Ανάλυση του Πέτρου Βαμβακά, Αναπληρωτή Καθηγητή Πολιτικής Επιστήμης στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Διεθνών Σπουδών του Emmanuel College της Βοστώνης – Το κείμενο περιλαμβάνεται στην ειδική έκδοση «Ελλάδα, Τουρκία,  Νοτιοανατολική Μεσόγειος & ανταγωνισμοί ισχύος» →

Το πρόσφατα αυξημένο ενδιαφέρον για την περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου επικεντρώθηκε κυρίως στα ζητήματα του ενεργειακού ανταγωνισμού, στον οποίο η Τουρκία έχει μπει δυναμικά. Ωστόσο, θα ήταν λανθασμένη εκτίμηση να σκεφτούμε ότι το ενδιαφέρον για την περιοχή περιορίζεται μόνο στον ανταγωνισμό για την ενέργεια και τους υδρογονάνθρακες ή ότι έχει ανακύψει μόνο τους τελευταίους μήνες. Πρόκειται για μία κατάσταση που έχει εξελιχθεί κατά τη διάρκεια της τελευταίας δεκαετίας και υφίσταται από το τέλος του περασμένου αιώνα. Η περιοχή είναι ένας φυσικός γεωπολιτικός σύνδεσμος και πρέπει να θεωρείται και εξετάζεται από μία τέτοια οπτική.

Κατά τα τελευταία 200 χρόνια, με την ανάδυση του αγγλοσαξωνικού διεθνούς συστήματος, η Ανατολική Μεσόγειος παραμερίστηκε υπέρ της «Εγγύς Ανατολής» και της «Μέσης Ανατολής» ανάλογα με τους συσχετισμούς ισχύος μέσα στο διεθνές σύστημα, ειδικά όταν οι Βρετανοί και οι Αμερικανοί ενδιαφέρονταν για την Ινδία ή την Κίνα, πολεμώντας στο «Μεγάλο Παιχνίδι» (Great Game) κατά της Ρωσίας και της Σοβιετικής Ένωσης, αντίστοιχα. Σε αυτό το πλαίσιο η έννοια «Ανατολική Μεσόγειος» εξαφανίστηκε και όροι όπως «Μέση Ανατολή» ή «Μέση Ανατολή και Βόρεια Αφρική» εμφανίστηκαν. Όμως, ο ενεργειακός ανταγωνισμός στην περιοχή την έφερε στο προσκήνιο της διεθνούς προσοχής και ταυτόχρονα ανέδειξε το διαφοροποιημένο γεωπολιτικό τοπίο. Ένα γεωπολιτικό τοπίο το οποίο περιλαμβάνει την περιοχή από τον Ινδικό Ωκεανό ως τη Μαύρη Θάλασσα και τον ανταγωνισμό όχι μόνο για την ενέργεια, αλλά για ευρύτερη επιρροή, αφού Αμερικανοί και Βρετανοί δεν είναι πλέον οι απόλυτοι «τοποτηρητές», υπάρχουν περιφερειακοί «μνηστήρες», πρόθυμοι πληρεξούσιοι και νέες «αφίξεις», όχι απαραίτητα κρατών, αλλά και πολυεθνικών και μη κρατικών δρώντων.

Γενικά μιλώντας, υπάρχει μία τάση για κατακερματισμό της αξιολόγησης των γεγονότων στην Ανατολική Μεσόγειο, είτε εστιάζοντας στο διμερή ανταγωνισμό είτε εξετάζοντας την περιοχή ως αυτόνομη οντότητα, χωρίς να δίνεται προσοχή στους περιφερειακούς δεσμούς ή στις ομόκεντρες διασυνδέσεις γύρω από την περιοχή. Η μόνη αλήθεια είναι ότι η Ανατολική Μεσόγειος ήταν και  εξακολουθεί να είναι σύνδεσμος και γέφυρα και ως εκ τούτου συνιστά μία περίπλοκη δομή συμμαχιών και διευθετήσεων εξισορρόπησης ισχύος. Ως εκ τούτου, είναι λανθασμένο και επικίνδυνο να θεωρούμε και να εμπιστευόμαστε το διεθνές δίκαιο και τους κανόνες ως τα μέσα αντιμετώπισης της καταιγίδας που εξελίσσεται στην περιοχή. Μαζί με την αποχώρηση ή τη θεωρούμενη ως φθίνουσα αγγλοαμερικανική παρουσία υποχωρεί/φθίνει και η νομική και κανονιστική δομή που είχαν διαμορφώσει αυτές οι δύο παγκόσμιες δυνάμεις τον 20ο αιώνα. Εάν κοιτάξουμε προς τα έξω και δούμε την περιοχή σε μία ακτίνα που εκτείνεται από το Τζιμπουτί ως το Μπακού, την Ουκρανία και το Γιβραλτάρ, θα μπορούσαμε να κάνουμε μία πιο ασφαλή αξιολόγηση.

Η Ανατολική Μεσόγειος σήμερα είναι στο επίκεντρο του ανταγωνισμού, που μαίνεται όχι μόνο γεωγραφικά, αλλά εξελίσσεται από τη Σύνοδο του ΝΑΤΟ το 2008 στο Βουκουρέστι. Κατά τη διάρκεια της διάσκεψης την άνοιξη του 2008 οι Ευρωπαίοι σύμμαχοι στο ΝΑΤΟ απέρριψαν την πρόταση των ΗΠΑ για τη συμπερίληψη της Γεωργίας και της Ουκρανίας στη Συμμαχία. Αργότερα μέσα στο χρόνο η Ρωσία εισέβαλε στη Γεωργία στηρίζοντας την ανεξαρτησία της Αμπχαζίας και της Νότιας Οσετίας χαράσσοντας μία γραμμή και σηματοδοτώντας έτσι την ανατολή μίας νέας εποχής για την περιοχή, συμπεριλαμβανομένης και της Ανατολικής Μεσογείου. Τον Ιανουάριο του 2009 σημειώθηκε η πλέον διάσημη διαμάχη μεταξύ του τότε Πρωθυπουργού Ερντογάν και του Προέδρου Σιμόν Πέρεζ στο Νταβός, η οποία σφράγισε την «αλλαγή φρουράς» στην περιοχή. Η κυβέρνηση Ομπάμα συνέχισε να σηματοδοτεί την αποχώρηση των ΗΠΑ από μία ηγεμονική θέση στην περιοχή υπέρ ενός μοντέλου πολυμέρειας. Οι κρίσεις στη Λιβύη, τη Συρία, την Κύπρο, την Ουκρανία και την Ελλάδα από το 2011 ως το 2015 προλείαναν το έδαφος γι’ αυτό που βλέπουμε τώρα στην περιοχή. Κάθε ένα από αυτά τα γεγονότα αμφισβήτησε το γεωπολιτικό στάτους κβο και το κανονιστικό θεσμικό πλαίσιο, εγκαινιάζοντας μία περίοδο εκτεταμένου ανταγωνισμού στην Ανατολική Μεσόγειο. Τα περισσότερα κράτη της περιοχής επηρεάστηκαν είτε από την κρίση της Ευρωζώνης είτε από την Αραβική Άνοιξη, όμως μόνο μία χώρα έμοιαζε να μην έχει πληγεί ως τον Ιούλιο του 2016. Τα δραματικά γεγονότα του πραξικοπήματος φαίνεται ότι ήταν το τελευταίο βήμα που θα ωθούσε την Τουρκία προς μία πιο επιθετική στάση στην περιοχή και στην κάλυψη του κενού από τη Μαύρη Θάλασσα ως τον Ινδικό Ωκεανό και από το Κατάρ ως την Αλβανία. Η τουρκική εξωτερική πολιτική από τη δεκαετία του ’80 έπαιζε με τις έννοιες των παν-τουρανικών ή νεο-οθωμανικών ονείρων και φιλοδοξιών. Ωστόσο οι τουρκικές κυβερνήσεις ήταν δειλές και απρόθυμες να ενεργήσουν μέσα στο ρευστό γεωπολιτικό περιβάλλον μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου. Φαίνεται ότι μετά το 2016, η Τουρκία και η κυβέρνηση Ερντογάν αποδεσμεύθηκαν από τις συμμαχικές διευθετήσεις, με το πραξικόπημα να θεωρείται ως προδοσία της «δυτικής συμμαχίας» και ότι την  τρέχουσα κατάσταση πολυμέρειας (να θεωρείται ότι) επιτρέπει έναν ξεχωριστό ρόλο της Τουρκίας, όχι μόνο στην Ανατολική Μεσόγειο, αλλά και σε ολόκληρη την περιοχή.

Οι διαστάσεις της υφιστάμενης ενεργειακής κρίσης στην Ανατολική Μεσόγειο είναι δυσμενείς για τα τουρκικά εθνικά συμφέροντα, στο πλαίσιο του Διεθνούς Δικαίου, συγκεκριμένα της Σύμβασης των Ηνωμένων Εθνών για το Δίκαιο της Θάλασσας. Έτσι, η πραγματική αντιπαράθεση είναι μεταξύ του γράμματος του Διεθνούς Δικαίου και των εθνικών συμφερόντων ενός αναδυόμενου και επίδοξου περιφερειακού ηγεμόνα.

Η επιθετικότητα της Τουρκίας στην περιοχή δεν πρέπει να γίνεται αντιληπτή μόνο ως τέτοια, αλλά ότι η Άγκυρα βλέπει την υφιστάμενη αντιπαράθεση ως υπαρξιακή, κάτι που διαμορφώνει μία πολύ πιο επικίνδυνη κατάσταση. Δεν πρόκειται για μία αντιπαράθεση σχετικά με την ερμηνεία του Διεθνούς Δικαίου σε σχέση με την υφαλοκρηπίδα έναντι των Αποκλειστικών Οικονομικών Ζωνών. Η Τουρκία ενεργεί χωρίς τους περιορισμούς του δικτύου των δομών της δυτικής συμμαχίας των τελευταίων 70 ετών. Η επαναπροσέγγιση με τμήματα του Αραβικού Κόσμου που στρέφονται κατά της Σαουδικής Αραβίας, με το Ιράν και τη Ρωσία είναι παραδείγματα της μεταβαλλόμενης πορείας της Τουρκίας μακριά από τους ευρωατλαντικούς θεσμούς, προς μία ανεξάρτητη και πιθανώς συγκρουσιακή προσέγγιση. Η τρέχουσα αντιπαράθεση με την Ελλάδα για τις θαλάσσιες ζώνες είναι περισσότερο συμβολική, παρά ουσιαστική. Η Ελλάδα και το Δίκαιο της Θάλασσας αντιπροσωπεύει για την Τουρκία ό,τι την έχει «εμποδίσει άδικα» από το να κατοχυρώσει τον δικαιούμενο εξαιρετισμό της και την ηγεμονική θέση της στην περιοχή. Είναι, λοιπόν, λάθος να πιστεύουμε ότι η Τουρκία είναι μπορεί να είναι ικανοποιημένη και ευχαριστημένη, καθώς ο κ. Ερντογάν, η κυβέρνησή του και το εκλογικό του σώμα βλέπουν μία ιστορική στιγμή που μπορεί όχι μόνο να αναστρέψει τα τελευταία 70 χρόνια «ευρωατλαντικής υποταγής» αλλά και να αναδιαρθρώσει την «καταστροφική Συνθήκη της Λωζάνης», πιθανώς και της Συνθήκης του Κιουτσούκ-Καϊναρτζή του 1774, η οποία καθιστούσε την Οθωμανική Αυτοκρατορία ως «ασθενή της Ευρώπης». Η αδυναμία να ακουστούν και να αναγνωστούν ορθά τα μηνύματα που εκπέμπονται από την τουρκική κυβέρνηση μπορεί να έχει τρομερές συνέπειες για την περιοχή.

Η αποδοχή εκ μέρους των Ηνωμένων Πολιτειών -από τη δεύτερη κυβέρνηση του Τζορτζ Μπους του νεότερου- ότι η ηγεμονική περίοδος στην περιοχή, από την εποχή του Δόγματος Τρούμαν έχει τερματιστεί, οδήγησε τις επόμενες κυβερνήσεις των ΗΠΑ να ακολουθήσουν πολιτικές όπως το «Pivot to Asia», την υποστήριξη των αραβικών εξεγέρσεων (“Support the Arab Street”)  ή αυτήν της «Πολυμέρειας». Και στις τρεις περιπτώσεις η παραίτηση των Ηνωμένων Πολιτειών από το ρόλο που ανέλαβαν από το 1947 και το 1956 έχει απελευθερώσει δυνάμεις στην περιοχή και ήρε τα εμπόδια προς την Τουρκία να εκπληρώσει τις αιώνιες φιλοδοξίες της, βάζοντας την Ανατολική Μεσόγειο στο μάτι ενός κυκλώνα.