Της Ειρήνης Γιαννοπούλου, Πολιτικής Επιστήμονα – H ανάλυση περιλαμβάνεται στο 7ο Δελτίο Διεθνών & Ευρωπαϊκών Εξελίξεων του ΕΝΑ → 

Η επικράτεια της Κεϋλάνης απέκτησε την ανεξαρτησία της από τη Βρετανική Αυτοκρατορία σύντομα μετά τη λήξη του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου. Έπειτα από περίπου είκοσι χρόνια μετετράπη από επικράτεια της Βρετανικής Κοινοπολιτείας σε Δημοκρατία της Σρι Λάνκα. Η μετάβαση αυτή, αλλά και τα χρόνια που ακολούθησαν, δεν ήταν αναίμακτα, με τις εσωτερικές αντιπαλότητες να εκδηλώνονται έως και σήμερα. Αποκορύφωμα των εσωτερικών ταραχών ήταν ο πάνω από είκοσι χρόνια εμφύλιος πόλεμος που στιγμάτισε τη χώρα, μεταξύ των Σιναλέζων και των Ταμίλ, των δύο πολυπληθέστερων εθνοτικών ομάδων της χώρας. Οι διακρίσεις και βιαιοπραγίες έναντι των Ταμίλ από τις κρατικές ένοπλες δυνάμεις, οι μακροχρόνιες βίαιες επιθέσεις της ένοπλης αυτονομιστικής ομάδας των «Τίγρεων των Ταμίλ», αλλά και οι ευρύτερες εσωτερικές συγκρούσεις και κοινωνικοπολιτικές ανισορροπίες συνέθεσαν μια πραγματικότητα που χαρακτηριζόταν από αλλεπάλληλες παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων, εγκλήματα πολέμου, βομβιστικές επιθέσεις αυτοκτονίας, πολιτική αστάθεια, φτώχεια και πείνα.

Στο πλαίσιο αυτό, στις αρχές της δεκαετίας του ’00, ανήλθε στην εξουσία η οικογένεια των Ρατζαπάκσα. Η καθοριστική στρατιωτική συμβολή της δυναστείας των Ρατζαπάκσα στην εξουδετέρωση των Τίγρεων των Ταμίλ, με τον μεγαλύτερο αδελφό, Μαχίντα, στη θέση του Προέδρου και τον μικρότερο αδελφό, Γκοταμπάγια, στη θέση του Υπουργού Άμυνας επέτρεψε την αδιαμφισβήτητη παγίωσή τους στην εξουσία και στην απόκτηση καθοριστικού ρόλου στην, παρασκηνιακή και μη, διαμόρφωση της πολιτικής και οικονομικής ζωής της χώρας. Μέσα σε ένα κλίμα ασφαλειοκρατίας, λόγω της έμφασης στις αντιτρομοκρατικές πρωτοβουλίες των Ρατζαπάκσα, η ηγεμονία της οικογένειας παρέμεινε ακλόνητη για περίπου μια εικοσαετία, με ένα διάλειμμα μιας θητείας. Τα καλά θεμελιωμένα δίκτυα των Ρατζαπάκσα, αλλά και η κατοχή πλήθους διακυβερνητικών θέσεων από μέλη της οικογένειας αναδείκνυαν ολοένα και περισσότερο το νεποτισμό, τη διαφθορά, την αδιαφάνεια και την οικογενειοκρατία που επικρατούσαν στα εσωτερικά πράγματα της χώρας. Το 2019, ο αδελφός Γκοταμπάγια κέρδισε τις εκλογές, υποσχόμενος να οδηγήσει σε ανάκαμψη την οικονομία, να στηρίξει την πολυπληθέστερη βουδιστική εθνοτική ομάδα των Σιναλέζων, αλλά και να αποκαταστήσει την ασφάλεια στη χώρα μετά από τις συγχρονισμένες τρομοκρατικές αιματηρές επιθέσεις «του Πάσχα», την ευθύνη για τις οποίες ανέλαβε το Ισλαμικό Κράτος. Επιβεβαιώνοντας και το νεποτιστικό χαρακτήρα της σριλανκέζικης πολιτικής, ο Πρόεδρος ανέθεσε την Πρωθυπουργία στον αδελφό του και πρώην Πρόεδρο, Μαχίντα, ενώ ανέθεσε πλήθος σημαντικών θέσεων σε άλλα μέλη ή φίλους της οικογένειας, με βασικότερη εκείνη του Υπουργού Οικονομικών, που ανατέθηκε στον άλλον του αδελφό, Μπασίλ.

Τους περασμένους μήνες ξέσπασε πλήθος λαϊκών διαμαρτυριών στην Σρι Λάνκα κατά της αδυναμίας του Προέδρου Ρατζαπάκσα και της κυβέρνησής του να εξυγιάνουν την οικονομία της χώρας. Η ραγδαία αύξηση του πληθωρισμού, η αδυναμία αποπληρωμής του υπέρογκου εθνικού χρέους, η επισιτιστική επισφάλεια, η έλλειψη φαρμάκων, οι ανεδαφικές μεταρρυθμίσεις «πράσινης γεωργίας» που έπληξαν σφοδρά τον αγροτικό πληθυσμό, οι εισαγωγές βασικών ειδών πρώτης ανάγκης, όπως το ρύζι, οι επιπτώσεις της πανδημίας στον τουρισμό, οι συνέπειες της ρωσοουκρανικής κρίσης στα αποθέματα καυσίμων, αλλά και οι τακτικές διακοπές νερού και ρεύματος αποτελούν μονάχα κάποιες από τις αιτίες της μαζικής λαϊκής δυσαρέσκειας. Ήδη από την αρχή των διαδηλώσεων, η κυβέρνηση κήρυξε τη χώρα σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης, φυλακίζοντας πλήθος συμμετεχόντων. Σταδιακά, η αστυνομική βία οξυνόταν, με εντολές για ευθείες βολές, ακόμη και θανατηφόρες «όπου κρινόταν αναγκαίο». Μετά τη δολοφονία του πρώτου διαδηλωτή από την αστυνομία, οι διαδηλώσεις μαζικοποιήθηκαν και εντάθηκαν, οδηγώντας σε εισβολή, κατάληψη και λεηλασία της πρωθυπουργικής κατοικίας και άλλων πολυτελών κτηρίων στο κέντρο της πρωτεύουσας, Κολόμπο. Παράλληλα, ξέσπασαν βίαιες επιθέσεις υποστηρικτών της κυβέρνησης έναντι των διαδηλωτών ενάντια σε αυτή. Ο πληθωρισμός αυξανόταν, οι μάχες μεταξύ διαδηλωτών και ενόπλων δυνάμεων εντείνονταν, το καθεστώς έκτακτης ανάγκης ανανεώθηκε επ’ αόριστον και οι παραιτήσεις μελών της κυβέρνησης ακολουθούσαν η μία την άλλη, με εκείνη του Προέδρου Ρατζαπάκσα και τη διαφυγή του στη Σιγκαπούρη να σηματοδοτούν μια πρώτη επιτυχία των κινητοποιήσεων.

Στα μέσα Ιουλίου ανακηρύχθηκε Πρόεδρος ο Ρανίλ Βικρεμεσίνγκε, γνωστή πολιτική προσωπικότητα της χώρας, ο οποίος διατήρησε τη βίαιη και εχθρική στάση προς τους διαδηλωτές, δίνοντας εντολές στον στρατό και την αστυνομία για μαζικές συλλήψεις και θανάσιμους πυροβολισμούς. Βασικό μέλημα του νέου Προέδρου είναι η αποκατάσταση της ειρήνης και της σταθερότητας στη χώρα, μέσω της δημιουργίας κυβέρνησης «εθνικής ενότητας», στην οποία θα συμμετέχουν και μέλη της αντιπολίτευσης. Πολλοί αναλυτές, αλλά και πολίτες της Σρι Λάνκα, παραμένουν σκεπτικοί σχετικά με το αν μια κυβέρνηση εθνικής ενότητας του Βικρεμεσίνγκε θα φέρει την αλλαγή που χρειάζεται η χώρα. Αυτό όχι μόνο επειδή τα ζητήματα που έχουν οδηγήσει σε αυτήν την οξεία οικονομική, πολιτική και ανθρωπιστική κρίση ξεπερνούν την εύρυθμη λειτουργία της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας, αλλά επίσης επειδή ο νυν Πρόεδρος Βικρεμεσίνγκε έχει καλές σχέσεις με τους Ρατζαπάκσα και τα δίκτυά τους, προμηνύοντας έτσι τη μη ριζική αποκοπή των δεύτερων από την πολιτική σκηνή της Σρι Λάνκα.

Το βασικό ζήτημα που οδήγησε σε αδυναμία αποπληρωμής των δανείων ήταν οι πρωτοβουλίες δανεισμού για την οικοδόμηση υποδομών, όπως αθλητικά στάδια, συνεδριακά κέντρα, νοσοκομεία και λιμάνια. Ο δανεισμός για την υλοποίηση των έργων αυτών ήταν δυσανάλογος των δυνητικών τους παροχών, ενώ παράλληλα αποτέλεσαν μέσω εξάρτησης της σριλανκέζικης οικονομίας από τους πιστωτές της, με βασικότερη την Κίνα, ακολουθούμενη από την Ινδία. Πιο συγκεκριμένα, στο πλαίσιο του κινεζικού «Δρόμου του Μεταξιού», η Σρι Λάνκα χρωστά στην Κίνα περισσότερα από πέντε δισ. δολάρια (μόνο από τις γνωστοποιημένες και επίσημες συμφωνίες δανεισμού) και η αδυναμία της να τα αποπληρώσει ανάγκασε τη χώρα να παραδώσει υποδομές στην Κίνα, όπως το λιμάνι Χαμποτότα. Η δεινή οικονομική κατάσταση της Σρι Λάνκα ώθησε τους Ρατζαπάκσα σε ριζικές φοροελαφρύνσεις, με αποτέλεσμα τα κρατικά ταμεία να μην είναι σε θέση να παρέχουν κοινωνικές υπηρεσίες στους πολίτες. Στα παραπάνω, αλλά και στις ήδη αυξημένες λόγω του πληθωρισμού τιμές των βασικών προϊόντων προστέθηκε και η καθολική απαγόρευση των χημικών στην αγροτική παραγωγή, πράγμα ανεδαφικό που έπληξε καθοριστικά τον αγροτικό πληθυσμό (27% του συνολικού εργαζόμενου πληθυσμού). Παράλληλα, η Κίνα προμηθεύει τη Σρι Λάνκα με οπλικά συστήματα, προϊόντα υψηλής τεχνολογίας και ηλεκτρικά είδη, μεταξύ άλλων. Ο προνομιακός αυτός για την Κίνα συσχετισμός δυνάμεων θεωρείται από πολλούς πως μπορεί να χάσει έδαφος μετά την απομάκρυνση των Ρατζαπάκσα από την εξουσία και με την πιθανή υπογραφή πακέτου διάσωσης με το ΔΝΤ. Αυτή η εξέλιξη πιθανώς να ευνοήσει τους αντιπάλους της Κίνας, με την Ινδία να αποτελεί τον βασικότερο στη συγκεκριμένη περίπτωση. Μάλιστα, η Ινδία συμφώνησε στην παροχή δανείου στη Σρι Λάνκα για οικονομική ανάκαμψη.

Το μόνο βέβαιο συμπέρασμα που μπορεί να συναχθεί από τα παραπάνω είναι πως τις αρνητικές συνέπειες της κρατικής διαφθοράς και του άκρατου νεποτισμού, αλλά και του ανταγωνισμού μεταξύ Κίνας, Ινδίας και άλλων ιδιωτών επενδυτών και δανειστών, τις δέχεται ο ίδιος ο λαός της Σρι Λάνκα, βιώνοντας μια από τις σοβαρότερες κρίσεις στην ιστορία της χώρας. Εδώ και πάνω από τέσσερις μήνες οι αγανακτισμένοι διαδηλωτές έχουν λάβει τα ηνία της αλλαγής, με την Σρι Λάνκα να αποτελεί μια ακόμη αναπτυσσόμενη χώρα, όπως το Καζακστάν, το Πακιστάν, η Τυνησία και η Αίγυπτος, όπου ξεσπούν λαϊκές διαδηλώσεις τα τελευταία έτη, με στόχο την ανατροπή διεφθαρμένων καθεστώτων. Γεννάται, επομένως, το ερώτημα: τι μπορούν να μάθουν οι δυτικές κοινωνίες από τους αγώνες των «από τα κάτω» στον Παγκόσμιο Νότο;