή προπαρασκευή και εν τέλει τον «στρουθοκαμηλισμό» του κυβερνητικού επιτελείου:

1) Γιατί, άραγε, το 3μηνο πρόγραμμα επιμόρφωσης των νέων «επιτελικών στελεχών» είναι μεγαλύτερης αξίας από το αντίστοιχο 20μηνο πρόγραμμα εκπαίδευσης, που έχουν ολοκληρώσει οι εκατοντάδες απόφοιτοι της Εθνικής Σχολής Δημόσιας Διοίκησης, όταν μάλιστα τα μαθήματα είναι περίπου τα ίδια; Τι υποτίθεται ότι προσθέτει στην ήδη παρασχεθείσα εκπαίδευσή τους;

2) Ισχύει ότι οι δομές του «Επιτελικού Κράτους», που συστάθηκαν το 2019 με την Προεδρία της Κυβέρνησης και εμπλουτίστηκαν το 2020 με τις Υπηρεσίες Συντονισμού των Υπουργείων, έχουν σχεδόν ολοκληρώσει τη στελέχωσή τους με μετακινήσεις υπαλλήλων και τοποθέτηση πλήθους «συμπαθούντων» μετακλητών; Και αν ναι, τότε πώς θα κατορθώσουν να συνεργαστούν οι μη «επιτελικοί» που υπηρετούν ήδη στις θέσεις αυτές επί διετία με τους νέους τιτλούχους (και με τη βούλα της Εθνικής Σχολής) «επιτελικούς»; Δεν θα προκύψει σύγχυση ή ανταγωνισμός;

3) Ποιες ακριβώς είναι οι προοπτικές σταδιοδρομίας όσων ενταχθούν στον συγκεκριμένο κλάδο και ποιες συγκεκριμένες δυνατότητες διαθέτουν για να καταλάβουν θέσεις ευθύνης; Γιατί άραγε συσκοτίζεται το ζήτημα αυτό στις σχετικές, ηθελημένα ασαφείς, ρυθμίσεις; Μήπως καλλιεργούνται προεκλογικά προσδοκίες χωρίς κανένα πρακτικό αντίκρισμα, όπως ακριβώς και με τους δήθεν «επιτυχόντες» του επικείμενου πανελλήνιου διαγωνισμού του ΑΣΕΠ;

4) Η ακαδημαϊκή κοινότητα δέχεται ότι το πρόβλημα της Διοίκησης στη χώρα μας δεν είναι τόσο η απουσία γνωστικού πλούτου ή τεχνικής επάρκειας των στελεχών της, όσο η επικυριαρχία της πολιτικής ηγεσίας στο διοικητικό σύστημα, δηλαδή η αδυναμία της να αυτοπεριοριστεί και να μην παρεμβαίνει στην ορθολογική λειτουργία του. Τούτου δοθέντος, ποια βαρύτητα μπορεί να έχει η παρουσία «αναλυτών πολιτικής» όταν αυτή η -κατά βάση- διοικητική εργασία εκτελείται ήδη από τους διάφορους «μετακλητούς» συνεργάτες των Υπουργών είτε αυτοί διαθέτουν τα προσόντα για κάτι τέτοιο είτε όχι;

Υπάρχει κάποια πρόβλεψη για να ανατραπεί αυτός ο συσχετισμός δύναμης στο εσωτερικό της Διοίκησης; Ας θυμηθούμε εδώ την «κωμική περίπτωση Μούγιου», ο οποίος επί ένα έτος «ανέλυε» συστηματικά την πολιτική του Υπουργείου Εσωτερικών, ως στενός συνεργάτης του Υφυπουργού, προτού γίνουν γνωστές οι πειθαρχικές ποινές σε βάρος του και οι εκκρεμότητές του με τη δικαιοσύνη…

5) Πόσο χρήσιμη αλήθεια μπορεί να είναι η ειδικότητα του «νομοτέχνη», όταν οι «αρχές καλής νομοθέτησης» ευτελίζονται στην καθημερινή νομοθετική λειτουργία και η τήρησή τους αντιμετωπίζεται στην καλύτερη περίπτωση σαν τυπική υποχρέωση (σύνταξη Ανάλυσης Συνεπειών Ρύθμισης), ενώ στη χειρότερη σαν περιττό γραφειοκρατικό εμπόδιο στην ταχεία διεκπεραίωση του νομοθετείν;

6) Τέλος, πού βασίζεται η προσδοκία ότι η τοποθέτηση 200 ταχέως και ειδικά επιμορφωμένων υπαλλήλων θα επηρεάσει ουσιωδώς τη λειτουργία του Κράτους, όταν άλλες, κατά τεκμήριο, υψηλότερες προτεραιότητες έχουν πλήρως εγκαταλειφθεί; Όταν δηλαδή έχουν λήξει από καιρού όλες οι θητείες των προϊσταμένων και το «επιτελείο» αντί να προβεί στην αξιοκρατική στελέχωση των θέσεων ευθύνης, επιλέγει συνειδητά όχι τις νέες κρίσεις αλλά τις «απευθείας αναθέσεις» καθηκόντων σε αρεστούς… Και πώς δίνει το καλό παράδειγμα η πολιτική ηγεσία; Όταν αγνοεί επιδεικτικά εδώ και δύο χρόνια το πόρισμα της Επιτροπής του ΑΣΕΠ για την επίσπευση και τον εξορθολογισμό των κρίσεων (δυνατότητα 3500 επιτελικών αξιολογήσεων σε λιγότερο από 2 χρόνια), κλείνοντας το μάτι στην ευνοιοκρατία και την κομματοκρατία;

Αλλά τι να πει κανείς όταν το έργο της επιμόρφωσης των «επιτελικών στελεχών» ανατίθεται στη σημερινή διοίκηση του ΕΚΔΔΑ (πρόεδρος και αντιπρόεδρος), η οποία αντί να αναδειχθεί αξιοκρατικά μέσω ΑΣΕΠ με τον ν.4735/2020 περί «επιλογής διοικήσεων», παραμένει πεισματικά αμετακίνητη στη θέση της, δύο χρόνια τώρα από τον δήθεν «προσωρινό» διορισμό της!

Πρόκειται για την πιο χαρακτηριστική ίσως περίπτωση «επιτελικής αυτοδιάψευσης» μιας πολιτικής ηγεσίας που αρνείται να συμμορφωθεί με κανόνες που η ίδια έχει θεσπίσει. Αυτοδιάψευση που λειτουργεί και ως τραυματική υπενθύμιση για το πόσο αναγκαίο είναι να συμβαδίζει η μέριμνα για την αποτελεσματική άσκηση της εξουσίας με την πολιτική δέσμευση των κυβερνώντων για τον σεβασμό του Κράτους Δικαίου.

 

* Άρθρο των Δρ. Κώστα Παπαδημητρίου, Προέδρου Διοικητικού Επιμελητηρίου Ελλάδας & Δρ. Απόστολου Παπατόλια, πρ. Συμβούλου ΑΣΕΠ, Συντονιστή του Κύκλου Δημόσιας Διοίκησης του ΕΝΑ – Πρωτότυπη δημόσιευση στην Εφημερίδα των Συντακτών [5.2.2023]