Του Βαγγέλη Μαρινάκη, Πολιτικού Επιστήμονα, μεταπτυχιακού φοιτητή στο Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου – Η ανάλυση περιλαμβάνεται στο 40ο Δελτίο Ευρωπαϊκών Εξελίξεων του ΕΝΑ →

Η αποχώρηση της επί 15 συναπτά έτη Γερμανίδας Καγκελαρίου Άνγκελα Μέρκελ από την ενεργό πολιτική, δρομολογημένη ήδη από το 2018 με την απόφασή της να απέχει από τη διεκδίκηση της ηγεσίας του κυβερνώντος CDU, ήταν μια είδηση από μόνη της ικανή να «φουντώσει» τη συζήτηση για το πόσο διαφορετικές θα ήταν οι φετινές ομοσπονδιακές εκλογές. Όμως, παρότι αρκετοί αναλυτές εμφανίζονταν βέβαιοι ως προς το ότι αφενός η απουσία διαδόχου με το απαιτούμενο πολιτικό εκτόπισμα και αφετέρου η αναμενόμενη κυβερνητική φθορά μετά από σχεδόν δύο δεκαετίες ηγεμονίας του εκλογικού συνασπισμού της Χριστιανικής Ένωσης ήταν παράγοντες ικανοί να δημιουργήσουν προβλήματα, κανείς δεν θα έπαιρνε στα σοβαρά την πιθανότητα η γερμανική Δεξιά να μην είναι τον Σεπτέμβριο (και πάλι) η πρώτη πολιτική δύναμη της χώρας.

Η εκλογή ωστόσο, τον περασμένο Απρίλιο, της Αναλένα Μπέρμποκ (φωτό) από το κόμμα των Πρασίνων ως υποψήφιας Καγκελαρίου φάνηκε να ανατρέπει κάθε τέτοια πρόβλεψη. Για έναν μήνα, έως και τα μέσα Μαΐου, η Μπέρμποκ προσωπικά και το κόμμα της συλλογικά ήταν οι μόνοι που αμφισβήτησαν την μακρόχρονη δημοσκοπική κυριαρχία της Ένωσης, δίνοντας έμφαση στην επιτακτική ανάγκη υιοθέτησης πολιτικών για την αναχαίτιση της κλιματικής αλλαγής αλλά και στα σκάνδαλα διαφθοράς της κυβέρνησης (με χαρακτηριστικότερο εκείνο της προμήθειας προστατευτικών μασκών από εταιρία συζύγου κυβερνητικού παράγοντα).

Έκτοτε όμως, ο κατ’ εξοχήν συνδεδεμένος με την οικολογία πολιτικός σχηματισμός φαίνεται να έχει χάσει κάθε αρχική έλξη που ασκούσε, επιστρέφοντας στη δεύτερη θέση, με τη στατιστική «ψαλίδα» να διευρύνεται (και σε μερικές περιπτώσεις να αγγίζει διψήφιο ποσοστό) και την πλειονότητα των ερωτηθέντων να θεωρούν την Μπέρμποκ «λάθος υποψήφια». Η κατάσταση έφτασε σε τόσο οριακό σημείο, που ορισμένα στελέχη έφτασαν να θέσουν ζήτημα αντικατάστασής της, με τον συμπρόεδρο του κόμματος και εσωκομματικό της αντίπαλο Ρόμπερτ Χάμπεκ να αποκλείει κάθε τέτοιο σενάριο, διαβεβαιώνοντας πως περιβάλλει με την απόλυτη εμπιστοσύνη του την υποψήφια της παράταξης.

Η θαυμαστή αυτή αντιστροφή των πραγμάτων και η κάμψη του «πράσινου κύματος» θα πρέπει να εκληφθεί ως απότοκο ενός συνδυασμού παραγόντων. Ο πρώτος έχει να κάνει με το ότι ουσιαστική προϋπόθεση της ανόδου των Πρασίνων δεν ήταν άλλος από την καθοδική πορεία της κυβερνητικής παράταξης. Όπως επισημαίνουν επιφανείς αναλυτές, όπως ο Όλαφ Μπένκε της εταιρίας παροχής πολιτικών συμβουλών «Rasmussen Global», οι Πράσινοι πήγαιναν καλά όσο το «στρατόπεδο» της Ένωσης ταλανιζόταν από τον εσωκομματικό ανταγωνισμό ανάμεσα στον ηγέτη των Βαυαρών Χριστιανοκοινωνιστών Μάρκους Ζέντερ και τον αρχηγό των Χριστιανοδημοκρατών Άρμιν Λάσετ. Η συνθήκη αυτή φαίνεται να επέτρεψε σε μια μερίδα συντηρητικών πολιτών, φιλικών προς τη μετριοπαθέστερη δεξιά πτέρυγα του κόμματος της Μπέρμποκ, να εκτιμήσει την πολύ πιο ήπια διαδικασία που ακολούθησαν οι Πράσινοι αναφορικά με την επιλογή του/της υποψήφιου/ιας Καγκελάριου, με αποτέλεσμα να τους προσφέρει μια πρόσκαιρη συμπάθεια, την οποία όμως δεν δίστασε να αποσύρει όταν το συντηρητικό στρατόπεδο ξαναβρήκε τον εαυτό του, βάζοντας τέλος στον σύντομο «μήνα του μέλιτος».

Ένα ακόμη ισχυρό πλήγμα για τη δημοτικότητα του κόμματος των Πρασίνων στάθηκαν οι  αποκαλύψεις που αφορούσαν την ίδια την υποψήφια Καγκελάριο. Έτσι, το γεγονός της μη έγκαιρης δημόσιας δήλωσης πρόσθετων εισοδημάτων από κομματική απασχόληση της Μπέρμποκ, σε συνδυασμό με την ανακάλυψη ανακριβειών στο βιογραφικό της, έφθειραν το «ηθικό πλεονέκτημα που διατηρούσαν οι Πράσινοι έναντι των παραδοσιακών κυβερνητικών κομμάτων.

Δεν θα πρέπει, επίσης, να παραβλέψουμε το ρόλο που έπαιξε στη ραγδαία πτώση των Πρασίνων η εξαπόλυση μιας καμπάνιας δυσφήμησης από την πλευρά μέρους των γερμανικών MME με στόχο την ίδια την Μπέρμποκ αλλά και το κόμμα της. Ιθύνων νους αυτής της καμπάνιας είναι η έχουσα τον διττό ρόλο της –νεοφιλελεύθερης κοπής– δεξαμενής σκέψης και της ομάδας συμφερόντων «Πρωτοβουλία Νέας Κοινωνικής Ελεύθερης Αγοράς» (γνωστότερη με το ακρωνύμιο INSM), που χρηματοδότησε τις εν λόγω διαφημίσεις σε μεγάλες γερμανικές εφημερίδες κάνοντας σκωπτικά σχόλια για τη βιωσιμότητα και τη ρεαλιστικότητα του εκλογικού προγράμματος των Πρασίνων.

Τέλος, θα ήταν αδύνατον να αποπειραθεί κανείς να εξηγήσει την κάμψη του «πράσινου κύματος» δίχως να κάνει μνεία στην επιλογή της ηγεσίας των Πρασίνων να σκληρύνει τη στάση της απέναντι σε Ρωσία και Κίνα. Η επίσκεψη του Χάμπεκ στην Ουκρανία, όπου διακήρυξε την επιθυμία του κόμματός του να τεθεί τέλος στην πάγια πολιτική του Βερολίνου για την απαγόρευση πώλησης πολεμικού υλικού σε εμπόλεμες περιοχές, υπήρξε το αποκορύφωμα αυτής της στρατηγικής. Πρόκειται όμως για μια πολιτική επιλογή που βρίσκει αντίθετη την πλειοψηφία της γερμανικής κοινής γνώμης αλλά και των επιχειρηματικών και πολιτικών ελίτ, οι οποίες συμφωνούν στην ανάγκη εκτόνωσης της έντασης, κυρίως με τη Μόσχα, προσβλέποντας και στην ολοκλήρωση του αγωγού φυσικού αερίου «Nord Stream 2», ο οποίος θα διατρέχει τη Βαλτική ώστε να καταλήξει σε γερμανικό έδαφος και από εκεί στη Δυτική Ευρώπη. Τα παραπάνω είχαν ως αποτέλεσμα το αντιπολιτευόμενο κόμμα να εμφανίζεται όχι μόνο αδικαιολόγητα πολεμικό (κόντρα στην ίδια του την αντιμιλιταριστική ρητορική), μα και ικανό να βάλει τη χώρα σε ανεπιθύμητες γεωπολιτικές περιπέτειες.

Υπάρχει βέβαια αρκετός χρόνος έως τις 26 Σεπτεμβρίου για την Μπέρμποκ και το κόμμα της, αν όχι για να διεκδικήσουν την πρωτιά, τουλάχιστον για να μειώσουν την απόσταση, αποκτώντας έτσι και επίσημα ρόλο ρυθμιστή στην πολιτική ζωή και θέτοντας τέλος στην κυριαρχία ενός ακόμη παραδοσιακού μεταπολεμικού δικομματισμού. Οι πρόσφατες καταστροφές στη Δυτική Γερμανία, όπου περίπου 200 άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους από τις φονικές πλημμύρες, επανέφεραν με εμφατικό τρόπο το ζήτημα της προστασίας από ακραία καιρικά φαινόμενα, συνδεδεμένα με την κλιματική αλλαγή, ένα προνομιακό πεδίο για τους Πράσινους, την ίδια στιγμή που ο Λάσετ βρέθηκε σε δύσκολη θέση, πότε με την αναντίστοιχη των περιστάσεων ευθυμία του και πότε με τις αντιφατικές του θέσεις στο ζήτημα της κλιματικής αλλαγής. Παραμένει όμως ερώτημα εάν τα γεγονότα αυτά αποτελούν παράγοντα ικανό να ανατρέψει τον παρόντα δημοσκοπικό συσχετισμό σε βάρος των Πρασίνων.