Της Ειρήνης Γιαννοπούλου, Πολιτικής Επιστήμονα, μεταπτυχιακής φοιτήτριας Διεθνών Σχέσεων ΕΚΠΑ – Η ανάλυση περιλαμβάνεται στο 3ο Δελτίο Διεθνών & Ευρωπαϊκών Εξελίξεων του ΕΝΑ →

Για τον λαό του Καζακστάν το 2022 ξεκίνησε με ένα κύμα μαζικών κινητοποιήσεων, το μεγαλύτερο που γνώρισε η χώρα μετά τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης και την ανεξαρτητοποίησή της το 1991. Αφορμή για τον ξεσηκωμό των Καζάκων ήταν ο διπλασιασμός της τιμής του υγραερίου LPG, βασικού καυσίμου αυτοκινήτων. Πέρα από τα πρακτικά προβλήματα που προκαλεί η αδυναμία χρήσης αυτοκινήτου σε μια χώρα τέτοιας έκτασης με τόσο βαρύ χειμώνα, η άνοδος αυτή αποτέλεσε σημείο αναφοράς για την ανάδειξη μιας ευρύτερης και βαθύτερης κρίσης εξουσίας, βαθιών οικονομικών και κοινωνικών ανισοτήτων και δημοκρατικού ελλείμματος στη χώρα.

Τις τελευταίες δεκαετίες η κατανομή του πλούτου στο εσωτερικό της κοινωνίας του Καζακστάν είναι άνιση: το 2018 ο δείκτης GINI ανερχόταν περίπου στο 28, έχοντας πορεία ανοδική. Παρά, λοιπόν, το γεγονός πως το Καζακστάν θεωρείται μια από τις πιο γρήγορα αναδυόμενες οικονομίες, λόγω του πλούτου της σε αργό πετρέλαιο, φυσικό αέριο, άνθρακα, ουράνιο (διαθέτει το 40% των παγκόσμιων αποθεμάτων) και άλλα μεταλλεύματα, η πλειοψηφία των πολιτών δεν ωφελείται από αυτές τις οικονομικές και εμπορικές δραστηριότητες στον εξορυκτικό και ενεργειακό τομέα. Αντίθετα, οι ελίτ της χώρας συσσωρεύουν στα χέρια τους το μεγαλύτερο μέρος του κεφαλαίου, οξύνοντας το κοινωνικοοικονομικό χάσμα εντός της κοινωνίας.

Μάλιστα, οι μηχανισμοί διαφάνειας και λογοδοσίας είναι εξαιρετικά ανεπαρκείς, καθώς η χώρα καταλαμβάνει την 102η θέση στις 180 σε ό,τι αφορά το δείκτη διαφθοράς (με την 180η να είναι η πιο διεφθαρμένη) και την 139η θέση στις 176 στον δείκτη δημοκρατικότητας (με την 176η να είναι η λιγότερο δημοκρατική). Αν και επισήμως το πολίτευμα του Καζακστάν είναι Προεδρική Δημοκρατία, πολλοί αναλυτές, αλλά και μέλη της κοινωνίας των πολιτών, υποστηρίζουν πως πρόκειται για ένα καθεστώς αυταρχικό, βασισμένο στην κυριαρχία των ελίτ. Παράλληλα, η πανδημία έπληξε την οικονομία της χώρας, αυξάνοντας τον πληθωρισμό (6,7%) και την ανεργία (6%), σε συνδυασμό με τους ήδη χαμηλούς μισθούς.

Εν ολίγοις, η μετάβαση του Καζακστάν από μια οικονομία κεντρικού σχεδιασμού στην ελεύθερη και ανοιχτή αγορά και από ένα κομμουνιστικό καθεστώς δεκαετιών στη φιλελεύθερου τύπου δημοκρατία δεν ήταν ομαλή, αλλά ούτε και έχει πλήρως ολοκληρωθεί. Η μη γραμμική αυτή μετάβαση επέτρεψε την ανάδυση μιας ισχυρής ομάδας ολιγαρχών, θολώνοντας τα όρια μεταξύ πολιτικής εξουσίας και ιδιωτικού κεφαλαίου. Ένα ακόμη χαρακτηριστικό της κατανομής ισχύος μεταξύ μιας «εξέχουσας» μειοψηφίας στους κυβερνητικούς και κρατικούς μηχανισμούς είναι η οικογενειοκρατία και ο νεποτισμός, γεγονός που περιπλέκει ακόμα περισσότερο την ομαλή και δημοκρατική διαδικασία, ενώ οξύνει και τον ανταγωνισμό μεταξύ των ίδιων των μελών της οικονομικής και πολιτικής ελίτ.

Συγκεκριμένα, ο πρώτος Πρόεδρος –και μετέπειτα «Αρχηγός του Έθνους» (Elbasy)– του ανεξάρτητου Καζακστάν Νουρσουλτάν Ναζαρμπάγιεφ κατείχε τη θέση αυτή για σχεδόν τρεις δεκαετίες. Παρά την κριτική που ασκείται στις μεθόδους διακυβέρνησης του τέως Προέδρου Ναζαρμπάγιεφ, υποστηρίζεται πως αυτός κατάφερε να σταθεροποιήσει το Καζακστάν μετά τη διάλυση της ΕΣΣΔ, αναπτύσσοντας οικονομικές πρωτοβουλίες εκμετάλλευσης του ορυκτού πλούτου της χώρας, διατηρώντας καλές εμπορικές και διπλωματικές σχέσεις με τη Ρωσία, αλλά και οικοδομώντας νέες σχέσεις με άλλες περιφερειακές και δυτικές δυνάμεις, ενώ παράλληλα άμβλυνε τις διαφορές λόγω εθνοτικής ετερογένειας στο εσωτερικό του πληθυσμού (Καζάκοι, Ρώσοι, Ουζμπέκοι, Ουιγούροι, Τατάροι, μεταξύ άλλων). Όμως, ένα κύμα διαδηλώσεων δυσαρέσκειας τόσο εναντίον του ίδιου όσο και κατά της γενικότερης κατάστασης ανελεύθερης παγίωσης του κύκλου του στην πολιτική σκηνή της χώρας, το 2019, τον ανάγκασε να αποσυρθεί από τη θέση του Προέδρου. Ωστόσο, αυτό δεν σήμανε τη λήξη της επιρροής του στις εσωτερικές και εξωτερικές υποθέσεις της χώρας, καθώς όχι μόνο ήταν ο βασικός ρυθμιστής των δικτύων εξουσίας, αλλά κατείχε και την εξαιρετικής σημασίας θέση του Προέδρου του Εθνικού Συμβουλίου Ασφαλείας. Μάλιστα, ούτε ο ίδιος απέκρυψε το γεγονός πως είχε επιρροή στην κατανομή προσώπων της αρεσκείας του σε θέσεις κυβερνητικές: «Καθήκον μου τώρα είναι να διευκολύνω την άνοδο μιας νέας γενιάς πολιτικών που θα συνεχίσουν τις μεταρρυθμίσεις που ήδη έχουν ξεκινήσει στη χώρα», δήλωνε μετά την απόσυρσή του (BBC, 19/04/2019).

Πράγματι, στις εμβόλιμες εκλογές του 2019, νικητής ήταν ο επιλεγμένος από τον Ναζαρμπάγιεφ, Κασίμ Τζομάρτ Τοκάγιεφ, του διαχρονικά μεγαλύτερου και κυβερνώντος κόμματος της χώρας Nur Otan (Φωτεινή Πατρίδα), προσωπικότητα κύρους σε ζητήματα εξωτερικής πολιτικής, αποπυρηνικοποίησης και εκπροσώπησης της χώρας σε διεθνείς οργανισμούς. Ένα από τα πρώτα βήματα του νέου Προέδρου ήταν η μετονομασία της πρωτεύουσας Αστάνα σε Νουρ Σουλτάν, προς τιμήν του προκατόχου του. Αυτή η φαινομενικά συμβολική μόνο πρωτοβουλία είχε ουσιαστικές πολιτικές προεκτάσεις, καθώς επιβεβαίωνε πως δεν είχε επέλθει πραγματική πολιτική μετάβαση και η ανελεύθερη δημοκρατία των ελίτ παρέμενε καλά ριζωμένη.

Η δυσαρέσκεια των πολιτών οξυνόταν, ειδικά στις τάξεις της νεολαίας, και αναδεικνυόταν ολοένα και περισσότερο η ανάγκη για δίκαιες και διαφανείς εκλογές, ουσιαστική αντιπολίτευση και έλεγχο της ηγεσίας, εξυγίανση και εκσυγχρονισμό των θεσμών, προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων (βασικά ζητήματα είναι, μεταξύ άλλων, η ανελευθερία λόγου, ο μεγάλος αριθμός πολιτικών κρατουμένων, τα βασανιστήρια στις φυλακές, η παιδική εργασία στην επαρχία και οι διακρίσεις και βιαιοπραγίες εναντίον της LGBTQI+ κοινότητας), αλλά και για απεγκλωβισμό του κρατικού μηχανισμού από την οικονομία του πετρελαίου και της ηγεμονίας των ενεργειακών, επιχειρηματικών και τραπεζικών λόμπι.

Ένα ακόμη χαρακτηριστικό της κυβερνητικής και ευρύτερης κρατικής οργάνωσης του Καζακστάν που αποδείκνυε, μέχρι πρόσφατα, την εξακολούθηση της κυριαρχίας του Ναζαρμπάγιεφ είναι η τοποθέτηση σε νευραλγικές θέσεις «υψηλής» πολιτικής προσώπων του στενού του κύκλου. Ένα από τα βασικότερα αυτά πρόσωπα, πέρα από τον τωρινό Πρόεδρο Τοκάγιεφ, είναι ο Καρίμ Μασίμοφ, πρώην Πρωθυπουργός, επικεφαλής πολλών υπουργείων διαδοχικά και τελευταία των μυστικών υπηρεσιών. Άλλα πρόσωπα διαφύλαξης της ισχύος του Ναζαρμπάγιεφ είναι ο Γραμματέας του Εθνικού Συμβουλίου Ασφαλείας Ασέτ Ισεκέσεφ, ο πρώην υπουργός Ενέργειας Βλαντιμίρ Σκόλνικ, ο αντιπρόεδρος της Εθνικής Επιτροπής Ασφάλειας και ανιψιός του Ναζαρμπάγιεφ, Σαμάτ Αμπίς, αλλά και η μεγαλύτερη κόρη του πρώην Προέδρου Νταρίγκα Ναζαρμπάγιεβα, η οποία διετέλεσε Αναπληρώτρια Πρωθυπουργός στην κυβέρνηση Μασίμοφ.[1]

Η εξέγερση των περασμένων εβδομάδων, που συντάραξε στον πυρήνα της την εξουσία στο Καζακστάν, ήταν το αποκορύφωμα μιας σειράς διαδηλώσεων που ξεκίνησαν πριν από περίπου μία δεκαετία, όπως οι αγώνες εργατών στην πετρελαϊκή παραγωγή στην πόλη Ζαναοζέν το 2011 και οι διαδηλώσεις σε διάφορες πόλεις ενάντια σε νομοσχέδιο που επέτρεπε την ενοικίαση αγροτικής γης από ξένους επενδυτές (καθώς θεωρήθηκε πως στόχος ήταν η διευκόλυνση της κινεζικής παρουσίας) το 2016. Το 2019, η νέα γενιά Καζάκων διεκδικούσε το «τέλος της δικτατορίας» και έλεγε πως «έχει επιλογή». Οι τωρινές ταραχές ενσωματώνουν ένα σύνολο αιτημάτων για μεταρρύθμιση, δικαιοσύνη, διαφάνεια και έλεγχο, με συνθήματα όπως «οι παλιοί πρέπει να φύγουν!», «ξύπνα, Καζακστάν!», «έξω ο Γέρος!» να κυριαρχούν. Χιλιάδες ήταν οι διαδηλωτές σε όλη τη χώρα, με αποκορύφωμα τις βίαιες και θανατηφόρες συγκρούσεις στο Αλμάτυ.

Ο Πρόεδρος Τοκάγιεφ, ακολουθώντας την τακτική του Ναζαρμπάγιεφ, διέταξε την αστυνομία να πυροβολήσει για να σκοτώσει, δίχως προειδοποίηση, κηρύσσοντας τμήματα της χώρας σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης. Οι επισήμως καταγεγραμμένοι νεκροί ανήλθαν σε περίπου 230, ενώ οι κρατούμενοι και οι τραυματίες σε πολλές χιλιάδες. Παράλληλα, εξαπολύεται ένας πόλεμος πληροφορίας ενάντια στους διαδηλωτές. Η διαδικτυακή επικοινωνία μεταξύ των διαδηλωτών κατέστη σχεδόν αδύνατη, ενώ ψευδείς ειδήσεις και στρατευμένα ή αυτοματοποιημένα προφίλ στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης τους αποκαλούσαν εγκληματίες και τρομοκράτες, σε μια προσπάθεια απονομιμοποίησης της εξέγερσης. Αναπαράγονται, παράλληλα, οι αφηγήσεις –και από την κυβέρνηση, αλλά και από τη Ρωσία και τους συμμάχους της– πως είναι πιθανό στις αρχικά ειρηνικές διαδηλώσεις να διείσδυσαν πυρήνες ισλαμιστών εξτρεμιστών –με την επάνοδο του ISIS στο γειτονικό Αφγανιστάν να λαμβάνεται υπόψη– και, επίσης, πως ενεπλάκησαν μισθωτοί ένοπλοι απεσταλμένοι από ξένες δυνάμεις που επιθυμούν να αποσταθεροποιήσουν το Καζακστάν και τη ρωσική επιρροή. Δεν έχει προς το παρόν αποδειχθεί κάτι τέτοιο, αλλά αυτό που διαφαίνεται από την κυρίαρχη αφήγηση είναι πως το βαθιά ριζωμένο καθεστώς δεν διατίθεται να αναλάβει πρωτοβουλίες (πέραν της μείωσης της τιμής του υγραερίου) και επικεντρώνεται σε πιθανούς εξωτερικούς ή εσωτερικούς εχθρούς. Παράλληλα, ο Πρόεδρος, φοβούμενος πως επρόκειτο για απόπειρα πραξικοπήματος υποκινούμενου από αντίπαλες εγχώριες δυνάμεις, προχώρησε σε μια σειρά απομακρύνσεων του ίδιου του Ναζαρμπάγιεφ και προσώπων του κύκλου του, δίχως αυτό να σημαίνει την εξυγίανση του πολιτικού συστήματος.[2] Το γεγονός αυτό μαρτυρά τους έντονους κραδασμούς στα θεμέλια των σχέσεων μεταξύ των ίδιων των ελίτ της χώρας.

Ως μέλος της Οργάνωσης του Συμφώνου Συλλογικής Ασφάλειας (CSTO), η κυβέρνηση του Καζακστάν κάλεσε την οργάνωση να αποστείλει δυνάμεις για να στηρίξουν το σχέδιο καταστολής των διαμαρτυριών. Πράγματι, με άμεσες διαδικασίες ο οργανισμός συλλογικής ασφάλειας ορισμένων πρώην σοβιετικών κρατών αποφάσισε την αποστολή 2.500 ανδρών για «διατήρηση της ειρήνης», με βάση το άρθρο 4 του καταστατικού του, όπου ορίζεται πως σε περίπτωση επίθεσης ενάντια σε ένα κράτος μέλος ο οργανισμός θα αποστέλλει βοήθεια, συμπεριλαμβανομένης της στρατιωτικής. Τα στρατεύματα παρέμειναν για λιγότερο από μια εβδομάδα στο Καζακστάν, έχοντας συμβάλει στην κατάπνιξη της εξέγερσης. Η πρώτη ενεργοποίηση του μηχανισμού συλλογικής ασφάλειας από την ίδρυσή του το 1992, φέρνει σε αμηχανία τους αντιπάλους τη Ρωσίας, καθώς φάνηκε και πάλι η ενεργή πρόθεσή της να διατηρήσει και να αυξήσει την ισχύ τους στον πρώην σοβιετικό χώρο. Αδιαμφισβήτητα, η Ρωσία, ως βασικό μέλος της ΟΣΣΑ, έδειξε πως μπορεί να ασκήσει πολιτική στο πλαίσιο της διακρατικής συνεργασίας και με βάση το Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών. Επίσης, το βήμα αυτό αναθερμαίνει τις σχέσεις των κρατών μελών της Οργάνωσης, πόσο μάλλον του Καζακστάν και της Ρωσίας. Με τις μνήμες των μαζικών διαδηλώσεων στη Λευκορωσία ακόμη νωπές και με την αναζωπύρωση της αντιπαράθεσης ΗΠΑ – Ρωσίας στα ουκρανικά σύνορα, η αντιπαλότητα στον τομέα της διπλωματίας της ασφάλειας μεταξύ ΝΑΤΟ και Ρωσίας ή ΟΣΣΑ φαίνεται να οξύνεται. Το Καζακστάν αποτελεί περίπτωση που αμφισβητεί τις προοπτικές του ΝΑΤΟ σε τέτοιου είδους επεμβάσεις και πρωτοβουλίες στην ευρύτερη περιοχή.

Στον τομέα της ενέργειας και της οικονομικής συνεργασίας και διπλωματίας γενικότερα, το Καζακστάν, επί Ναζαρμπάγιεφ, ακολουθούσε μια λογική εξισορρόπησης ρωσικών, κινεζικών και αμερικανικών συμφερόντων. Έδινε έμφαση και σε περιφερειακούς οργανισμούς συνεργασίας, όπως η Ευρασιατική Ένωση και ο Οργανισμός Συνεργασίας της Σαγκάης, ενώ διατηρούσε και συνεργασία με το ΝΑΤΟ, κυρίως στον τομέα της καταπολέμησης της τρομοκρατίας. Μένει να φανεί αν ο Τοκάγιεφ θα επιλέξει ή θα καταφέρει να διατηρήσει την ισορροπία αυτή στα εσωτερικά πράγματα και στην εξωτερική πολιτική, μιας και η άμεση έκκληση σε βοήθεια από το ΟΣΣΑ έκανε πολλούς να αναρωτηθούν μήπως δεν έχει τη στήριξη του εθνικού στρατού.

Τέλος, η επικέντρωση στις αντιπαραθέσεις και τα συμφέροντα των ισχυρών και περιφερειακών δυνάμεων γύρω από την εξέγερση στο Καζακστάν υποβαθμίζει τη βαρύτητα των προβλημάτων που αντιμετωπίζει ο λαός της χώρας. Η εξέγερση δεν ξεπήδησε ως διά μαγείας, ήταν το απαύγασμα πλήθους διαδηλώσεων των τελευταίων δεκαετιών. Η βίαιη και αιματηρή καταστολή της αναδεικνύει τον μακρύ δρόμο που μένει ακόμα να διανυθεί προς την κοινωνική δικαιοσύνη. Αν τα αιτήματα των πολιτών της χώρας δεν ικανοποιηθούν, δεν θα υπάρξει ουσιαστική επίλυση της μακροχρόνιας κρίσης, ούτε θα επέλθει σταθερότητα στο Καζακστάν.

[1] Η Ναζαρμπάγιεβα είναι μία από τις πολλές δεκάδες προσώπων της πολιτικής και οικονομικής ελίτ του Καζακστάν που είναι καταγεγραμμένα στις λίστες των Pandora Papers για offshore εταιρίες, γεγονός που επιβεβαιώνει το υψηλό ποσοστό διαφθοράς της χώρας (ICIJ, 2021).

[2] Σημαντικότερη είναι η απομάκρυνση του Ναζαρμπάγιεφ από το εθνικό Συμβούλιο Ασφαλείας. Απομακρύνθηκαν, επίσης, οι προαναφερθέντες Αμπίς και Μασίμοφ, ο οποίος κατηγορείται για εσχάτη προδοσία.


* Πηγές ποσοτικών στοιχείων: World Bank, Statista, Transparency International, Democracy Matrix UW, Amnesty International, CIA World Fact Book