Ανάλυση της Αγγελικής Μητροπούλου, Υπ. Δρ., Πανεπιστήμιο Αιγαίου, Επιστημονικής συνεργάτιδας ΕΝΑ – Το κείμενο περιλαμβάνεται στην έκδοση «Ας μιλήσουμε για τα ΜΜΕ #4 – Eλληνικό #ΜeToo & δημόσιος λόγος» που δημοσιεύει η ομάδα Media Jokers σε συνεργασία με το ΕΝΑ →
Αφετηριακές επισημάνσεις
Το κίνημα του #MeToo ξεκίνησε από την Αμερική την ίδια χρονιά που στην Ελλάδα ψηφιζόταν ο νόμος για την ποινικοποίηση του βιασμού εντός γάμου, δηλαδή το 2006. Αρχικά ως όραμα, έπειτα ως κίνημα στα «άγουρα», για την εποχή εκείνη, social media. Η Tarana Burke δημιούργησε μία σελίδα στο MySpace με την ονομασία Me Too. Καλούσε τις γυναίκες όλων των ηλικιών και των φυλών να καταθέσουν τις εμπειρίες τους. Το σκεπτικό ήταν ότι τα θύματα δεν έπρεπε να αισθάνονται μόνα τους και δεν έπρεπε πια να σιωπούν. Ωστόσο, το φαινόμενο απέκτησε παγκόσμια διάσταση τον Οκτώβριο του 2017 έπειτα από σειρά άρθρων των New York Times και τις κατηγορίες εναντίον του Harvey Weinstein, ενός από τους σημαντικότερους -τότε- παράγοντες του καλλιτεχνικού χώρου. Το tweet της Alyssa Milano που ωθούσε τα θύματα να μοιραστούν τα βιώματά τους προκάλεσε τότε ένα ντόμινο δημόσιων καταγγελιών και προσωπικών ιστοριών σεξουαλικής κακοποίησης (Starkley et al., 2019). Παράλληλα, αναδείχθηκε στις ΗΠΑ ένα συγκεκριμένο πλαίσιο για να περιγράψει εκείνες και εκείνους που «σπάνε τη σιωπή» ή αλλιώς «silence brakers», το οποίο φαίνεται να έχει εφαρμόσιμα χαρακτηριστικά σε διάφορες χώρες (Starkley et al., 2019).
Το #MeΤoo, ενώ στην αρχή ξεκίνησε ως ένα αυθόρμητο αλλά δυναμικό κίνημα που έφερε στο φως περιστατικά κακοποίησης, δεν παύει να αποτελεί παράλληλα και έναν τρόπο να γίνει ένα χρόνιο φαινόμενο περισσότερο ορατό. Πράγματι, η σεξουαλική παρενόχληση στην εργασία και η βία λόγω φύλου έχει τόσο βαθιές ρίζες στην πατριαρχική κοινωνία και είναι τόσο δεμένη με τις κοινωνικές ανισότητες όλων των ειδών, ώστε να φαντάζει σχεδόν αναμενόμενη η σιωπή των ΜΜΕ απέναντι στο κατακλυσμικό αυτό φαινόμενο. Αυτά τα φαινόμενα εμφανίζονται και στην Ελλάδα εδώ και δεκαετίες -ειδικά στους εργασιακούς χώρους- ωστόσο δεν χαρακτηρίζονταν από τέτοια έντονη προβολή στα Μέσα. Θα μπορούσε κανείς να ισχυριστεί ότι, σε κάποιο βαθμό, αυτή η έλλειψη ορατότητας (η «φυσιολογική» σιωπή των ΜΜΕ) έχει συμβάλει, εν μέρει, σε μια «κανονικοποίηση» τέτοιων φαινομένων. Αρκεί να αναλογιστεί κανείς ποιες και πώς υποθέσεις κακοποίησης, κυρίως γυναικών, παρουσιάζονταν στα δελτία ειδήσεων και σε καθημερινές εκπομπές υψηλών ζωνών τηλεθέασης πριν από τη δημόσια εξομολόγηση της Σοφίας Μπεκατώρου και πώς στις περισσότερες περιπτώσεις η ευθύνη μετατίθετο στις γυναίκες θύματα.
Αντλώντας στοιχεία από διεθνείς μελέτες που αποτυπώνουν συμπεράσματα των διαφόρων εκφάνσεων του φαινομένου #MeToo σε διάφορες χώρες, ξεχωρίζει η κωδικοποίηση για την αναγνώριση συγκεκριμένου πλαισίου αυτών που κυριαρχούν στα media διεθνώς, η οποία περιλαμβάνει κυρίως τέσσερις επιμέρους τύπους παρουσίασης των θυμάτων (Starkey et. al., 2019):
- Ο τύπος του «γενναίου θύματος που σπάει τη σιωπή», βρίσκει το κουράγιο και βγαίνει «μπροστά». Τα δελτία ειδήσεων που βασίζονται σε αυτό το πλαίσιο χρησιμοποιούν συχνά λέξεις όπως «κουράγιο» και «γενναιότητα» για να περιγράψουν τα θύματα.
- Το «στωικό θύμα ενός άδικου συστήματος» είναι το πλαίσιο εκείνο που λαμβάνει υπόψη το ρίσκο που αναλαμβάνει κάθε θύμα που προσπαθεί να βρει το δίκιο του μέσα σε ένα άδικο σύστημα.
- Ο τύπος του «διστακτικού ή του θύματος που έχει ανακάμψει», που σπάει τη σιωπή αλλά καταλήγει να πρωταγωνιστεί ακούσια σε ένα παγκόσμιο κίνημα. Ειδικότερα για την περίπτωση του θύματος που έχει ανακάμψει, εκείνο αρχικώς έχει αντέξει τις επιθέσεις και αργότερα καταλήγει να έχει ηρωική συμπεριφορά.
- Ο τύπος της «υστερικής τσούλας» είναι εκείνο με την πιο αρνητική χροιά. Σε αυτό το πλαίσιο, τα συναισθήματα του θύματος που σπάει τη σιωπή, η σεξουαλική δραστηριότητα, αλλά και η αξιοπιστία του ευρύτερα αμφισβητούνται.
Επιπροσθέτως, αξίζει να αναφερθεί ότι οι πολίτες, στις περιπτώσεις που εκτίθενται σε μηνύματα που προβάλλονται από τα Μέσα με έντονο κοινωνικό αποτύπωμα, όπως οι παρουσιάσεις προσωπικών ιστοριών σεξουαλικής κακοποίησης, φαίνεται να έχουν εμπλοκή λαμβάνοντας αποφάσεις για το πώς θα ερμηνεύουν ένα κοινωνικό φαινόμενο και αν θα υιοθετήσουν ή όχι τον τρόπο που αυτό αποτυπώνεται από τα Μέσα, συμπεριφορά που είναι συνηθισμένη ιδιαίτερα στον ακτιβισμό μέσω hashtag (όπως ήταν αρχικά το #MeToo) (Fung & Scheufele, 2014). Επομένως, είναι πιθανό να υπάρχουν διαφορές και αποκλίσεις ανάμεσα στο πώς προβάλλονται τα θύματα του #MeToo στα media και στις αναπαραστάσεις που τελικά υιοθετούν οι πολίτες.
Πριν και μετά τη Σοφία Μπεκατώρου
Τα τελευταία δύο έτη, μεταξύ άλλων περιστατικών που δεν πήραν την ίδια έκταση, το τηλεοπτικό κοινό είδε σε απευθείας μετάδοση την Κατερίνα Γκαγκάκη[1] να σχολιάζει περιστατικό σεξουαλικής παρενόχλησης φοιτήτριας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, έπειτα από καταγγελία της φοιτήτριας, με τρόπο που προκάλεσε έντονες αντιδράσεις και την απομάκρυνσή της από την εκπομπή στην οποία συμμετείχε στο πάνελ, αλλά και παίκτη του δημοφιλούς reality Big Brother[2] με περηφάνεια να ενισχύει την κουλτούρα του βιασμού, προκαλώντας νέες αντιδράσεις, κυρίως στα social media. Αυτά τα περιστατικά έφεραν στο προσκήνιο ζητήματα σεξουαλικής παρενόχλησης, προκάλεσαν έντονες πιέσεις από το κοινό που εκφράστηκε μέσω των social media, αλλά, έπειτα από κάποια άμεση και σύντομης διάρκειας εκτόνωση από τους τηλεοπτικούς σταθμούς, δεν οδήγησαν σε μια αλυσιδωτή δημόσια αποκάλυψη και άλλων αντίστοιχων ιστοριών. Έδειξαν όμως τη δύναμη των πολιτών που επέλεξαν να εκφραστούν και να ασκήσουν κριτική στα πρόσωπα, τις εκπομπές, αλλά και τους ίδιους τους τηλεοπτικούς σταθμούς. Θα μπορούσε κανείς ίσως να ισχυριστεί ότι η υποδοχή που έτυχαν αυτά τα περιστατικά από τους χρήστες των social media «έστρωσαν» κάπως το έδαφος, δείχνοντας αντανακλαστικά που απορρίπτουν τον σεξισμό και τα πρότυπα που κατά καιρούς έχει ή που συνήθως αναπαράγει η τηλεόραση.
Μήνες, μόλις, μετά τα περιστατικά αυτά που μεταδόθηκαν και συζητήθηκαν στην ελληνική τηλεόραση, η Σοφία Μπεκατώρου, Ολυμπιονίκης και ιδιαίτερα αγαπητό -και χαμηλών τόνων- πρόσωπο, προχώρησε σε δημόσια καταγγελία ότι στα 22 της είχε δεχθεί σεξουαλική κακοποίηση από γνωστό αθλητικό παράγοντα. Σε αυτό το σημείο, αξίζει να αναφερθεί ότι η Σοφία Μπεκατώρου είχε τοποθετηθεί για πρώτη φορά κάνοντας παρέμβαση σε διαδικτυακή -ανοιχτή στο κοινό- εκδήλωση για την έμφυλη βία της Στέγης του Ιδρύματος Ωνάση τον Νοέμβρη του 2020 και μερικές εβδομάδες μετά από την αρχική της παρέμβαση ακολούθησε νέα, εφ’ όλης της ύλης, συνέντευξη στο περιοδικό Marie Claire.
Ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης έσπευσε να κάνει δημόσια δήλωση υποστήριξης προς τη Σοφία Μπεκατώρου και η αθλήτρια συναντήθηκε ακόμα και με την Πρόεδρο της Δημοκρατίας Κατερίνα Σακελλαροπούλου. Οι τηλεοπτικοί σταθμοί, μέσω των δελτίων ειδήσεων και των πρωινών εκπομπών, έσπευσαν να στηρίξουν την Σ. Μπεκατώρου. Κανείς δεν φαίνεται να είχε υπολογίσει το φαινόμενο του ντόμινο που θα ακολουθούσε, με αλυσιδωτές καταγγελίες, ωστόσο από συγκεκριμένους χώρους, κυρίως από τον καλλιτεχνικό αλλά και τον αθλητικό. Μπορεί κανείς να ισχυριστεί ότι με τη Σοφία Μπεκατώρου ξεκίνησε ένας γύρος στο πλαίσιο του οποίου το προσωπικό πρόβλημα σεξουαλικής παρενόχλησης γίνεται δημόσιο πρόβλημα, περιλαμβάνοντας πολιτικούς δρώντες αλλά και θεσμικά όργανα, ενώ καίριο ρόλο διαδραματίζουν οι σχέσεις εξουσίας. Το ενδιαφέρον, στη συνέχεια, μεταφέρθηκε από τον αθλητισμό στον χώρο του θεάματος, με την ηθοποιό Ζέτα Δούκα να φέρνει στο φως της δημοσιότητας ιστορίες ψυχολογικής κακοποίησης και λεκτικής βίας που γρήγορα έσπευσαν να υποστηρίξουν και πάλι δημόσια αρκετοί και αρκετές συνάδελφοί της. Το τρίτο και κυριότερο, ίσως, περιστατικό από πλευράς δημοσιότητας, κορύφωσε και τις πολιτικές αντιδράσεις. Οι αποκαλύψεις για τον ηθοποιό και σκηνοθέτη, τότε καλλιτεχνικό διευθυντή του Εθνικού Θεάτρου, Δημήτρη Λιγνάδη, τον οποίο καταγγέλλουν δημόσια και στον εισαγγελέα άνδρες όλων των ηλικιών, συνταράσσουν εκ νέου το ευρύ κοινό που παρακολουθεί -εν μέσω παρατεταμένου εγκλεισμού- τα δελτία ειδήσεων και τις ενημερωτικές εκπομπές. Ξεχωρίζει, ίσως, η συνέντευξη του Νίκου Σ. που περιέγραψε αναλυτικά βασανιστήρια και κακοποίηση (σεξουαλικά και άλλα), όχι μόνο για την αμεσότητα των περιγραφών του θύματος αλλά και γιατί, όπως φαίνεται από την αλληλουχία των γεγονότων, η δημοσιοποίησή της επέφερε και την αρχή της πτώσης «του βασιλιά». Η κυβέρνηση αμήχανη και μετέπειτα αμυντική, «νίπτει τας χείρας» για την επιλογή του συγκεκριμένου ατόμου να ηγηθεί ενός κορυφαίου πολιτιστικού θεσμού της χώρας, ενώ οι τηλεοπτικοί σταθμοί μέσα από εκπομπές αλλά και δελτία ειδήσεων, επιχειρούν να «αποκόψουν» τεχνηέντως το άτομο από το σύστημα που τον ανέδειξε. Για μία ακόμα φορά, τα social media είναι αυτά που δίνουν το υποστηρικτικό και ακτιβιστικό στίγμα που εκ φύσεως έχει το #MeToo, με τους πολίτες να ασκούν πίεση για πιο αντικειμενική ενημέρωση και σεβασμό στα θύματα και τη χρονική στιγμή που επέλεγαν να μιλήσουν. Επί της ουσίας, ενώ τα κανάλια προσπαθούν να υποβαθμίσουν το θέμα, τα social media το διατηρούν ψηλά στον δημόσιο λόγο, δίνοντας έτσι χώρο και στήριξη ώστε να βρίσκουν διαρκώς θύματα το θάρρος για δημόσιες καταγγελίες. Σήμερα, η λίστα των καταγγελιών, δημόσιων και μη, αυξάνεται διαρκώς, αν και με μικρότερη ένταση.
Τι συμπεράσματα μπορεί κανείς να εξάγει με βάση τα όσα σύντομα αναφέρονται στο παρόν για τις μιντιακές αναπαραστάσεις του #MeToo στην Ελλάδα;
Τροφή για σκέψη
Σε γενικές γραμμές, φαινόμενα όπως το #MeToo, δεν μπορεί να ισχυριστεί κανείς με σιγουριά ότι ολοκληρώνονται. Σίγουρα ολοκληρώνεται ένας κύκλος, αλλά ταυτόχρονα και αιφνιδιαστικά μπορεί να ανοίξει ένας άλλος. Στην Ελλάδα, το #MeToo φαίνεται να προβλήθηκε από τους τηλεοπτικούς σταθμούς ίσως λιγότερο με την αρχική του υπόσταση, δηλαδή ως «social media activism» και περισσότερο ως ένα «σύνθημα», ένα «brand name» του φαινομένου των αποκαλύψεων σεξουαλικής κακοποίησης. Με βάση την τυπολογία των Starkey et al. (2019) που αναφέρθηκε ανωτέρω, φαίνεται εκ πρώτης οι κύριοι πρωταγωνιστές και πρωταγωνίστριες να ανήκουν στην πρώτη κατηγορία (media framing-μιντιακή πλαισίωση), αποτελώντας θύματα που βγήκαν γενναία μπροστά και συνειδητά, «σπάζοντας τη σιωπή». Κατάφεραν να κάνουν ορατές τις ιστορίες τους και τις εκφάνσεις που η σεξουαλική κακοποίηση λαμβάνει σε κάποιους χώρους, ωστόσο όχι σε όλους. Άνοιξαν έναν κύκλο ο οποίος παραμένει ακόμα ανοικτός, όπως φαίνεται και από νέες καταγγελίες που αναδεικνύονται στα δελτία ειδήσεων, παρά τους πιο αργούς ρυθμούς αποκαλύψεων. Ανακοινώθηκαν μάλιστα και κάποιες θεσμικές παρεμβάσεις από τον Πρωθυπουργό για τη σεξουαλική εκπαίδευση στα σχολεία. Σε αυτό το σημείο, αξίζει να αναφερθεί ότι πριν από τις αποκαλύψεις αυτές, επί πρωθυπουργίας Κυριάκου Μητσοτάκη και υπουργίας Νίκης Κεραμέως, στο χαρτοφυλάκιο της Παιδείας καταργήθηκε η «Θεματική Εβδομάδα» στα Γυμνάσια, ένας θεσμός στο πλαίσιο του οποίου οι μαθητές είχαν την ευκαιρία να αναπληρώσουν -κατά ένα μέρος- την παντελή έλλειψη του μαθήματος της σεξουαλικής αγωγής από τα ωρολόγια προγράμματα σπουδών των σχολείων (Αγγελή, 26/02/2021).
Οι τηλεθεατές και καταναλωτές οδήγησαν στην απόσυρση χορηγών από την εκπομπή της Τατιάνας Στεφανίδου, διότι δεν συμφώνησαν με τον τρόπο που εκείνη φάνηκε να υιοθετεί έναν λόγο συμπονετικό και γεμάτο ενσυναίσθηση για τον χρόνο που περνούσε στο κελί του ο προφυλακισμένος Δημήτρης Λιγνάδης. Πίεσαν δημόσια -και πάλι μέσω των social media- και τελικά υπενθύμισαν τη δύναμη της «ψηφιακής πίεσης» που είναι σε θέση να ασκούν. Θα μπορούσε κανείς να ισχυριστεί ότι τα τηλεοπτικά και τα ψηφιακά Μέσα λειτούργησαν και σε αυτή την περίπτωση «συνδυαστικά», αν και αρκετές φορές αντιθετικά ως προς την κατεύθυνση των αντιδράσεων, για τη δημόσια υποστήριξη των θυμάτων και τον εμπλουτισμό της δημόσιας συζήτησης γύρω από το θέμα της σεξουαλικής παρενόχλησης. Όλες αυτές οι εξελίξεις καταδεικνύουν τη σημασία να γίνονται ορατές ιστορίες θυμάτων, αλλά και ο ίδιος ο κοινωνικός ακτιβισμός, όπως αυτός εκφράζεται και μέσα από ψηφιακά Μέσα, ιδιαίτερα σε συνθήκες όπου τα ανθρώπινα δικαιώματα εν γένει τίθενται διαρκώς υπό αίρεση.
Ωστόσο, δεν παύουν να μετεωρίζονται και διάφορα, μάλλον ρητορικά ερωτήματα, τα οποία παρατίθενται αντί κατακλείδας:
- Γιατί το κοινό ήταν πιο ανοικτό ή ανεκτικό στο να δεχθεί τέτοια ερεθίσματα αυτή τη φορά, ενώ παλαιότερα που είχαν γίνει καταγγελίες δημόσιες δεν πήραν την ίδια έκταση;
- Τι ρόλο διαδραμάτισαν για την έκταση που πήραν οι καταγγελίες: (α) ότι προέρχονται από διάσημους και (β) από γνώριμα πρόσωπα από τον χώρο του αθλητισμού ;
- Έπαιξε ρόλο σε κάθε μία από τις περιπτώσεις το επάγγελμα/απασχόληση των θυμάτων που αποφάσισαν να εκθέσουν δημόσια τις ιστορίες τους;
- Πώς οι πολίτες αντιμετώπισαν τα θύματα όταν άκουσαν ή διάβασαν τις ιστορίες τους; Είναι ίδιος ο τρόπος που παρουσιάστηκαν τα θύματα από τα media και ο τρόπος με τον οποίο τα αντιλήφθηκαν οι πολίτες; Θα μπορούσε για παράδειγμα ένα θύμα να παρουσιαστεί από τα media με βάση το πρότυπο της «υστερικής τσούλας» και οι πολίτες να το αντιληφθούν ως ένα θύμα «γενναίο που σπάει τη σιωπή»;
- Θα αντιμετώπιζαν διαφορετικά τα ελληνικά Μέσα τις υποθέσεις που είδαν το φως της δημοσιότητας αν δεν υπήρχε όλη η πίεση και κριτική που ασκούν τα social media;
- Οι γυναίκες που δεν είναι δημόσια πρόσωπα τι πιθανότητες έχουν να ξεκινήσουν ένα κύμα αλληλεγγύης; Θα είχαν την ίδια απήχηση οι καταγγελίες αν δεν τις ξεκινούσε μια «διάσημη»;
- Πώς μιλά κανείς για τα θύματα και τις πράξεις (α) στα δελτία ειδήσεων, (β) στις τηλεοπτικές εκπομπές και πώς παρουσιάζονται στις ελληνικές σειρές και αφιερώματα πριν και μετά τις αποκαλύψεις για το ελληνικό #MeToo;
- Κατά πόσο μπορεί πραγματικά να αλλάξει μακροπρόθεσμα ο στερεοτυπικός λόγος που κατά βάση κυριαρχεί στα Μέσα;
Παραπομπές:
Αγγελή, Δ. (26/02/2021). «Υποκρισία» Μητσοτάκη για τη σεξουαλική αγωγή. efsyn.gr.
Fung, T. K., & Scheufele, D. A. (2014). Social norms, spirals of silence and framing theory: An argument for considering cross-cultural differences in media effects research. Στο W. Donsbach, C. Salmon, & Y. Tsfati (επιμ.), The spiral of silence: New perspectives on communication and public opinion (σσ. 131–144). Νέα Υόρκη: Routledge/Taylor & Francis Group.
Starkey, J. C., Koerber, A., Sternadori, M., & Pitchford, B. (2019). #MeToo goes global: Media framing of silence breakers in four national settings. Journal of Communication Inquiry, 43(4), σσ. 437-461.
[1] Για την περίπτωση της Κατερίνας Γκαγκάκη και την αντιμετώπιση του περιστατικού παρενόχλησης της φοιτήτριας, για το οποίο έκαναν αναπαράσταση στην τηλεοπτική εκπομπή του Γιώργου Λιάγκα , μπορεί κανείς ενδεικτικά να ανατρέξει στο άρθρο της Κατερίνας Αθανασίου «Το πάνελ του Γιώργου Λιάγκα έκανε αναπαράσταση του φοιτητή που εκσπερμάτισε στην πλάτη φοιτήτριας στο ΑΠΘ!».
[2] Για την περίπτωση του παίκτη του reality Big Brother που προβαλλόταν το φθινόπωρο του 2020 στον τηλεοπτικό σταθμό ΣΚΑΪ, το σχόλιο που εκείνος έκανε υπέρ της κουλτούρας του βιασμού: «Με τις γκόμενες πάω με μία κάθε μέρα για να αδειάζει το πακέτο αλλιώς έχει βιασμό», αλλά και τις αντιδράσεις μπορεί κανείς ενδεικτικά να ανατρέξει στο άρθρο του Δημήτρη Κανελλόπουλου «Ο «Big Brother» και η ευθύνη του… οικοδεσπότη για τον βιασμό».