Ανάλυση του Jens Maesse, Επίκουρου Καθηγητή, Τμήμα Κοινωνιολογίας, Justus Liebig University Giessen – Το κείμενο περιλαμβάνεται στο ειδικό τεύχος «ΜΜΕ & κορονοϊός» που δημοσιεύει η ομάδα Media Jokers σε συνεργασία με το ΕΝΑ →

Το υλικό και οικονομικό πλαίσιο του λόγου για τον κορονοϊό

Ο κορονοϊός SARS-CoV-2 είναι ένας ιός που εξαπλώνεται σε όλο τον κόσμο, όπως και πολλοί ιοί πριν και μετά από αυτόν. Η απόφαση για το εάν είναι «απλά μια γρίπη» που θα εξαφανιστεί λιγότερο ή περισσότερο σύντομα ή «ένας σοβαρός ιός που πλήττει τους πνεύμονες και άλλα όργανα» είναι υπόθεση των ιολόγων και άλλων επαγγελματιών της υγείας (Ωστόσο, τα στατιστικά στοιχεία για τον Μάρτιο και τον Απρίλιο του 2020 δείχνουν ότι στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες, οι «επιπλέον θάνατοι» κυμαίνονται στο 20-30%. Κάτι τέτοιο δεν είναι συγκρίσιμο με τη γρίπη). Ωστόσο, αυτό που με εντυπωσιάζει, ως κοινωνιολόγο και αναλυτή λόγου, είναι η κοινωνική και πολιτική αντίδραση στον κορονοϊό, όπως αντανακλάται σε πολλούς λόγους για αυτόν. Οι λόγοι για τον κορονοϊό αναδύθηκαν σε πολλά επίπεδα της κοινωνικής παραγωγής νοήματος και εδώ θα αναφερθώ σε εκείνα που θεωρώ πιο σημαντικά.

Πρώτον, ο λόγος για τον κορονοϊό είναι ένας λόγος σχεδόν σε «πραγματικό χρόνο», που ακολουθεί τον ιό και τις περίπλοκες επιδράσεις του σχεδόν αμέσως, σαν ένα διαρκές πανοπτικό. Κανείς δεν έχει τη δυνατότητα να ελέγξει αυτό το πανοπτικό, καθώς δεν αφήνεται χώρος σε αυτόν τον αποκεντρωμένο μηχανισμό (dispositif) για «συνωμοσία», ανάμεσα στη στιγμή παρατήρησης του γεγονότος και στον λόγο για αυτό το γεγονός. Δεύτερον, ο λόγος για τον κορονοϊό είναι ένας παγκόσμιος λόγος που δεν περιορίζεται από πολιτικά συστήματα, πολιτισμικά σύνορα ή εθνικές οικονομίες. Τρίτον, η οικονομική αντίδραση σε αυτόν αποτέλεσε τον μεγαλύτερο και ταχύτερο αποκλεισμό της παγκόσμιας οικονομίας από ποτέ. Κάθε σοσιαλιστής που ασχολείται με τον οικονομικό σχεδιασμό θα τον επικροτούσε! Τέταρτον, ωστόσο, ο σχετικός οικονομικός λόγος ακολουθεί πολύ χαρακτηριστικούς ιμπεριαλιστικούς μηχανισμούς λόγου, καθιστώντας ορατά συγκεκριμένα στοιχεία (ειδικά στα ΜΜΕ) και αγνοώντας άλλα. Ενώ κάθε ένα από τα θύματα του ιού, ιδιαίτερα στις ηγέτιδες οικονομικά χώρες, καταγράφεται σε πραγματικό χρόνο σε πίνακες και γραφήματα, τα πολλά περισσότερα θύματα που προκλήθηκαν από την οικονομική αντίδραση των χωρών (την παύση λειτουργίας των παγκόσμιων αλυσίδων παραγωγής) αναφέρονται ακόμη ως «αναγκαστικές παράπλευρες απώλειες» (εάν αναφέρονται καν). Έτσι, εκατομμύρια άνθρωποι της παγκόσμιας περιφέρειας (ειδικά στην Αφρική, την Ασία, τη Λατινική Αμερική, αλλά και σε κάποιες περιοχές της ΝΑ Ευρώπης και των ΗΠΑ) λιμοκτονούν, όχι εξαιτίας του κορονοϊού καθαυτού, αλλά εξαιτίας του αποκλεισμού των οικονομιών των χωρών του καπιταλιστικού πυρήνα ως αντίδραση στον κορονοϊό. Οι άνθρωποι στην περιφέρεια δεν χρειάζονται απλά μάσκες. Αυτό που χρειάζονται για να επιβιώσουν από τα περιοριστικά μέτρα είναι πρόσβαση σε φαγητό και νερό, συστήματα πρόνοιας, ορισμό κατώτατου μισθού, αποταμιεύσεις, συστήματα υγείας και λειτουργικά κράτη, μεταξύ άλλων. Πέμπτον, ενώ ο νεοφιλελεύθερος λόγος καταγγέλλει πάντα το κράτος ως «αδύναμο», «αναποτελεσματικό», «διεφθαρμένο» και ούτω καθεξής, ενώ οι δυνάμεις της αγοράς θεωρούνται ως η πιο αποτελεσματική λύση για τα πάντα, τώρα βιώνουμε μια πρωτόγνωρη επιστροφή του κράτους, το οποίο εφαρμόζει μια πολύπλευρη διαχείριση της κρίσης σε πολλαπλά επίπεδα του κοινωνικού ελέγχου: αποκλεισμός της οικονομίας και παροχή υποστήριξης σε άτομα και εταιρείες· διοργάνωση ενός είδους καραντίνας που θα ήταν αδιανόητη μερικές εβδομάδες νωρίτερα («μόνο οι Κινέζοι θα το έκαναν αυτό» επειδή είναι «διαφορετικοί»)· και στήσιμο ενός μηχανισμού επικοινωνίας που έπεισε συντριπτικές πλειοψηφίες των πληθυσμών να ακολουθήσουν τις κυβερνήσεις τους στην «κοινωνική αποστασιοποίηση», στο «μένουμε σπίτι» ή στο «μένουμε ψύχραιμοι» (ακόμα και αν κάποιες χώρες εφάρμοσαν επίσης αυταρχικά μέτρα).

Ποια είναι η νέα κανονικότητα;

Οι τάσεις που απαρίθμησα παραπάνω θα μπορούσαν κάλλιστα να επεκταθούν και να διαφοροποιηθούν από χώρα σε χώρα, ανάλογα με την οπτική του παρατηρητή. Ωστόσο, αυτό που βλέπουμε είναι τεράστιες διαφορές στο πώς συγκεκριμένες χώρες αντιδρούν στον κορονοϊό. Ενώ οι κυβερνήσεις στην Ευρώπη (και οι πολίτες τους) παίρνουν τον ιό στα σοβαρά, εφαρμόζοντας ισχυρά οικονομικά μέτρα (προγράμματα από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, άμεση επέκταση των επιδομάτων ανεργίας, πιστωτικά προγράμματα για μικρές επιχειρήσεις, βραχυπρόθεσμα επιδόματα και άλλες πρωτοβουλίες) και οργανώνουν έναν λιγότερο ή περισσότερο ολοκληρωμένο μηχανισμό ιατρικής επιτήρησης, το Ηνωμένο Βασίλειο και οι ΗΠΑ απλά ακολούθησαν για μεγάλο χρονικό διάστημα την ιδέα της «ανοσίας της αγέλης». Στην αρχή υποτίμησαν τον ιό και στη συνέχεια αντέδρασαν με ένα πρωτοφανές μίγμα ανοησίας και πανικού. Παρεμπιπτόντως, αυτό ισχύει για τις περισσότερες δεξιές κυβερνήσεις, όπως αποκαλύπτει μια ματιά στις πρώτες αντιδράσεις της υπό τον Σαλβίνι τοπικής κυβέρνησης στη Λομβαρδία.

Στον αντίποδα, στην «παλαιά Ευρώπη», η πρωτοβουλία της εισαγωγής των «κορονο-ομολόγων» που προωθήθηκε από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, οικονομικά ισχυρότατες χώρες όπως η Γαλλία, η Ιταλία και η Ισπανία και υποστηρίχθηκε από όλες τις χώρες εκτός από τη Γερμανία και την Ολλανδία, αντανακλά ένα σημαντικό και ιστορικά μοναδικό κάλεσμα για ισχυρή ευρωπαϊκή αλληλεγγύη. Αυτή με τη σειρά της θα οδηγούσε τελικά σε ένα ευρωπαϊκό κράτος. Και ακόμη και στη Γερμανία, μια καθαρή πλειοψηφία του λαού τάσσεται υπέρ της εισαγωγής των κορονο-ομολόγων.

Σε αντίθεση με την ευρωπαϊκή κρίση του 2009-2015, η Ευρώπη δεν είναι πλέον διχασμένη μεταξύ δύο ισχυρών στρατοπέδων. Οι νεοφιλελεύθεροι και οι υπέρμαχοι της λιτότητας φαίνεται να είναι τώρα μια μικρή μειοψηφία (αν και ακόμη ελέγχουν πολλές πολιτικές). Είναι πιθανόν θέμα χρόνου μέχρι την εύρεση μιας λύσης. Το ευρωπαϊκό οικονομικό πρόγραμμα ύψους 15 τρισ. ευρώ που ανακοινώθηκε για την περίοδο μετά τα περιοριστικά μέτρα ηχεί στα αφτιά των φετιχιστών της νεοφιλελεύθερης αγοράς σαν εφιάλτης και η αποφασιστική και άμεση αντίδραση της ΕΚΤ να λάβει κάθε μέτρο («οτιδήποτε χρειαστεί») για να αποτρέψει μια οικονομική κρίση μοιάζει να αποτελεί κιόλας μια μετα-νεοφιλελεύθερη κανονικότητα!

Όμως, τι μπορούμε να μάθουμε από τις καταστροφικές αντιδράσεις στον κορονοϊό στο Ηνωμένο Βασίλειο και στις ΗΠΑ; Λοιπόν, και οι δύο (πρώην) οικονομικές υπερδυνάμεις λειτούργησαν τα τελευταία 100 χρόνια ως πρότυπα φιλελευθερισμού στην Ευρώπη. Ο συνδυασμός φιλελευθερισμού, δημοκρατίας και οικονομικής επιτυχίας μιας ελεύθερης αγοράς προσείλκυσε ανθρώπους από όλο τον κόσμο: αν θες να πετύχεις, κάντο όπως οι Αμερικανοί! Υπάρχουν εκατοντάδες τέτοια παραδείγματα (η κατάρρευση της ΕΣΣΔ, ο πόλεμος κατά της τρομοκρατίας, η πρωτοβουλία της ΕΕ-Μάαστριχτ κ.ά.). Και τώρα; Με την οπτική ενός «μέσου» ευρωπαίου πολίτη, και τα δύο «παγκόσμια πρότυπα» κυβερνώνται από «φρικιά» (Τραμπ και Τζόνσον) και από ανόητες ιδέες. Έχασαν τη φήμη τους για την πολιτική νομιμοποίηση, τον οικονομικό ορθολογισμό και την πολιτισμική γοητεία.

Υπάρχει πλέον ξεκάθαρη διαφοροποίηση μεταξύ των παλαιών κέντρων εξουσίας στη Δύση και της «παλαιάς Ευρώπης». Για παράδειγμα, στο ΗΒ και τις ΗΠΑ, η συζήτηση στα μίντια χαρακτηρίζεται περισσότερο από μια «ρητορική πολέμου». Αντίθετα, «κοιτάζοντας τα γερμανικά δεδομένα, δεν εντοπίζουμε τόσες πολλές περιστάσεις χρήσης τέτοιου είδους γλώσσας. Ανάμεσα στις πιο ισχυρές συμφράσεις του “κορονοϊού”, μόνο δύο ρήματα προέρχονται από το πεδίο του πολέμου: τα “bekämpfen” (που σημαίνει πολεμώ ή μάχομαι) και “besiegen” (νικώ). Βρίσκουμε επίσης και άλλες λέξεις που χρησιμοποιούνται συχνά μαζί με τον κορονοϊό, που ήταν αισθητά απούσες από τις συμφράσεις στα corpora από ΗΒ και ΗΠΑ· μεταξύ αυτών είναι τα “informieren” (πληροφορώ), “untersuchen” (ερευνώ/εξετάζω) “entwickeln” (αναπτύσσω) και “vergleichen” (συγκρίνω)· επίσης, το ρήμα “testen” (δοκιμάζω) αποτελεί μια από τις ισχυρότερες συμφράσεις στα γερμανικά κείμενα. Όλα τα ρήματα παραπέμπουν σε μια προσέγγιση που έχει ως βάση την επιστήμη αλλά και την επικοινωνία σχετικά με την ασθένεια» (https://viraldiscourse.com/2020/04/13/is-the-war-rhetoric-around-covid-19-an-anglo-american-thing/).

Παρόλο που κάποιες χώρες στην Ευρώπη, όπως η Γαλλία, χρησιμοποίησαν επίσης τη ρητορική του πολέμου και εφάρμοσαν αυταρχικά μέτρα (περιορισμός κυκλοφορίας και τιμωρία για όσους τα αψηφούσαν), οι γενικότερες στρατηγικές ερμηνείας του ιού ως σοβαρού κινδύνου και ο αποκλεισμός της οικονομίας και της δημόσιας ζωής ήταν παρόμοιες σε όλες σχεδόν τις ευρωπαϊκές χώρες (εκτός από τη Σουηδία). Σε αντίθεση με τις ΗΠΑ, όπου κατά κύριο λόγο οι πολιτείες με Δημοκρατικούς κυβερνήτες δοκίμασαν ένα αποφασιστικό lockdown, τα ευρωπαϊκά κράτη εφάρμοσαν μια τριπλή στρατηγική: περιοριστικά μέτρα και επικοινωνία, σχεδιασμός προγραμμάτων οικονομικής και κοινωνικής βοήθειας και, τέλος, ανάπτυξη σχεδίου για οικονομική και κοινωνική επανεκκίνηση για το καλοκαίρι/το τέλος του έτους, με ένα τεράστιο πρόγραμμα ευρωπαϊκής επένδυσης. Εδώ, η Γερμανία μπορεί να αποτελεί ιδιαίτερη περίπτωση επειδή μοιάζει να είναι μια από τις λίγες χώρες που επέτρεψαν στους ανθρώπους να βγαίνουν έξω (εκτός από τη Βαυαρία και τη Σαξονία) για άθληση και ψυχαγωγία. Επιπλέον, η γερμανική κυβέρνηση εφάρμοσε μια στρατηγική «ορθολογικής επικοινωνίας», εξηγώντας γιατί είναι απαραίτητη η κοινωνική αποστασιοποίηση, πιστεύοντας ότι οι πολίτες θα συμφωνήσουν με αυτό (παρόλο που επιβλήθηκαν πρόστιμα, χωρίς όμως τόσο ισχυρή ρητορική). Αυτό συνοδεύτηκε από αποκεντρωμένη, συλλογική προπαγάνδα για το «μένουμε σπίτι»: καλλιτέχνες, πολιτικοί, αθλητές, καθημερινοί άνθρωποι, στο Facebook, σε τηλεοπτικές εκπομπές και αλλού, χρησιμοποίησαν τη φήμη τους για να μεταφέρουν το μήνυμα: «μείνετε σπίτι, μείνετε ψύχραιμοι, δείξτε αλληλεγγύη στον διπλανό σας και να είστε λογικοί». Οι τηλεοπτικοί σταθμοί μετέβαλαν το πρόγραμμά τους για να στηρίξουν τους γονείς στην κατ’ οίκον εκπαίδευση των παιδιών, οι γειτονιές οργανώθηκαν για να βοηθήσουν ηλικιωμένους κ.λπ. Έτσι, ένας ολόκληρος μηχανισμός κινητοποιήθηκε για να πείσει τον πληθυσμό με έναν τρόπο που προσιδιάζει στη διαβουλευτική δημοκρατία (όπως θα το έθετε ο Χάμπερμας).

Αντιθέτως, οι ΗΠΑ εφάρμοσαν μια διαφορετική στρατηγική: ο Τραμπ απλά αγνοεί τον ιό και εφαρμόζει τη στρατηγική του να «τα βγάλει πέρα ο πληθυσμός» στην κρίση χωρίς περιοριστικά μέτρα, προκειμένου να αποκτήσει παγκόσμιο ανταγωνιστικό πλεονέκτημα έναντι της Ευρώπης και της Κίνας. Αντίστοιχα, η επικοινωνιακή στρατηγική του είναι εντελώς διαφορετική: κατηγορεί την Κίνα που «έφερε τον ιό», κλείνει τα σύνορα για να αφήσει έξω τους μετανάστες, κινητοποιεί οπλισμένες ομάδες δεξιών για να «απελευθερώσει» πολιτείες από τα περιοριστικά μέτρα και, πιο πρόσφατα, προτείνει ενέσεις με αντισηπτικά. Το εάν ο υπολογισμός αυτός θα είναι τελικά αποτελεσματικός είναι αμφίβολο. Σύμφωνα με ένα (εσωτερικό) μοντέλο εκτίμησης της γερμανικής Warburg Bank, στη χειρότερη περίπτωση, οι ΗΠΑ θα έχουν έως και 6 εκατ. νεκρούς. Την ίδια στιγμή, στο ΗΒ δεν υπήρχε κανένα σχέδιο, με τον Τζόνσον να θέλει να ολοκληρώσει το Brexit, παρά το ότι ο κορονοϊός ελέγχει τις αλυσίδες παραγωγής διεθνώς. Πρόκειται για οικονομική, ηθική και κοινωνική αυτοκτονία.

Σήμερα, σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες, ακούμε πολιτικούς και σχολιαστές στα MME να μιλούν για μια «νέα κανονικότητα» μετά τον κορονοϊό. Από την οπτική της ανάλυσης λόγου, το επίθετο «νέα» σηματοδοτεί μια ρωγμή μεταξύ του «παρελθόντος» και «μέλλοντος», ενώ το ουσιαστικό «κανονικότητα» έχει μια υπαρξιακή λειτουργία: «θα υπάρχουμε στο μέλλον, αλλά το μέλλον θα είναι διαφορετικό». Σε διεθνή πολιτικο-οικονομικά πλαίσια, η φράση αυτή μπορεί να λειτουργεί ως μια επανατοποθέτηση της Ευρώπης: πρώτον, στο μέλλον, δεύτερον, μακριά από όλα εκείνα με τα οποία ήταν συνδεδεμένη στο παρελθόν και τρίτον, ως οντότητα που μπορεί και θα αναλάβει δράση για αυτό. Τι θα μπορούσε αυτή η επανατοποθέτηση να σημαίνει σήμερα;

Το «πολιτικό ασυνείδητο» του λόγου για τον κορονοϊό

Ο μαρξιστής και θεωρητικός του πολιτισμού Φρέντερικ Τζέιμσον (αντλώντας από τους Αλτουσέρ και Λακάν) έχει εισάγει την έννοια του πολιτικού ασυνείδητου ως αναλυτική κατηγορία που μπορεί να μας βοηθήσει να κατανοήσουμε το υπο-κείμενο ενός λόγου, ένα κείμενο που δεν μπορεί (ακόμα) να εκφραστεί με λέξεις, οδηγείται όμως από τους μαρξικούς νόμους της «οικονομικής βάσης». Σε αυτές τις συνθήκες, είναι εντυπωσιακό να παρατηρήσουμε πόσο γρήγορα εμείς (στην Ευρώπη) αρχίζουμε τώρα να μαθαίνουμε από την Ασία (η Κίνα και οι ΗΠΑ αποτελούν ήδη εμπορικούς εταίρους της ΕΕ, στο ίδιο επίπεδο) στο πεδίο της καταπολέμησης της κρίσης του κορονοϊού και της ανάπτυξης στάσεων με κατεύθυνση ένα ισχυρό (αλλά δημοκρατικό) κράτος (οι επικριτές των αυταρχικών μέτρων που λήφθηκαν σε χώρες όπως η Ιταλία, η Γαλλία ή η Ισπανία, αποτελούν έκφραση αυτής ακριβώς της δημοκρατικής αυτοεικόνας των ευρωπαίων πολιτών!). Από την άλλη, ο πρώην φιλελεύθερος δυτικός κόσμος απομακρύνεται βήμα-βήμα (ο «εμπορικός πόλεμος» του Τραμπ και η «αποσύνδεση από την Κίνα», το Brexit του Τζόνσον  και η ιδέα του να σχηματίσει ένα «οικονομικό πειρατικό κράτος εναντίον της Ευρώπης). Και, τέλος, μια μετα-νεοφιλελεύθερη ευρωπαϊκή τάξη τίθεται τώρα υπό διαπραγμάτευση και αναπτύσσεται μαζί με ένα πολύ ισχυρότερο και πολύ περισσότερο εξευρωπαϊσμένο κράτος στο επίκεντρο της «νέας κανονικότητας». Έχω την εντύπωση ότι ο λόγος για τον κορονοϊό, σαν μια μεταφορά για κάτι διαφορετικό, φέρνει στην επιφάνεια τo περίγραμμα μιας νέας ευρωπαϊκής πραγματικότητας και μιας νέας παγκόσμιας τάξης. Αν και τα πάντα δείχνουν ότι θα πρόκειται και πάλι για μια καπιταλιστική παγκόσμια τάξη, παραμένει ανοιχτός ο ρόλος που μπορούν και θα παίξουν σε αυτήν τα σοσιαλιστικά, οικολογικά, χειραφετητικά και ελευθεριακά στοιχεία. Οι τρέχοντες διεθνείς μετασχηματισμοί συνιστούν μια τεράστια και ενδιαφέρουσα πρόκληση και για τους κοινωνικούς επιστήμονες και για τους πολιτικούς ακτιβιστές. Θα πρέπει να την αποδεχτούμε (και να μείνουμε ψύχραιμοι)!