Του Βαγγέλη Μαρινάκη, Πολιτικού Επιστήμονα, μεταπτυχιακού φοιτητή στο Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου – Η ανάλυση περιλαμβάνεται στο 36ο Δελτίο Ευρωπαϊκών Εξελίξεων του ΕΝΑ →

Η εισβολή του γεμάτου συνωμοσιολογικές και ρατσιστικές αναφορές όχλου των οπαδών του Ντόναλντ Τραμπ τη νύχτα της 6ης Ιανουαρίου στο Καπιτώλιο και τα θλιβερά παρεπόμενά της ανάγκασε αρκετούς ηγέτες της ευρωπαϊκής Ακροδεξιάς, σε μια επικού χαρακτήρα αναδίπλωση. Από τον Γκερτ Βίλντερς έως τον Ματέο Σαλβίνι και τη Μαρί Λεπέν τα περισσότερα μέλη της ιδιότυπης ευρωπαϊκής «Διεθνούς της αντίδρασης» έσπευσαν να καταδικάσουν τη βία και αναφέρθηκαν στην ανάγκη σεβασμού των δημοκρατικών διαδικασιών, ομνύοντας στις αξίες της ελευθερίας και της δημοκρατίας.

Υπό φυσιολογικές συνθήκες όλα τα παραπάνω θα μπορούσαν να ενταχθούν στο θεατρικό είδος της φάρσας εάν αναλογιστεί κανείς πως αναφερόμαστε στους ίδιους ακριβώς πολιτικούς που τόσο πολύ επένδυσαν στο ότι η άνοδος του Νεοϋορκέζου μεγιστάνα στην εξουσία το 2016 θα σήμαινε την αρχή ενός κύματος δεξιάς «ριζοσπαστικοποίησης» από το οποίο και οι ίδιοι θα είχαν λαμβάνειν.

Μια πρώτη απόπειρα ωστόσο να εξηγηθεί η όλη κατάσταση θα μας οδηγούσε στο συμπέρασμα πως η ευρωπαϊκή εκδοχή της alt-right δείχνει να γνωρίζει τα θεσμικά της όρια. Αν και αρέσκεται να μιμείται την αμερικανική φρασεολογία (πολλοί εκ των προαναφερθέντων/εισών υποσχέθηκαν κατά την τραμπική φρασεολογία «να κάνουν την χώρα τους ξανά σπουδαία»), αρέσκεται και να χρησιμοποιεί την κοινωνική δυναμική ως παράγοντα κινητοποίησης προς την κάλπη και όχι ως συνδιαμορφωτή εξελίξεων. Η ταύτιση εξάλλου με το τραμπικό ρεύμα δεν φαίνεται να απέδωσε καρπούς αν σκεφτεί κανείς πως μόνο η ιταλική Λέγκα του Βορρά κατάφερε το διάστημα της διακυβέρνησης του Ρεπουμπλικανού προέδρου να γίνει κυβερνητικό κόμμα.

Μια ακόμη διαπίστωση ως προς την αποστασιοποίηση από τα γεγονότα του Καπιτωλίου είναι πως αυτή έρχεται να δράσει κατά κάποιο τρόπο καιροσκοπικά, αφού θέτοντας εμφανή όρια στη δράση του ανερχόμενου συνωμοσιολογικού ρεύματος, το προειδοποιεί παράλληλα για τον πολιτικό χώρο εντός του οποίου μπορεί να κινηθεί και του υπενθυμίζει που μπορεί να απευθυνθεί για την αναγκαία διαμεσολάβηση των αιτημάτων του. Δεν είναι τυχαίο εξάλλου που ενόψει εκλογών σε μια σειρά χωρών (Ολλανδία, Γαλλία, ενδεχομένως Ιταλία) και εν μέσω της αμφισβήτησης που ανακύπτει από την αποτυχία της ΕΕ να προχωρήσει με ικανοποιητικούς ρυθμούς το σχέδιο εμβολιασμού, οι δημοσκοπικές επιδόσεις των ακροδεξιών κομμάτων βαίνουν αυξανόμενες, ακριβώς γιατί κατορθώνουν να εγκολπώσουν το κρυφό ή φανερό ρεύμα αμφισβήτησης της πανδημίας.

Πρόκειται όμως για μια επικίνδυνη ισορροπία, με ορατό πάντα τον κίνδυνο της αυτονόμησης του ενός εκ των δύο συμβαλλόμενων. Ένα πρώτο ανησυχητικό δείγμα δόθηκε όταν τον περασμένο Αύγουστο το ίδιο φάσμα κοινωνικών εκπροσωπήσεων (παραδοσιακοί ρατσιστές, νεοναζί, συνωμοσιολόγοι, αντιεμβολιαστές) που παρά τις διαφορετικές τους καταβολές δείχνουν συνασπισμένοι γύρω από μια αίσθηση ανώτερης αλλά πολιορκούμενης «λευκής ταυτότητας» προσπάθησε να εισβάλει στο Ράιχσταγκ. Δεδομένου μάλιστα ότι η δεξιά τρομοκρατία δείχνει να αποτελεί την κύρια μορφή εσωτερικής απειλής σε Ευρώπη και ΗΠΑ, το ενδεχόμενο της αναρρίχησης ενός ακροδεξιού σχηματισμού στην εξουσία σε μια εκ των χωρών που διαθέτουν ειδικό βάρος στα ευρωπαϊκά πράγματα δεν αποκλείεται να δημιουργήσει μια σειρά αλυσιδωτών αντιδράσεων σε μια ΕΕ που κάθε νέα της κρίση συνοδεύεται από έξαρση εθνοκεντρικής εσωστρέφειας και όχι από λύσεις με έμφαση στην πολυμέρεια. Η διείσδυση θυλάκων της εξτρεμιστικής Δεξιάς στις τάξεις των ενόπλων δυνάμεων και της αστυνομίας σε μεγάλες ευρωπαϊκές χώρες θα πρέπει επίσης να ιδωθεί ως κομμάτι του ευρύτερου παζλ παρά ως αριθμητική εξαίρεση.

Σαν να μην έφταναν τα παραπάνω σημάδια, η ίδια η θεσμική ανεπάρκεια της Ένωσης έρχεται ως έτερος εμπρηστικός παράγοντας. Οι ευρωπαϊκές πολιτικές ελίτ που τόσο απελπισμένες εμφανίστηκαν την 6η Ιανουαρίου από τη θεσμική κατάπτωση του υπερατλαντικού εταίρου τους, αλλά και αναθαρρημένες από τη θεσμική εξέλιξη των πραγμάτων στις ΗΠΑ την επομένη, επιλέγουν τόσο βολικά να λησμονούν πως στην περίπτωση τους απουσιάζουν τα τόσο ισχυρά θεσμικά αντίβαρα της Ουάσιγκτον. Απουσιάζουν επίσης και τα οικονομικά εχέγγυα που λειτουργούσαν ως συνδετικός κρίκος ανάμεσα στα κράτη-μέλη, με το έτος 2021 να είναι κι αυτό υφεσιακό ως απότοκο της βραδείας εμβολιαστικής κάλυψης του πληθυσμού και της αβεβαιότητας σε μια σειρά κομβικών κλάδων της οικονομίας. Στο φόντο της σύγχυσης, οι αποκαλύψεις για μονομερείς ενέργειες της Γερμανίας και η άρνηση Ουγγαρίας και Τσεχίας να αρκεστούν μόνον στις συμφωνηθέντες από την Κομισιόν ποσότητες και ημερομηνίες έρχονται να επιβεβαιώσουν την απουσία κοινού βηματισμού. Γενικά το μόνο που δείχνει να λειτουργεί ακόμη ως μέσος όρος αρκετών κρατών της Γηραιάς ηπείρου είναι η εντεινόμενη καταστολή, ακόμη ένας λόγος που ενισχύει την πεποίθηση αρκετών πως η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση έχει πάψει να είναι έστω ο ζηλευτός τόπος σε ό,τι αφορά τις δημοκρατικές ελευθερίες.

Μέσα σε αυτό το εκρηκτικό κοινωνικοπολιτικό σκηνικό, που θυμίζει περισσότερο ναρκοπέδιο, οι ευρωπαϊκές δημοκρατίες το επόμενο διάστημα μένει να αποδείξουν κατά πόσο εξακολουθεί να ισχύει ο κανόνας που θέλει κάτι που ξεκινά στις ΗΠΑ να καταλήγει στην Ευρώπη, συνήθως ως κακή απομίμηση. Αν πάντως κάτι δεν χρειάζεται απόδειξη είναι πως το ενδεχόμενο ανάρρησης στην εξουσία ενός εκ των τέκνων της ευρωπαϊκής ακροδεξιάς οικογένειας θα σημάνει την αρχή ενός κύκλου στο πλαίσιο του οποίου η πολιτική βία θα ανατροφοδοτείται με την κυρίαρχη ρητορική, με την τελευταία να μην είναι βέβαιο πως δύναται να χαλιναγωγήσει την πρώτη. Η Πορτογαλία, όπου η ανοδική πορεία του εθνικιστικού Chega συνοδεύτηκε από πραγματική έκρηξη περιστατικών ρατσιστικής βίας, προσφέρει μια πρώτη πικρή εμπειρία.