Ανάλυση του Νίκου Χειλά, Δημοσιογράφου – Το κείμενο περιλαμβάνεται στο 37ο Δελτίο Ευρωπαϊκών Εξελίξεων του ΕΝΑ →

«Η καγκελαρία δεν μας είναι δοσμένη από το Θεό». Η φράση αυτή του προέδρου του γερμανικού χριστιανοδημοκρατικού κόμματος (CDU) Άρμιν Λάσετ δείχνει με τι δέος αντέδρασαν ο ίδιος και το κόμμα του στην εκλογική πανωλεθρία τους στη Βάδη-Βυρτεμβέργη και την Ρηνανία-Παλατινάτο στις 14 Μαρτίου 2021. Πανωλεθρία σημαίνει εδώ το χειρότερο εκλογικό αποτέλεσμα σε αυτά τα κρατίδια από καταβολής  Χριστιανοδημοκρατίας, ήτοι από το 1945. Αυτή προανήγγειλε την καθίζηση του κόμματος σε παγγερμανικό επίπεδο. Ήδη μια μέρα μετά, μια έρευνα του ινστιτούτου δημοσκοπήσεων Forsa απέδωσε, ότι η UNION, η χαλαρή «Ένωση» του CDU με τους Χριστιανοκοινωνιστές της Βαυαρίας (CSU), έπεσε για πρώτη φορά από τότε που ξέσπασε η πανδημία σε ποσοστό μικρότερο από το 30% των ψήφων, και δη στο 29%, ενώ μια εβδομάδα αργότερα το ποσοστό είχε κατρακυλήσει ακόμη και στο 27% -προηγουμένως κινούταν σταθερά γύρω στο 35%. Είναι φανερό ότι εάν συνεχιστεί αυτή η τάση, η UNION κινδυνεύει να χάσει όχι μόνο την πρωτιά ως κόμμα, αλλά και την καγκελαρία στις ομοσπονδιακές εκλογές του ερχόμενου Σεπτεμβρίου.

Αν η κάθετη αυτή πτώση οφείλεται σε θεϊκό δάκτυλο, δεν είναι γνωστό. Γνωστό είναι όμως, ότι σε αυτήν συνέπραξαν πολλοί επίγειοι παράγοντες. Οι βασικότεροι από αυτούς, σύμφωνα με τους Γερμανούς αναλυτές, είναι:

  • Η διαφθορά. Αυτή έστρωνε ανέκαθεν τον δρόμο της Χριστιανοδημοκρατίας. Στους επιφανείς «διεφθαρμένους» ανήκουν και οι πρώην πρόεδροι του κόμματος Χέλμουτ Κολ και Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, που όπως ομολόγησαν οι ίδιοι είχαν αποδεχθεί κατά παράνομο τρόπο εκατοντάδες χιλιάδες μάρκα από έναν έμπορο όπλων για τα κομματικά ταμεία. Επί προεδρίας Μέρκελ η διαφθορά σε ανώτατο επίπεδο είχε εξαφανιστεί.  Η επανεμφάνισή της έγινε λίγο πριν από τις εκλογές της 14ης Μαρτίου, όταν αποκαλύφθηκε ότι δυο χριστιανοδημοκράτες βουλευτές, ο αντιπρόεδρος της κοινοβουλευτικής ομάδας της UNION Γκέοργκ Νούσλαιν, και ο Νίκολας Λέμπελ  έλαβαν παχυλές «αμοιβές» -ο πρώτος 660.000 ευρώ, ο δεύτερος 250.000- ως μεσάζοντες ιδιωτικών εταιριών για την πώληση μασκών κατά του κορονοϊού στο Δημόσιο. «Ξεσηκώθηκαν και οι πέτρες εναντίον μας» παραπονιόταν συνάδελφός τους. Η αντίδραση σε αυτό ήταν η αποχή πολλών χριστιανοδημοκρατών ψηφοφόρων από τις κάλπες  ή η παροχή των ψήφων τους σε άλλα κόμματα. Οι δυο βουλευτές υποχρεώθηκαν να εγκαταλείψουν το κόμμα, όπως και δυο άλλοι, που κατηγορήθηκαν για δωροδοκία άλλου είδους -όμως η ζημιά είχε γίνει, το γόητρο των Χριστιανοδημοκρατών είχε υποστεί βαρύτατο πλήγμα. Και έτι χειρότερα: Τα «λαδώματα» αυτά έβγαλαν εκ νέου στην επιφάνεια τον συστημικό χαρακτήρα αυτής της διαφθοράς, που σχετίζεται, μεταξύ άλλων, με την προσφιλή συνήθεια των χριστιανοδημοκρατών πολιτικών να ασκούν, παράλληλα με το βουλευτικό τους αξίωμα, και άλλα επικερδή επαγγέλματα ή να συμμετέχουν σε εποπτικά συμβούλια μεγάλων επιχειρηματικών ομίλων -με το «αζημίωτο» φυσικά. Στην ομοσπονδιακή Βουλή λειτουργούν έτσι εξ αντικειμένου ως λομπίστες αυτών των ομίλων. Η επακόλουθη σύγκρουση συμφερόντων που προκύπτει αποτελεί μικρό πρόβλημα γι’ αυτούς: Το επιλύουν κατά κανόνα υπέρ των ομίλων. Το κέρδος που αποκομίζουν από τα «φάουλ» τους βρίσκεται όμως σε αντιστρόφως ανάλογη σχέση με τη ζημιά που προξενούν στο κόμμα τους, εφόσον βέβαια αυτά έρχονται, όπως στην προκειμένη περίπτωση, στη δημοσιότητα. Αυτό πλήττει και το γόητρο της καγκελάριου. «Είναι μια ειρωνεία της τύχης, ότι η εποχή Μέρκελ, που εγκαινιάστηκε με την απηνή κριτική της στις βρώμικες δοσοληψίες του Κολ, τελειώνει τώρα με την επιστροφή στον παλιό βούρκο της διαφθοράς» σημείωνε τηλεπαρουσιαστής.
  • Η αποτυχία στη διαχείριση της πανδημίας. Η Ελλάδα δεν έχει το μονοπώλιο στο «ακορντεόν», στη συνεχή εναλλαγή σκληρών και χαλαρών μέτρων κατά της πανδημίας. Εξίσου δεινή ακορντεονίστρια είναι και η Γερμανία. Αυτό έγινε εμφανές μετά τον Σεπτέμβριο του 2020, όταν, υπό την πίεση των εργοδοτών, η γερμανική κυβέρνηση χαλάρωσε υπερβολικά τα μέτρα προστασίας κατά του κορονοϊού στις επιχειρήσεις και τους δημόσιους χώρους. Το αποτέλεσμα ήταν μια νέα έξαρση της επιδημίας και αλλεπάλληλα lockdown,  που δεν μπόρεσαν όμως να αναχαιτίσουν την πανδημία.  Η κατάσταση επιδεινώθηκε τους πρώτους μήνες του χρόνου λόγω της παράλειψης του υπουργείου υγείας να παραγγείλει επαρκείς ποσότητες εμβολίων και της καθυστέρησης των εμβολιασμών λόγω υπέρμετρων γραφειοκρατικών εμποδίων. Η δημοφιλία του αρμόδιου υπουργού Γιέν Σπαν βρίσκεται από τότε σε ελεύθερη πτώση, το περιοδικό «Der Spiegel» του προσάπτει μια «νέα ανικανότητα».
  • Ο αδύναμος πρόεδρος του κόμματος. «Όταν ο Θεός έβρεχε χάρισμα, ο Άρμιν Λάσετ κρατούσε ομπρέλα». Έτσι χαρακτήριζε στέλεχος των Χριστιανοδημοκρατών, που θέλει να μείνει ανώνυμο, τον πρωθυπουργού της Βόρειας Ρηνανίας-Βεστφαλίας, που εξελέγη προ διμήνου νέος πρόεδρος του κόμματος. Οι εσωκομματικοί του αντίπαλοι τον κατηγορούν, ότι αδυνατεί να εκπονήσει ένα αξιόπιστο χριστιανοδημοκρατικό προφίλ για τη μετά-Μέρκελ εποχή και ότι καθυστερεί αδικαιολόγητα την εκπόνηση ενός νέου κομματικού προγράμματος ενόψει των ομοσπονδιακών εκλογών του προσεχούς Σεπτεμβρίου.

Στους παραπάνω παράγοντες πρέπει να προστεθεί όμως και ένας άλλος που είναι ίσως πιο καθοριστικός: Οι Χριστιανοδημοκράτες, το μεταπολεμικά σπουδαιότερο κόμμα εξουσίας στην Γερμανία, δυσκολεύονται να «εξουσιάσουν» υπό τις συνθήκες της πανδημίας. Ο κορονοϊός τους έφερε τα πάνω κάτω, υποχρεώνοντας τους σε αλλαγή του οικονομικού δόγματος, ήτοι στην αντικατάσταση του νεοφιλελευθερισμού από έναν άκρατο κεϊνσιανισμό -ποτέ στο παρελθόν δεν ήταν τόσο ισχυρός ο κρατικός παρεμβατισμός, ποτέ άλλοτε δεν είχαν ανατραπεί τόσο θεμελιακά οι κανονιστικές διατάξεις του νεοφιλελευθερισμού, όπως το μηδενικό έλλειμμα του Προϋπολογισμού, και ποτέ στα περασμένα επίσης δεν ήταν τόσα πολλά τα χρήματα που διέθεσε το κράτος για την στήριξη της οικονομίας. Όντας αιφνιδιασμένοι, οι Χριστιανοδημοκράτες πελαγοδρομούν από τότε σε αχαρτογράφητα νερά.

Η κοπερνίκειος αυτή στροφή έχει βέβαια ιδιοτελή σκοπό: τη σωτηρία του καπιταλιστικού συστήματος, όπως και ημερομηνία λήξης: το τέλος της πανδημίας. Αυτό τους καθησυχάζει, δεν τους καθιστά όμως ικανούς να βγουν από το νεοφιλελεύθερο «πετσί» τους για να αντιμετωπίσουν τις προκλήσεις μιας μη νεοφιλελεύθερης πραγματικότητας. Η «νέα ανικανότητα» πηγάζει από την αδυναμία τους να δώσουν προτεραιότητα στην υπεράσπιση της υγείας και της ζωής των ανθρώπων εις βάρος των συμφερόντων των επιχειρηματιών, το «ακορντεόν» τους εκπέμπει μόνο κακοφωνία.

Αυτό δεν ισχύει μόνο για την Γερμανία. Μέχρι πρότινος, η Άνγκελα Μέρκελ είχε τη φήμη της ιδιοφυούς «μαέστρου» των κρίσεων στην Ευρωπαϊκή Ένωση, τώρα έχει γίνει και η ίδια έρμαιό τους. Η ανικανότητά της στην καταπολέμηση της πανδημίας δεν είναι ίσως μεγαλύτερη από εκείνη των άλλων κρατών-μελών. Λόγω της οικονομικής υπεροπλίας της χώρας της στην Κοινότητα φαντάζει, ωστόσο, ασύγκριτα μεγαλύτερη. Κι αυτό αποβαίνει σε αντίστοιχο μέγεθος εις βάρος της πολιτικής της αξιοπιστίας και επιρροής.