Της Έλενας Μπουλετή, Ιστορικού, Διδάκτορα Παντείου Πανεπιστημίου – H ανάλυση περιλαμβάνεται στο 7ο Δελτίο Διεθνών & Ευρωπαϊκών Εξελίξεων του ΕΝΑ → 

Είναι κοινή διαπίστωση ότι η επαμφοτερίζουσα στάση που εδώ και καιρό κρατάει ο Τούρκος Πρόεδρος μεταξύ «Δύσης και Ανατολής», σε μια προσπάθεια να αναβαθμίσει το ρόλο της Τουρκίας από απλό σύμμαχο των ΗΠΑ και μέλος του ΝΑΤΟ σε περιφερειακή δύναμη με δικό της λόγο, ατζέντα και αυτόνομη δράση στην ευρύτερη περιοχή της -που συμβαίνει να είναι και το θέατρο σημαντικών στρατιωτικών και διπλωματικών εξελίξεων ακόμη και πριν από την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία-  φαίνεται να τον ωφελεί μέχρι στιγμής. Εύλογα λοιπόν επιμένει σε αυτή και αποπειράται να την εξελίξει εκμεταλλευόμενος την εκάστοτε συγκυρία. Αυτή η τακτικιστική προσέγγιση δημιουργεί εντάσεις στις σχέσεις της χώρας με τους συμμάχους της ανατρέποντας σχέδια και δεδομένα, ενώ ο ίδιος φαίνεται αφερέγγυος και απρόθυμος να τηρήσει μια συνεπή πολιτική γραμμή.

Για παράδειγμα, η Γερμανίδα Υπουργός Εξωτερικών, Αναλένα Μπέρμποκ, σχολιάζοντας  την πρόσφατη συνάντηση του Τούρκου Πρόεδρου, Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν στην Τεχεράνη, με τον Πρόεδρο της Ρωσίας Πούτιν και τον Ιρανό ομόλογο τους Ραΐσι, το φωτογραφικό ενσταντανέ -και τις δηλώσεις- που το συνόδευαν, δήλωσε ενοχλημένη καθώς «αυτή η συνάντηση στην Τεχεράνη δείχνει σε εμάς το πόσο σημαντικό είναι να έχεις εταίρους που όχι μόνον λένε πως πιστεύουν στο διεθνές δίκαιο, αλλά το αποδεικνύουν κιόλας και στην πράξη….». Για να γίνει πιο συγκεκριμένη, τονίζοντας πως «το γεγονός πως ο Τούρκος Πρόεδρος βρίσκεται στη φωτογραφία αυτή, είναι μια πρόκληση, για να το θέσω ευγενικά. Η Τουρκία βοηθά σημαντικά στρατιωτικά την Ουκρανία για να αντιμετωπίσει τις επιθέσεις της Ρωσίας. Γι’ αυτό η φωτογραφία αυτή είναι κάτι παραπάνω από ακατανόητη για μένα, ειδικά από την άποψη ενός μέλους του ΝΑΤΟ». Στο ίδιο πνεύμα, πρώην αξιωματικός της υπηρεσίας εξωτερικών υποθέσεων των ΗΠΑ φέρεται να δήλωσε πρόσφατα στους Times: «Ο Ερντογάν φαίνεται να είναι στην ομάδα μας, αλλά στη συνέχεια κάνει πράγματα που σαφώς δεν ωφελούν τη Δύση».

Οι δηλώσεις αυτού του ύφους, που έχουμε δει στο παρελθόν σε πολλές εκδοχές και πιθανότατα θα δούμε και στο μέλλον, δεν αναιρούν το γεγονός ότι η Τουρκία πρωταγωνίστησε διπλωματικά στην τελευταία Σύνοδο του ΝΑΤΟ. Δεν αναιρούν επίσης το γεγονός ότι ο Πρόεδρος Ερντογάν μέσω του βέτο που άσκησε στην ένταξη Σουηδίας και Φινλανδίας στην Βορειοατλαντική Συμμαχία, είχε την ευκαιρία να συζητήσει τετ-α-τετ με τον πρόεδρο των ΗΠΑ για μια σειρά σημαντικά ζητήματα -και για εξοπλισμό της Τουρκίας μεταξύ άλλων- και να δεχθεί μάλιστα τις ευχαριστίες του τελευταίου για τις προσπάθειες της Άγκυρας να διασφαλίσει το άνοιγμα διαδρόμου για τα σιτηρά της Ουκρανίας. Στο ίδιο κλίμα ήταν και οι συναντήσεις του με Τζόνσον και Μακρόν. Η Σουηδία και η Φινλανδία μάλιστα αποδέχθηκαν, με τη σύμφωνη γνώμη των ΗΠΑ και των ευρωπαϊκών χωρών προφανώς, τις τουρκικές «ανησυχίες για την τρομοκρατία» και όχι μόνο: η Συμφωνία όπως ανακοινώθηκε δίνει στην Τουρκία δυνατότητα ευρείας συνεργασίας σε συμφωνίες αμυντικής βιομηχανίας, ενώ έγινε και άρση του εμπάργκο όπλων της Σουηδίας προς την Τουρκία, με παράλληλη δέσμευση των δύο χωρών (Σουηδία, Φινλανδία) να προωθήσουν την Τουρκία σε κοινές πρωτοβουλίες ασφάλειας της ΕΕ.

Αν δει κανείς αυτές τις εξελίξεις χωρίς παρωπίδες, συνιστούν πράγματι μια διπλωματική νίκη του Τούρκου Προέδρου και μια ήττα των ανθρώπινων δικαιωμάτων και των αρχών που τα προασπίζουν, τουλάχιστον σε ευρωπαϊκό επίπεδο: γιατί ο Τούρκος Πρόεδρος ζήτησε και πήρε διαβεβαιώσεις ότι οι δύο χώρες θα σταματήσουν να δίνουν καταφύγιο σε Κούρδους «τρομοκράτες» από το Εργατικό Κόμμα του Κουρδιστάν (PKK) και το παράρτημά του YPG, στη Συρία. Άρα στο υψηλότερο επίπεδο του ΝΑΤΟ έγιναν αποδεκτές -έστω και θεωρητικά- οι απόψεις της τουρκικής κυβέρνησης περί τρομοκρατίας, ενώ η ΕΕ σε πολλές περιστάσεις και με επίσημες διαδικασίες -λχ μέσω της αρμόδιας Επιτροπής της Κοινοβουλευτικής Συνέλευσης του Συμβουλίου της Ευρώπης- έχει καταδείξει εδώ και χρόνια, ότι η κυβερνητική επιχειρηματολογία περί τρομοκρατίας αποτελεί προπέτασμα για τη φίμωση των αντίθετων φωνών μέσα στην Τουρκία, ιδιαίτερα από το πραξικόπημα του καλοκαιριού του 2016 και έπειτα. Με αφορμή την πρόσφατη απόρριψη από το Σουηδικό Ανώτατο Δικαστήριο της αίτησης έκδοσης στην Τουρκία του Γιλμάζ Αϊτάν, φερόμενου ως ανώτερου στελέχους του κινήματος Γκιουλέν, ο Τούρκος Πρόεδρος επανέφερε την απειλή του βέτο καθώς και τη γνώμη πως «η Σουηδία δεν δίνει καλή εικόνα», παραβλέποντας την -αμελητέα όπως φαίνεται για τον ίδιο- λεπτομέρεια της δημοκρατικής αρχής της διάκρισης των εξουσιών. Στο ίδιο πλαίσιο ο Πρόεδρος Ερντογάν δεν έχει εγκαταλείψει την ιδέα να οργανώσει μια νέα εισβολή στη βόρεια Συρία με στόχο τους Κούρδους μαχητές, τους οποίους θεωρεί τρομοκράτες και ας είναι μια κίνηση που μπορεί να προκαλέσει ένταση στις σχέσεις του με τις ΗΠΑ.

Σε κάθε περίπτωση, η επιλογή του Τούρκου Προέδρου να υιοθετήσει μια αμιγώς προσωπική και τακτικιστική προσέγγιση στην εξωτερική πολιτική χωρίς να δένεται a priori στο άρμα κάποιας μεγάλης δύναμης είναι γεγονός και δεν είναι πρόσφατο φαινόμενο, και γι’ αυτό μοιάζει ενταγμένο σε μια ευρύτερη στρατηγική στόχευση, απλά τώρα είναι πιο έντονο. Ο Πρόεδρος Ερντογάν ασκεί μια αυταρχική εξουσία, χωρίς πολιτικές και κοινωνικές συναινέσεις και αυτό γίνεται αισθητό στις εξωτερικές υποθέσεις, γι’ αυτό οι επιλογές του φαίνονται συχνά αντιφατικές. Σαφέστατα η πίεση στο εσωτερικό της χώρας παίζει ρόλο: η Τουρκία το 2023 θα έχει εκλογές και δεδομένων των τεράστιων οικονομικών προβλημάτων που αντιμετωπίζει η συντριπτική πλειοψηφία των Τούρκων και για τα οποία ευθύνεται η κυβέρνηση Ερντογάν, η καλή πορεία των εξωτερικών υποθέσεων με απτά οφέλη μπορεί να βοηθήσει πολύ το γόητρο της αλλά και τη χώρα αναπτυξιακά. Πολύ σημαντική για τον Πρόεδρο Ερντογάν εξακολουθεί να είναι η καταστολή κάθε αντίθετης και αντιπολιτευόμενης φωνής στο εσωτερικό της χώρας γι’ αυτό και οι έστω και κατ’ ελάχιστον αντιφρονούντες συνεχίζουν και διώκονται απηνώς. Το ιδεολόγημα περί «εσωτερικού εχθρού» διατηρείται φανατικά, για την πόλωση της τουρκικής κοινωνίας που θα φέρει τα καλύτερα δυνατά αποτελέσματα για εκείνον στις εκλογές.

Ωστόσο, τα εύσημα για την διπλωματική τακτική και τα «επιτεύγματα» του Τούρκου Προέδρου δεν τα πιστώνεται αποκλειστικά ο ίδιος αλλά τα μοιράζεται εξ ημισείας με τις «δυτικές» χώρες που, γνωρίζοντας τον τρόπο που πολιτεύεται στο εσωτερικό, επέλεξαν να του αναγνωρίσουν επανειλημμένα τον αναβαθμισμένο ρόλο που διεκδίκησε στο εξωτερικό, για να εξυπηρετήσουν δικές τους επιδιώξεις και αδιαφορώντας για το πασιφανές έλλειμα δημοκρατίας μέσα στη χώρα και τις παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.  Ξεκινώντας από τον ρόλο της Τουρκίας στο προσφυγικό και στην κρίση της Συρίας, προχωρώντας στη συνέχεια στην ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, η Τουρκία έγινε ο χρήσιμος κρίκος μεταξύ Ευρώπης και μη  Ευρώπης, το ανάχωμα σε όσα η ΕΕ δεν ήθελε να έχει άμεση ή και καμία, εμπλοκή. Την εμπέδωση και την αναβάθμιση αυτού του ρόλου παρακολουθούμε σήμερα, στο πλαίσιο του ΝΑΤΟ πλέον, ενώ η ευρύτερη περιοχή μας δοκιμάζεται από αλλεπάλληλες και απρόβλεπτες στην εξέλιξή τους κρίσεις. Η ευελιξία του Τούρκου Προέδρου να εκμεταλλεύεται κάθε φορά τη συγκυρία μπορεί να συγκριθεί μόνο με την ετοιμότητα της Δύσης να υποκριθεί ότι όλα «βαίνουν καλώς», όταν αυτό εξυπηρετεί έστω και προσωρινά τα συμφέροντά της.