Ανάλυση της Μαρίας Κυριακίδου, Επίκουρης καθηγήτριας, Τμήμα Δημοσιογραφίας, Μέσων και Πολιτισμού, Πανεπιστήμιο του Κάρντιφ – Το κείμενο περιλαμβάνεται στην έκδοση «Ας μιλήσουμε για τα ΜΜΕ #4 – Eλληνικό #ΜeToo & δημόσιος λόγος» που δημοσιεύει η ομάδα Media Jokers σε συνεργασία με το ΕΝΑ → 

Η προβολή που δόθηκε από τα μέσα ενημέρωσης στις καταγγελίες σεξουαλικής, σωματικής και ψυχολογικής βίας που έχουν έρθει στο φως από τα μέσα Γενάρη, καθώς και οι σχετικές συζητήσεις στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης δημιούργησαν, τουλάχιστον αρχικά, ένα κλίμα αισιοδοξίας για την πορεία και εμβέλεια του «ελληνικού #MeToo». Εμφανή, βέβαια, στην προβολή αυτή ήταν και χαρακτηριστικά που διέπουν τα μίντια και τον δημόσιο λόγο στην Ελλάδα: η σκανδαλοθηρία με την οποία παρουσιάστηκαν όλες οι λεπτομέρειες από τις προσωπικές μαρτυρίες των θυμάτων, ο σεξισμός με τον οποίο αντιμετωπίστηκαν κάποια από τα θύματα, καταφανής στην ερώτηση «καλά, τώρα το θυμήθηκαν;», καθώς και η ομοφοβία σε κάποιους από τους σχολιασμούς για το σκάνδαλο Λιγνάδη, η οποία βρήκε την ακραία της μορφή στην υπεράσπισή του από τον ίδιο του τον δικηγόρο. Ο κύριος τρόπος πλαισίωσης του #MeToo, ωστόσο, ήταν αυτός της πολιτικοποίησης του ζητήματος και, κυρίως, η επικράτηση της λογικής του πολιτικού σκανδάλου. Η κυριαρχία αυτού του πλαισίου απειλεί να αποσιωπήσει τις φωνές των θυμάτων, κυρίως των γυναικών, και τελικά να αφαιρέσει από το κίνημα τη μετασχηματιστική του δυναμική.

Αξίζει να σημειωθεί εδώ η διαφοροποίηση της πολιτικοποίησης ως αναζήτησης πολιτικών ευθυνών για τα σκάνδαλα που ήρθαν στο φως και της πολιτικοποίησης ως πλαισίωσης του θέματος από τα Μέσα ως κατεξοχήν πολιτικό και δη ως πολιτικό σκάνδαλο. Η αναζήτηση και απόδοση πολιτικής ευθύνης είναι και δίκαιη και αναγκαία στην προσπάθεια να αποκαλυφθούν οι δομές και τα άτομα που δημιούργησαν τη νοοτροπία ανεκτικότητας και διαφθοράς που επέτρεψαν τέτοιες μορφές κατάχρησης εξουσίας. Σε αυτά τα πλαίσια, οι απελπισμένες προσπάθειες της κυβέρνησης να αποποιηθεί κάθε ευθύνη είναι κάτι που τα Mέσα οφείλουν και να προβάλουν και να κριτικάρουν. Η σεξουαλική βία είναι άλλωστε και πολιτικό θέμα, καθώς είναι συχνά το αποτέλεσμα οικονομικής και κοινωνικής ανισότητας. Η πλαισίωση, ωστόσο, της σεξουαλικής και ψυχολογικής βίας ως ένα ακόμη πολιτικό σκάνδαλο είναι στη χειρότερη των περιπτώσεων επιλογή των βαθιά κομματικοποιημένων Μέσων και, στην καλύτερη, μια παγίδα στην οποία υπέπεσαν τα Μέσα λόγω της σκανδαλοθηρίας τους. Αυτός ο τρόπος παρουσίασης αποπροσανατολίζει το κίνημα από τον στόχο του, δηλαδή τις πατριαρχικές δομές οι οποίες έχουν επιτρέψει την κακοποίηση των γυναικών, και όχι μόνο, τόσο στον χώρο του θεάματος, όσο και σε άλλους επαγγελματικούς χώρους και στην ιδιωτική σφαίρα.

Τα χαρακτηριστικά αυτής της πολιτικοποίησης του #MeToo συμπεριλαμβάνουν την επικέντρωση του δημοσιογραφικού ενδιαφέροντος στην εμπλοκή πολιτικών προσώπων στις υποθέσεις που ήρθαν στο φως, κυρίως στις καταγγελίες κατά του Δ. Λιγνάδη, καθώς και στις αρμόζουσες δικαστικές διαδικασίες. Μια τέτοια ειδησεογραφία αντανακλά μια λογική εξιχνίασης σκανδάλων και εξυγίανσης του χώρου του θεάματος, από όπου οι περισσότερες κατηγορίες ήρθαν στο φως. Η λογική αυτή εκφράζεται με ερωτήσεις του τύπου «Ποιος ήξερε κι από πότε; Πόσοι άλλοι ένοχοι υπάρχουν; Πόσοι άλλοι γνωρίζουν και δεν μιλούν;». Όλα αυτά τα ερωτήματα είναι, φυσικά, εύλογα και αναγκαία, όπως απαραίτητη είναι και η εξυγίανση του χώρου. Το πρόβλημα δημιουργείται όταν αυτά αποτελούν σχεδόν κατ’ αποκλειστικότητα τα θέματα που προβάλλονται από τα Μέσα. Μια τέτοια πλαισίωση του #ΜeΤoo περιορίζει το πεδίο των λύσεων του προβλήματος της κακοποίησης στον χώρο της πολιτικής και δεν δημιουργεί συνθήκες για μια ευρύτερη κοινωνική αγωγή και αλλαγή. Ταυτόχρονα, περιορίζει το ίδιο το πρόβλημα σε συγκεκριμένους τομείς του «θεάματος», της τέχνης και του πολιτισμού, αναπαράγοντας ήδη υπάρχοντα στερεότυπα για τον «διεφθαρμένο» χαρακτήρα του συγκεκριμένου χώρου.

Μια τέτοια ερμηνευτική πλαισίωση του θέματος ήταν λίγο-πολύ αναμενόμενη στα έντυπα Μέσα, λόγω του έντονα κομματικοποιημένου χαρακτήρα τους. Εκτός από ελάχιστες εξαιρέσεις, όπως δύο πρωτοσέλιδα της Εφημερίδας των Συντακτών κι ένα αφιέρωμα του Βήματος, που είχαν το #ΜeΤoo ως κύριο θέμα τους μετά τη μαρτυρία της  Σ. Μπεκατώρου, για τις υπόλοιπες εφημερίδες οι καταγγελίες δεν έγιναν το πρώτο τους θέμα μέχρι τις κατηγορίες κατά του Δ. Λιγνάδη και την απαίτηση παραίτησης της Υπουργού Πολιτισμού Λίνας Μενδώνη. Τα πρωτοσέλιδα και η κάλυψη που ακολούθησε επικεντρώθηκαν στην αποκάλυψη των σχέσεων μεταξύ της κυβέρνησης και του καλλιτεχνικού διευθυντή του Εθνικού Θεάτρου, από τη μία, και στις προσπάθειες αποφυγής όποιας κυβερνητικής ευθύνης, από την άλλη. Το θέμα έτσι πλαισιώθηκε κυρίως ως μια ιστορία πολιτικής συγκάλυψης και αντιπαλότητας. Την ίδια στιγμή, οι φωνές των γυναικών θυμάτων, οι κατηγορίες εναντίον άλλων ηθοποιών, όπως και οι καταγγελίες εντός άλλων χώρων, όπως αυτοί των πανεπιστημίων, έπαψαν να τραβούν τη δημοσιογραφική προσοχή.

Η κάλυψη των γεγονότων ήταν κάπως διαφορετική στις τηλεοπτικές εκπομπές, κυρίως της πρωινής ζώνης, οι οποίες έγιναν αντικείμενο θετικού σχολιασμού για τον τρόπο με τον οποίο χειρίστηκαν τις μαρτυρίες των θυμάτων και την προβολή που έδωσαν στο θέμα. Ο χαρακτήρας των προγραμμάτων αυτών, που βασίζεται στο διαπροσωπικό στοιχείο και την «κουβέντα», δημιούργησε έναν ασφαλή χώρο για να ακουστούν προσωπικές μαρτυρίες θυμάτων κι αποτέλεσε την αφετηρία για τις πρώτες καταγγελίες στον χώρο του θεάτρου. Εντούτοις, μετά τις αποκαλύψεις κατά του Δ. Λιγνάδη, και αυτές οι εκπομπές άλλαξαν το ειδησεογραφικό τους επίκεντρο, εστιάζοντας περισσότερο στη συγκεκριμένη υπόθεση, υιοθετώντας τη λογική της εξιχνίασης του σκανδάλου. Το αποτέλεσμα ήταν και πάλι η μετατόπιση του ενδιαφέροντος από τις προσωπικές μαρτυρίες των θυμάτων, κυρίως γυναικών, σε ερωτήσεις τύπου «πόσοι γνώριζαν για το τι συνέβαινε;» και «πόσες καταγγελίες ακόμη έχει λάβει το Σωματείο Ελλήνων Ηθοποιών;».

Παρόμοια είναι τα ερωτήματα που τίθενται και στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, όπου ο διάλογος περιορίζεται και πάλι στον χώρο του θεάματος και στη διάσταση του πολιτικού σκανδάλου. Τα θέματα που επικρατούν είναι η επίκριση, τόσο των κατηγορουμένων όσο και δημοσίων προσώπων, πολιτικών που θεωρείται ότι έχουν συγκαλύψει σκάνδαλα και ηθοποιών που θεωρείται ότι δεν υποστηρίζουν επαρκώς τα θύματα. Το hashtag #ΝΔ_παιδεραστές που κυκλοφορεί στο Twitter αποτελεί ακραίο παράδειγμα ενός τέτοιου λόγου, το οποίο αφαιρεί το όποιο κοινωνικό μήνυμα του #ΜeΤooGR, το οποίο συνοδεύει. Πέρα από τη φανερή κομματικοποίηση, η σύμπτυξη διαφορετικών υποθέσεων υπό το συγκεκριμένο hashtag που στοχεύει το κυβερνητικό κόμμα αφαιρεί τις ιδιαιτερότητές τους, υποσκάπτει τη σοβαρότητά τους και κατασκευάζει τη σεξουαλική βία ως πολιτικό θέμα. Ο λόγος για τον οποίο το Twitter αποτέλεσε την πλατφόρμα από την οποία το #ΜeΤoo ξεκίνησε σε παγκόσμιο επίπεδο είναι το ότι επέτρεψε σε θύματα σεξουαλικής βίας να μοιραστούν τις προσωπικές τους εμπειρίες και να καταστήσουν ορατό το πόσο διαδεδομένο είναι το φαινόμενο. Αυτή η δημόσια αποκάλυψη προσωπικών βιωμάτων ήταν που έδωσε στις γυναίκες το αίσθημα της αλληλεγγύης, το οποίο αποτελεί τη βάση και τη δύναμη του #ΜeΤoo ως κοινωνικό κίνημα γυναικείας χειραφέτησης. Αυτή η διάσταση, ωστόσο, φαίνεται να λείπει από το #ΜeΤoo στην Ελλάδα.

Σε ένα κατ’ εξαίρεση ευαισθητοποιημένο άρθρο, η Καθημερινή στις 24 Ιανουαρίου 2021 παρουσίασε προσωπικές μαρτυρίες διαφόρων γυναικών που έχουν υπάρξει θύματα κακοποίησης. Οι περισσότερες από αυτές τις μαρτυρίες μιλούν για σεξουαλική βία που έχει εξασκηθεί από συγγενείς και φίλους, επιβεβαιώνοντας τα στατιστικά στοιχεία ότι οι δράστες τέτοιων εγκλημάτων είναι μέλη του οικείου περιβάλλοντος. Είναι αυτού του είδους οι μαρτυρίες που χρειάζεται να δουν το φως της δημοσιότητας, προκειμένου να πλαισιώσουν το θέμα της σεξουαλικής κακοποίησης ως ένα κοινωνικό φαινόμενο που πλήττει τις γυναίκες καθημερινά και δεν είναι ίδιον μόνο του χώρου του θεάματος και της τέχνης. Στα ίδια πλαίσια, η συζήτηση πρέπει να επεκταθεί και στους κοινωνικο-οικονομικούς λόγους οι οποίοι δημιουργούν ένα επιτρεπτικό περιβάλλον για τέτοιες εκφράσεις βίας κατά των γυναικών. Η έμφυλη βία είναι στενά συνδεδεμένη με την οικονομική ανισότητα, τόσο στη δημόσια, όσο και στην ιδιωτική σφαίρα. Για πολλές γυναίκες, ο λόγος για τον οποίο υπόκεινται σε τέτοιες μορφές κακοποίησης χωρίς να προβαίνουν σε δημόσια καταγγελία έχει να κάνει με την έλλειψη οικονομικής ανεξαρτησίας ή την ευάλωτη οικονομική τους κατάσταση. Η ίδια οικονομική ανισότητα διέπει και τον χώρο του θεάματος και του θεάτρου, παρά το γεγονός ότι αυτή η διάσταση αγνοήθηκε στη δημοσιογραφική κάλυψη των σκανδάλων του χώρου. Μια τέτοια διεύρυνση του δημόσιου διαλόγου είναι απαραίτητη για να τον επικεντρώσει τελικά στην έννοια της πατριαρχίας σε όλες της τις διαστάσεις ως ένα καταπιεστικό σύστημα εξουσίας.

Ένας τέτοιος δημόσιος διάλογος προϋποθέτει την προσπάθεια αναθεώρησης των κοινωνικών πεποιθήσεων ως προς τη θέση της γυναίκας, καθώς και μια βαθιά ενδοσκόπηση από τα Μέσα για τον ρόλο που παίζουν αυτά στην αναπαραγωγή ανάλογων στερεοτύπων. Σε μία από τις προαναφερόμενες τηλεοπτικές εκπομπές που ασχολήθηκαν με την κακοποίηση στον χώρο του θεάτρου, μια επιτυχημένη ηθοποιός, αφού αφηγήθηκε τη δική της προσωπική εμπειρία, ρωτήθηκε από τον παρουσιαστή αν θα ήθελε να γίνει μητέρα. Είναι κάτι τέτοιες ερωτήσεις που αναπαράγουν τα στερεότυπα για τον ρόλο της γυναίκας στην κοινωνία και περιορίζουν τη θέση της σε παρωχημένα πλαίσια. Πολλές από τις ίδιες εκπομπές έχουν αφιερώσει χρόνο σε συμβουλές διατροφής και περιποίησης αποκλειστικά για γυναίκες. Την ίδια στιγμή, ο όρος «έγκλημα πάθους» χρησιμοποιείται ακόμη από τα Μέσα για να περιγράψει τις γυναικοκτονίες. Πέρα από την αναπαραγωγή τέτοιων στερεοτύπων, τα Μέσα στην Ελλάδα πρέπει επίσης να αναλογιστούν τα θέματα σεξουαλικής κακοποίησης και στον δικό τους χώρο. Παρά την ύπαρξη κάποιων αρχικών καταγγελιών, οι οποίες δεν απέκτησαν εμβέλεια μεγαλύτερη του ψιθύρου στη δημόσια σφαίρα, οι χώροι της δημοσιογραφίας, όπως και της πολιτικής, δύο κατεξοχήν ανδροκρατούμενοι χώροι που έχουν χτιστεί σε βαθιά πατριαρχικές δομές, φαίνεται ότι θα παραμείνουν ανέγγιχτοι από το #ΜeΤoo.

Φυσικά, η έκβαση του δημοσίου διαλόγου δεν είναι τετελεσμένη και κανείς δεν μπορεί να προβλέψει τον αντίκτυπο των διαφορετικών υποθέσεων που συνεχώς βλέπουν το φως της δημοσιότητας. Καθώς το κίνημα εξελίσσεται, με τον ίδιο τρόπο μπορεί να εξελιχθεί και η μιντιακή κάλυψή του, όσο περιορισμένη θεματολογικά κι αν είναι αυτή τη στιγμή. Αυτό δεν σημαίνει, βέβαια, ότι οι υπάρχουσες δημόσιες συζητήσεις και η σχετική δημοσιογραφική κάλυψη δεν έχουν ή δεν μπορούν να έχουν θετικό αντίκτυπο στην ελληνική κοινωνία. Έχουν τουλάχιστον δημιουργήσει συνθήκες στις οποίες δημόσια πρόσωπα θα φοβηθούν να προβούν σε κατάχρηση εξουσίας και σεξουαλική βία. Προκειμένου, ωστόσο, το #ΜeΤoo ως κίνημα να μεταφραστεί σε όρους  κοινωνικής αλλαγής, αυτό που χρειάζεται είναι μια πιο ανοιχτή και αναστοχαστική ανακατάταξη του ηθικολογικού καθεστώτος, καθώς κι ένας ευρύτερος διάλογος σχετικά με τις πατριαρχικές δομές που δημιουργούν τις συνθήκες ύπαρξης της έμφυλης βίας.