Ο 21ος αι. σημειώνει πράγματι ένα ξεχωριστό κεφάλαιο στην ιστορία της ΕΕ καθώς στην τριακονταετή καθήλωση μισθών και εισοδημάτων προστίθεται η αποδυνάμωση του κράτους πρόνοιας και η εκδήλωση της πανδημικής κρίσης.
Η εκδήλωση της πανδημικής κρίσης υπήρξε καταλυτική καθώς ανέδειξε τα όρια και τις δυνατότητες κάθε ευρωπαϊκού κράτους στην αντιμετώπιση της έκτακτης κρίσης αλλά και τη σημαντική διαφορά μεταξύ των κρατών ως προς την επάρκεια των μέσων και την αποτελεσματικότητα των τρόπων αντιμετώπισης της πανδημικής κρίσης. Σε αυτό το πλαίσιο, η Ελλάδα αποτελεί ειδική περίπτωση καθώς η υγειονομική κρίση διαδέχτηκε την πολυετή οικονομική κρίση και τις μειωμένες κρατικές δαπάνες και δαπάνες κοινωνικής προστασίας εξαιτίας των προγραμμάτων δημοσιονομικής προσαρμογής της τελευταίας δεκαετίας.
Επιπλέον, η πανδημική κρίση λειτούργησε ως επιταχυντής διαχρονικών μέγα-τάσεων, όπως η κλιματική μετάβαση, η ψηφιοποίηση της εργασίας, οι δημογραφικές εξελίξεις κ.ά. επιτάσσοντας νέες πολιτικές και μέτρα.
Σε επίπεδο ΕΕ διαμορφώθηκαν φαινόμενα και συνθήκες περαιτέρω αποδυνάμωσης του κράτους πρόνοιας, των δικαιωμάτων και των δημοκρατικών θεσμών. Ορισμένες μορφές αυτού είναι η επιδείνωση των συνθηκών εργασίας (μείωση των συλλογικών συμβάσεων εργασίας, θεσμοθέτηση του ευέλικτου ωραρίου εργασίας, αύξηση της «μαύρης» και αδήλωτης εργασίας κ.ά.), η επιδείνωση των συνθηκών διαβίωσης (επιδείνωση της υλικής στέρησης και της ακραίας φτώχειας, αρνητική σχέση μεταξύ εργασίας και ελεύθερου χρόνου) παράλληλα με το μειούμενο επίπεδο κοινωνικής συνοχής (αύξηση των κοινωνικών και εισοδηματικών ανισοτήτων, της ανεργίας των νέων και του brain drain).
Οι βασικές κοινωνικές προκλήσεις που αντιμετωπίζει η Ευρώπη είναι τόσο βαθιές και επιτακτικές που στην ανάγνωσή τους συγκλίνουν και οι διαφορετικές προσεγγίσεις. Σε αυτή την κατεύθυνση είναι ιδιαίτερα σημαντικό που κατατίθενται στον δημόσιο διάλογο προτάσεις για την αναγκαιότητα και ενδυνάμωση του κράτους πρόνοιας. Ωστόσο, κρίσιμο σημείο παραμένει οι απαντήσεις που δίνονται.
Στον τομέα της εργασίας, στην Έκθεση για το Μέλλον της Κοινωνικής Προστασίας και του Κράτους Πρόνοιας στην ΕΕ εντοπίζονται οι αδυναμίες και τα ελλείμματα της αγοράς εργασίας (απορρύθμιση, επέκταση των άτυπων μορφών απασχόλησης, χαμηλές αμοιβές, ανάδυση ψηφιακής οικονομίας). Η υποχώρηση της θέσης του κόσμου της εργασίας με τις βίαιες αλλαγές που έχει δεχτεί τις τελευταίες δεκαε;eτίες αποσταθεροποιεί συνολικά το ευρωπαϊκό κοινωνικό μοντέλο. Απέναντι σε αυτή τη συνθήκη η λογική των οριακών βελτιώσεων έχει σαν όριο τη διαχείριση των συμπτωμάτων. Η κρίση του μοντέλου εργασιακών σχέσεων βασισμένου στη σταθερή, τυπική και προστατευμένη εργασία και η διερευνώμενη τάση να γίνει η επισφάλεια «κανονικότητα» (και όχι μια παροδική φάση του εργασιακού βίου) απαιτεί προτάσεις συνολικής επανεκκίνησης και αλλαγής της παρούσας προσέγγισης. Η επαναφορά στο κείμενο της λύσης της «ευελιξίας με ασφάλεια» δείχνει να προκρίνει την άμβλυνση των πιο ακραίων μορφών της παρούσας εργασιακής πραγματικότητας παρά την υπέρβαση τους.
Εύστοχα γίνεται αναφορά στην Έκθεση στο γεγονός ότι η κλιματική αλλαγή και η πράσινη μετάβαση επηρεάζουν ήδη τις αγορές εργασίας και την κοινωνική προστασία χωρίς, ωστόσο να υφίστανται επίσημα καταγεγραμμένα και αξιόπιστα στοιχεία διαθέσιμα σε ευρωπαϊκό και παγκόσμιο επίπεδο αναφορικά με τον τρόπο και τον βαθμό με τον οποίο η κλιματική αλλαγή επηρεάζει την αγορά εργασίας, την κοινωνική προστασία και άρα τις υπάρχουσες Ευρωπαϊκές κοινωνικές πολιτικές. Η Έκθεση εστιάζει την ανάλυσή της στην πράσινη μετάβαση, άρα στον μετριασμό της κλιματικής αλλαγής, και στην προσαρμογή των εργαζομένων και της κοινωνίας στην πράσινη μετάβαση ωστόσο, δεν υφίσταται αναφορά στην προσαρμογή της εργασίας και της κοινωνίας στην κλιματική αλλαγή, ούτε στον κλιματικό παράγοντα που επηρεάζει τη διαμόρφωση των κοινωνικών πολιτικών. Στο κομμάτι των συστάσεων δεν γίνεται αναφορά σε συστάσεις προσαρμογής των εργαζομένων και της κοινωνίας στην κλιματική αλλαγή, καθώς η Έκθεση περιορίζεται αμιγώς σε συστάσεις επί κοινωνικών και εργασιακών ζητημάτων.
Είναι κοινώς αποδεκτό ότι η ψηφιοποίηση και οι τεχνολογικές αλλαγές προκαλούν ανακατατάξεις στον τομέα της εργασίας. Σε αρκετές περιπτώσεις οι θέσεις που δημιουργούνται είναι λιγότερες από αυτές που χάνονται ενώ στις περισσότερες περιπτώσεις απαιτείται σημαντικό επίπεδο εξειδίκευσης του ανθρώπινου δυναμικού και σύνθετες ψηφιακές δεξιότητες στις οποίες τα κράτη εμφανίζουν μεγάλες αποκλίσεις (βλ. δείκτες DESI). Συνεπώς, η συζήτηση θα πρέπει να έχει στο επίκεντρό της τον ψηφιακό εγγραμματισμό για να προλάβουμε αυτή την αλλαγή. Η αξιοποίηση των νέων τεχνολογιών για αναβάθμιση του δημόσιου τομέα αλλά και της διαφάνειας στη σχέση πολιτών και κράτους
Στο κομμάτι της στέγης, η μείωση του κινδύνου έλλειψης στέγης, η δημιουργία εργατικών κατοικιών και τα χαμηλότοκα επιδοτούμενα δάνεια αποτελούν κάποιoυς τρόπους αντιμετώπισης της στεγαστικής επισφάλειας. Ωστόσο, η συζήτηση και οι προτάσεις δεν μπορεί να εξαντλούνται εκεί. Η αντιμετώπιση του στεγαστικού ζητήματος είναι πολύπλευρη και ολιστική και πρέπει να παρεμβαίνει τόσο στην προσφορά κατοικιών όσο και στην ενίσχυση της ζήτησης, καθώς και να αντιμετωπίζει το σύνολο των πιέσεων που ασκούνται στον στεγαστικό τομέα. Μέρος της λύσης θα πρέπει να είναι, επίσης, και η ρύθμιση των βραχυχρόνιων μισθώσεων, της golden visa, η προστασία της πρώτης κατοικίας, η ανάπτυξη ενός κοινωνικού συνεταιριστικού τομέα στέγασης και η αξιοποίηση του στεγαστικού αποθέματος με κατάλληλη κινητροδότηση.
Τέλος, σε ό,τι αφορά τη χρηματοδότηση του κοινωνικού κράτους είναι κρίσιμη η διαπίστωση ότι όσο μεγαλύτερο κομμάτι των κοινωνικών υπηρεσιών παρέχεται μέσα από την αγορά υπηρεσιών ιδιωτών για λογαριασμό του κράτους αντί της ενδυνάμωσης των δημόσιων δομών τόσο ακριβότερο γίνεται μακροπρόθεσμα το κοινωνικό κράτος. Χαρακτηριστικά παραδείγματα αυτού είναι η υγεία και η στέγη. Χωρίς την χάραξη μακροπρόθεσμων δημοσίων πολιτικών και στοχευμένων δημοσίων επενδύσεων είναι ιδιαίτερα ορατός ο κίνδυνος να συρρικνωθεί ο αντίκτυπος του κοινωνικού κράτους μπροστά στο ολοένα αυξανόμενο κόστος που θα επιφέρουν οι ιδιώτες πάροχοι.
Αντλώντας διδάγματα από την παγκόσμια οικονομική ύφεση και την κρίση της νόσου COVID- 19, στο επίκεντρο των προτάσεων μας είναι η αναβάθμιση και η ενίσχυση του κράτους πρόνοιας και μια μακροπρόθεσμη στρατηγική βιώσιμης και δίκαιης ανάπτυξης. Ενδεικτικά αναφέρονται οι εξής ενότητες:
- Καταπολέμηση των ανισοτήτων στην υγεία: θεσμοθέτηση της παρακολούθησης των αναγκών υγείας των πληθυσμών και παρακολούθηση των ανισοτήτων στην υγεία σε συστηματική βάση, διερεύνηση συμπράξεων ιδιωτικού και δημοσίου τομέα.
- Καταπολέμηση της παιδικής φτώχειας, της υλικής υστέρησης και εισοδηματικών ανισοτήτων: πρόσβαση σε επαρκή οικονομική στήριξη και δωρεάν υπηρεσίες προσχολικής εκπαίδευσης και φροντίδας, αλλαγή του φορολογικού μείγματος άμεσων και έμμεσων φόρων, αναδιανομή υπέρ των μικρών και μεσαίων εισοδημάτων μέσω παρεμβάσεων που εξασφαλίζουν την ισότιμη φορολογική μεταχείριση των εισοδημάτων ανεξάρτητα από την πηγή τους, παροχή κοινωνικού εισοδήματος, αναχαίτιση της στεγαστικής κρίσης, πρόσβαση σε δημόσια αγαθά και υπηρεσίες, προστασία και διάθεση των δημόσιων πράσινων χώρων.
- Συνεχιζόμενη επαγγελματική κατάρτιση και ίσες ευκαιρίες για εκπαίδευση και κατάρτιση: παροχή ίσων ευκαιριών στους εργαζόμενους να βελτιώσουν ή να εξελίξουν τις δεξιότητές τους, δυνατότητα στους νέους ανεξαρτήτως από τις οικογένειες προέλευσης (χαμηλού ή υψηλού εισοδήματος) όχι μόνο να συνεχίζουν την εκπαίδευση και την κατάρτιση μετά την υποχρεωτική εκπαίδευση, αλλά να έχουν ισότιμη πρόσβαση σε εξίσου ποιοτική εκπαίδευση και κατάρτιση, αύξηση της χρηματοδότησης της εκπαίδευσης και έρευνας και καινοτομίας.
- Προστασία των θέσεων εργασίας και της ποιότητας εργασίας: ενίσχυση της δημιουργίας συνεταιριστικών σχημάτων, στήριξη της ποιότητας και καταπολέμηση της επισφάλειας των θέσεων εργασίας από τα κράτη μέλη και τους κοινωνικούς εταίρους, συμπεριλαμβανομένου του περιορισμού των ευέλικτων μορφών εργασίας, της προάσπισης της σωματικής και ψυχικής υγείας, των ευκαιριών επαγγελματικής εξέλιξης και της ισορροπίας μεταξύ επαγγελματικής και προσωπικής ζωής και της ενίσχυσης των συλλογικών συμβάσεων εργασίας.
* Κύκλος Κοινωνικών Αναλύσεων Ινστιτούτου ΕΝΑ – Συντονίστρια: Ειρήνη Νταή, Υποψήφια Διδάκτωρ Οικονομικών Επιστημών ΕΚΠΑ – To κείμενο δημοσιεύθηκε πρωτότυπα στο περιοδικό Οικονομική Επιθεώρηση [Ιούνιος 2023]