Του Θεόδωρου Μ. Μητράκου, Οικονομολόγου, τέως Υποδιοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος, μέλους του Γνωμοδοτικού Συμβουλίου του ΕΝΑ →
Έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον να μελετήσουμε προσεκτικά και να κατανοήσουμε τις κινητήριες δυνάμεις της πρόσφατης ισχυρής ανάκαμψης της ελληνικής οικονομίας το 2021 και τα πρώτα τρίμηνα του 2022, προκειμένου να απαντήσουμε σε ένα βασικό ερώτημα: Είναι άραγε η πρόσφατη ανάκαμψη διατηρήσιμη μεσομακροπρόθεσμα υπό τις νέες συνθήκες, όπως έχουν πλέον διαμορφωθεί με τη δραματική αύξηση του πληθωρισμού; Θα προσεγγίσουμε την απάντηση στο ερώτημα αυτό από την πλευρά της καταναλωτικής δαπάνης και των εισοδημάτων των νοικοκυριών.
Από την πλευρά της δαπάνης, επισημαίνεται ότι τη μεγαλύτερη συμβολή στην ανάπτυξη του 2021 και κυρίως του πρώτου εξαμήνου του 2022 είχε η ιδιωτική κατανάλωση (αύξηση 5,8% το 2021 και 11,4% το α΄ εξάμηνο του 2022), η οποία αποτελεί το 67,9% του ελληνικού ΑΕΠ (έναντι 51,1% στην ευρωζώνη). Η αύξηση της ιδιωτικής ζήτησης αντανακλά σε μεγάλο βαθμό την ανάγκη των πολιτών για κατανάλωση κυρίως υπηρεσιών που σχετίζονται με την αναψυχή (τουρισμό, εστίαση κ.ά.), μετά από τη διετή περίπου αναβολή τους λόγω των περιοριστικών μέτρων για την αντιμετώπιση της υγειονομικής κρίσης. Στηρίχθηκε δε στην αξιοποίηση των συσσωρευμένων αποταμιεύσεων του προηγούμενου διαστήματος, αλλά και στα μέτρα στήριξης των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων έναντι των επιπτώσεων της πανδημίας και της ενεργειακής κρίσης. Ωστόσο, το ποσοστό αποταμίευσης των νοικοκυριών, μετρούμενο ως ο λόγος της ακαθάριστης αποταμίευσης προς το ακαθάριστο διαθέσιμο εισόδημα, γίνεται από το γ΄ τρίμηνο του 2021 όλο και πιο αρνητικό και διαμορφώθηκε σε -14,2% με βάση τα πιο πρόσφατα στοιχεία για το β΄ τρίμηνο του 2022 (βλ. ΕΛΣΤΑΤ, Δελτίο Τύπου 26 Οκτωβρίου 2022, «Τριμηνιαίοι μη Χρηματοοικονομικοί Λογαριασμού Θεσμικών Τομέων»). Επιπλέον, η επεκτατική δημοσιονομική πολιτική για την αντιμετώπιση της κρίσης έχει ήδη αντιστραφεί σε ελαφρώς συσταλτική μετά τη λήξη των έκτακτων μέτρων (εκτίμηση ΔΝΤ για κυκλικά διορθωμένο πρωτογενές πλεόνασμα 0,6% το 2022 – Fiscal Monitor). Κατά συνέπεια, η ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας με κινητήρια δύναμη την αυξημένη δαπάνη των νοικοκυριών δεν φαίνεται να είναι διατηρήσιμη για μεγάλο διάστημα, καθώς στηρίχθηκε ως επί το πλείστον στη συμπιεσμένη (αναβαλλόμενη) ζήτηση και αυξημένη ανάγκη των νοικοκυριών για αναψυχή και σε άλλους έκτακτους παράγοντες. Επιπλέον, σταδιακά στερείται τις βασικές πηγές χρηματοδότησής της, που ήταν η δημιουργία πρωτογενών ελλειμμάτων και η αναγκαστική αποταμίευση των νοικοκυριών κατά την περίοδο των περιορισμών που επιβλήθηκαν λόγω της πανδημίας.
Από την πλευρά των εισοδημάτων, σε περιόδους έντονων πληθωριστικών πιέσεων το πραγματικό διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών είναι αμφίβολο κατά πόσον μπορεί να στηρίξει την πολυπόθητη ανάπτυξη. Πράγματι, με βάση όλες τις διαθέσιμες εκτιμήσεις, τα ελληνικά νοικοκυριά την τριετία 2022-24 αναμένεται να απολέσουν περίπου το 20% του πραγματικού εισοδήματος και της αγοραστικής τους δύναμης εξαιτίας της δραματικής αύξησης των τιμών (ο μέσος ετήσιος πληθωρισμός εκτιμάται σε περίπου 10,0%, 6,5% και 3,5% το 2022, το 2023 και το 2024 αντίστοιχα). Η απώλεια αυτή θα είναι δυσανάλογα μεγαλύτερη για τα φτωχότερα νοικοκυριά που καταναλώνουν μεγαλύτερο ποσοστό του εισοδήματός τους σε ενέργεια και σε είδη πρώτης ανάγκης (βλ. ΕΛΣΤΑΤ, Δελτίο Τύπου «Έρευνα Οικογενειακών Προϋπολογισμών», 29 Σεπτεμβρίου 2022). Με βάση τα πιο πρόσφατα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, το β΄ τρίμηνο του 2022 το διαθέσιμο εισόδημα των ελληνικών νοικοκυριών, ενώ αυξήθηκε σε ονομαστικούς όρους κατά 1,7% σε σύγκριση με την αντίστοιχη περίοδο του προηγούμενου έτους, μειώθηκε σε πραγματικούς όρους κατά 9,5%, καθώς το ίδιο τρίμηνο ο Δείκτης Τιμών Καταναλωτή αυξήθηκε κατά 11,2%.
Η ραγδαία άνοδος του πληθωρισμού, όπως είναι φυσικό, πυροδοτεί εύλογες πιέσεις από την πλευρά των εργαζομένων για μισθολογικές αυξήσεις ώστε να περιοριστεί σε κάποιο βαθμό η απώλεια της αγοραστικής τους δύναμης. Σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις, η όποια αύξηση των ονομαστικών μισθών δεν θα μπορέσει να αναπληρώσει τη σοβαρή απώλεια της αγοραστικής δύναμης των νοικοκυριών κατά την περίοδο 2022-24. Το υφιστάμενο θεσμικό πλαίσιο και η ίδια η δομή της αγοράς εργασίας σήμερα διαφέρουν κατά πολύ σε σχέση με τις δεκαετίες του ’80 και του ’90 (υψηλή μερική απασχόληση, άτυπες και άλλες «ευέλικτες» μορφές εργασίας, χαμηλή ποιότητα νέων θέσεων, επισφάλεια στην εργασία κ.λπ.). Η δύναμη των εργατικών συνδικάτων αλλά και το ποσοστό των εργαζομένων που εκπροσωπούνται από αυτά έχουν σήμερα περιοριστεί σημαντικά τόσο σε εθνικό όσο και σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Επιπλέον, το υψηλό ποσοστό ανεργίας και η αυξημένη αβεβαιότητα για τις οικονομικές εξελίξεις συμβάλλουν στην εξασθένηση των μηχανισμών δυναμικών διεκδικήσεων και διάχυσης των αυξήσεων των μισθών στους επιμέρους κλάδους της οικονομίας. Είναι εξάλλου γνωστό ότι το 2023 δεν προβλέπονται μισθολογικές αυξήσεις για τους δημοσίους υπαλλήλους, ενώ η «προσωπική διαφορά» αναμένεται να περιορίσει τις όποιες αυξήσεις στις συντάξεις.
Οι παραπάνω εξελίξεις, με την ήδη καταγεγραμμένη για το 2022 και την αναμενόμενη για τα επόμενα έτη σημαντική απώλεια του πραγματικού εισοδήματος των νοικοκυριών, δυσχεραίνουν τη διατήρηση των θετικών ρυθμών μεγέθυνσης της ελληνικής οικονομίας και δημιουργούν κοινωνικές εντάσεις που θέτουν πλέον σε κίνδυνο την κοινωνική συνοχή. Η όποια προσπάθεια στήριξης των εισοδημάτων τα τελευταία χρόνια περιορίστηκε στα προγράμματα επιδότησης για τα ευάλωτα νοικοκυριά, αφήνοντας εκτός προστασίας σημαντικά τμήματα του πληθυσμού. Χρειάζεται πλέον μια συνεκτική οικονομική πολιτική που να προστατεύει όλους τους πολίτες από το κύμα των ανατιμήσεων, να στηρίζει τα εισοδήματα των εργαζομένων, να διευκολύνει την ένταξη σε ποιοτικές και λιγότερο επισφαλείς θέσεις στην αγορά εργασίας και να διασφαλίζει την αποτελεσματική λειτουργία του κοινωνικού κράτους. Η στήριξη των πραγματικών εισοδημάτων είναι ζωτικής σημασίας για τη βιώσιμη και δίκαιη ανάπτυξη χωρίς αποκλεισμούς, που τόσο πολύ έχει σήμερα ανάγκη η ελληνική κοινωνία.
* To άρθρο δημοσιεύθηκε πρωτότυπα στην εφημερίδα «Αυγή της Κυριακής» (6 Νοεμβρίου 2022)