Ο Πάνος Κορφιάτης, Αναλυτής Επιχειρησιακών Δεδομένων στον τομέα της Ασφάλισης και πρώην Ειδικός Γραμματέας ΣΕΠΕ γράφει στο ΕΝΑ για τους όρους επισφάλειας που διαμορφώνει η πανδημική κρίση για τις εργασιακές σχέσεις στην Ελλάδα και διεθνώς, με έμφαση στις προκλήσεις (αλλά και στις δυνατότητες) που έχει απέναντί του ο κόσμος της εργασίας →

Κάθε κατάσταση που θέτει στην ημερήσια διάταξη τη μάχη για να διατηρηθεί η συνοχή της κοινωνίας θέτει ταυτόχρονα και το ερώτημα πάνω σε ποιες βάσεις θα χτιστεί το μέλλον. Μέσα στη δίνη της κρίσης οι δυναμικές που αναπτύσσονται ανατρέπουν τα προηγούμενα δεδομένα και παράλληλα προδιαγράφουν και την επομένη μέρα, με την εργασία να μην αποτελεί εξαίρεση. Όπως η περίοδος 2010-14 διαμόρφωσε τις βασικές συνισταμένες για το υπόλοιπο της δεκαετίας στο πεδίο της εργασίας και των εργασιακών σχέσεων, το ίδιο συμβαίνει ήδη με την πανδημία. Αλλάζει βίαια τους όρους ζωής και ταυτόχρονα διαμορφώνει μια νέα συνθήκη.

Η αγορά εργασίας στην Ελλάδα βρέθηκε από τα πρώτα στάδια της τρέχουσας κρίσης αντιμέτωπη με δύο αλληλένδετα φαινόμενα: την απότομη κάμψη της απασχόλησης και την αυθόρμητη τάση για τη μετακύλιση του κόστους προσαρμογής στη νέα κατάσταση στη μισθωτή εργασία. Τα βασικά χαρακτηριστικά των εργασιακών σχέσεων στην Ελλάδα, το ιδιαίτερα υψηλό ποσοστό εργαζομένων στον τουρισμό και την εστίαση, η «κληρονομία» της κατάρρευσης των εργασιακών σχέσεων την περίοδο 2010-14 και η ιδιαίτερα υψηλή τάση για εργοδοτική παραβατικότητα, λειτουργούν πολλαπλασιαστικά στην έκταση και την ένταση των παραπάνω φαινόμενων.  

Ο παραπάνω συνδυασμός δημιουργεί μια «τέλεια καταιγίδα» για την ακόμη μεγαλύτερη μείωση της κοινωνικής διαπραγματευτικής δύναμης των εργαζομένων. Η κοινωνική διαπραγματευτική δύναμη δεν είναι μια αφηρημένη έννοια. Ορίζει τα όρια και τις προσδοκίες μεταξύ εργαζομένων και εργοδοτών. Απολήγει, δε, σε πολύ βασικά και πρακτικά ζητήματα: το πως θα μπορεί να σταθεί ο εργαζόμενος απέναντι στο σημερινό ή  δυνητικό εργοδότη για το ύψος του μισθού του, το πότε θα πάρει άδεια ή το πόσο χρόνο θα χρειαστεί ενδεχομένως να εργαστεί υπερωριακά για να ανταπεξέλθει στους στόχους του. Σε αυτό το πλαίσιο το επίπεδο της ανεργίας διαδραματίζει καθοριστικό ρόλο για το ποσό ισχυρή είναι η διαπραγματευτική θέση των εργαζομένων. Σύμφωνα με τη μηνιαία έκθεση του συστήματος ΕΡΓΑΝΗ,[i] το ισοζύγιο προσλήψεων απολύσεων το επτάμηνο Ιανουαρίου – Αυγούστου 2020 εμφανίζεται μειωμένο κατά 169.239 θέσεις εργασίας σε σχέση με πέρυσι.  Η κάμψη αυτή – η μεγαλύτερη που παρατηρείται μεταξύ δυο διαδοχικών ετών από το 2001 – αποτυπώνει την δυναμική για μια ραγδαία άνοδο της ανεργίας που αλλάζει τον κοινωνικό συσχετισμό δύναμης. Παράλληλα, τα πλέον πρόσφατα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ καταδεικνύουν κατακόρυφη άνοδο του ποσοστού ανεργίας στο 18,3% τον Ιούνιο, από 14,5% το Μάρτιο (μήνας που επιβλήθηκε το lockdown)[ii], ποσοστό που συνιστά υψηλό 16 μηνών.

Όσο λιγότερα τόσο καλύτερα; Η κυβερνητική πολιτική

Η επίδραση της υγειονομικής κρίσης στον κόσμο της εργασίας δεν συνιστά ασφαλώς ελληνική ιδιαιτερότητα. Όλο αυτό το διάστημα η διεθνής εμπειρία έδειξε πως η στήριξη των εισοδημάτων και της εργασίας είναι αναγκαία για να αποτραπεί η οικονομική κατάρρευση. Σε όλο τον κόσμο τη θέση της πίστης στο αόρατο χέρι της αγοράς έλαβαν πρωτοφανούς κλίμακας κρατικές παρεμβάσεις, αδιανόητες πριν από την πανδημία. Με αυτά τα δεδομένα δίνεται η δυνατότητα οι επιλογές της ελληνικής κυβέρνησης να συγκριθούν με άλλες αντίστοιχες.

Σε αντίθεση με τις υπόλοιπες χώρες, η ελληνική κυβέρνηση διαφοροποιήθηκε σε δύο κρίσιμα σημεία: στην επιδότηση της αναστολής της εργασίας και την υιοθέτηση μιας οριζόντιας ενίσχυσης των 534 ευρώ αντί για την επιλογή αναπλήρωσης ποσοστού του μισθού που στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες υπερέβη το 70%. Το αποτέλεσμα ήταν η δημιουργία μιας γκρίζας ζώνης εργαζομένων μεταξύ ανεργίας και εργασίας που διαρκώς παρατείνεται και η πρόκληση μεγάλων απωλειών εισοδήματος για εκατοντάδες χιλιάδες εργαζόμενους που κλήθηκαν να ζήσουν με 17,8 ευρώ την ημέρα[iii].

Η ίδια λογική -περιστολή της εργασίας και μειώσεις μισθών- αποτέλεσε τη βάση του προγράμματος ΣΥΝεργασία. Ο έως τώρα καθόλου θετικός απολογισμός -αφού, σύμφωνα με τα πιο πρόσφατα γνωστά στοιχεία, από τον Ιούλιο μόλις 50.000 εργαζόμενοι έχουν ενταχθεί στο πρόγραμμα- και οι διαρκείς τροποποιήσεις του διαμορφώνουν ξεκάθαρη εικόνα αποτυχίας. Ο λόγος δεν είναι άλλος από το ότι σε ένα περιβάλλον χωρίς ουσιαστικά κανόνες, επιλέγεται ως πιο συμφέρουσα λύση για τη μείωση του εργατικού κόστους εκείνη των απολύσεων αντί της εκ περιτροπής εργασίας. Από αυτήν την αποτυχία προκύπτει ένα βασικό συμπέρασμα. Χωρίς ουσιαστικά μέτρα προστασίας της εργασίας και με τις απολύσεις απελευθερωμένες η αγορά ισορροπεί στο χειρότερο δυνατό παρονομαστή για τον κόσμο της εργασίας.

Η σύγκριση με τις υπόλοιπες χώρες της ΕΕ που υπέβαλαν προτάσεις μέσω του προγράμματος SURE είναι εξαιρετικά χρήσιμη για το ποιες θα μπορούσαν να ήταν οι εναλλακτικές. Εάν φυσικά υπήρχε η διάθεση να αξιοποιηθεί κάθε δυνατότητα που προσφέρει το ευρωπαϊκό πλαίσιο,[iv] θα μπορούσαν να έχουν γίνει περισσότερα σε τρία επίπεδα:

  • Πρώτον, σε ό,τι αφορά την έκταση των μέτρων. Το ύψος της ελληνικής πρότασης φτάνει τα 2,6 δισ. ευρώ, ενώ για παράδειγμα χώρες με συγκρίσιμο πληθυσμό και πολύ καλύτερη εικόνα στην αγορά εργασίας, όπως η Πορτογαλία, χρηματοδοτήθηκαν με 6 δισ.
  • Δεύτερον, σε ό,τι αφορά το είδος των μέτρων. Όπως προκύπτει από τις προτάσεις άλλων χωρών,[v] υπήρχαν περιθώρια η στήριξη της εργασίας να μην συναρτάται ευθέως με την αναστολή της ή τη μετατροπής της σε εκ περιτροπής.
  • Τρίτον, σε ό,τι αφορά το εύρος τους. Ακόμα και η κρίσιμη, για παράδειγμα, διάσταση της ενίσχυσης της ασφάλειας και της υγείας στην εργασία απουσιάζει εντελώς τόσο από την ελληνική πρόταση όσο και από το ευρύτερο πλέγμα πολιτικών της κυβέρνησης.

Η πανδημία ως «ευκαιρία» για περισσότερη επισφάλεια στην αγορά εργασίας

Η ενίσχυση της τηλεργασίας αποτελεί το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα του πως η πανδημία μπορεί, συνδυαστικά με συγκεκριμένες επιλογές και πρακτικές, να επιδράσει στις εργασιακές σχέσεις. Μέσα σε εξαιρετικά σύντομο διάστημα βλέπουμε να διευρύνονται οι ανισότητες μεταξύ των εργαζομένων  ανάλογα με τη δυνατότητα τους να εργαστούν από το σπίτι, να δημιουργείται ένα περισσότερο ασταθές και λιγότερο προβλέψιμο και εντατικοποιημένο μοντέλο εργασίας με ασαφή όρια μεταξύ χρόνου εργασίας και ελευθέρου χρόνου, καθώς και να δυσχεραίνεται σημαντικά η δυνατότητα διασφάλισης των βασικών δικαιωμάτων των εργαζομένων στην πράξη. Καταδεικνύεται έτσι ότι ακόμα και ένα φαινομενικά ουδέτερο και επιβεβλημένο από τις ανάγκες των καιρών μέτρο δεν παράγει απαραίτητα ουδέτερα αποτελέσματα. Με παρόμοιο τρόπο η πανδημία δεν λειτουργεί σαν μια φυσική καταστροφή που λίγο πολύ πλήττει εξίσου τους πάντες αλλά σαν πεδίο πάνω στο οποίο ο κοινωνικός ανταγωνισμός οξύνεται.

Σε αυτόν τον ανταγωνισμό όρια και κατευθύνσεις βάζουν και οι παρεμβάσεις του κράτους. Και εδώ η πραγματική εικόνα της κυβερνητικής λογικής στα εργασιακά είναι ο τρόπος που επέλεξε να διευθετήσει το ζήτημα με όσους εργαζόμενους τεθούν σε προληπτικό περιορισμό. Θεσπίζοντας την υποχρέωση απλήρωτης υπερεργασίας για όσους εργαζόμενους απουσιάσουν αναγκαστικά από την εργασία τους -όχι γιατί το θέλουν οι ίδιοι αλλά γιατί ακολουθούν κρατικές υποδείξεις- τους επιβάλλει να επωμιστούν το κόστος για την αντιμετώπιση της πανδημίας. Άλλωστε το ίδιο το ιστορικό των κυβερνητικών παρεμβάσεων από την αρχή της πανδημίας επιβεβαιώνει την συστηματική εφαρμογή της επιλογής να μπει όριο αποκλειστικά στην εργασία. Η λογική είναι εξαιρετικά απλή: η «ρυθμισμένη» εργασία είναι πρόβλημα, η ευελιξία που εμπεδώνει όρους επισφάλειας κάτι παραπάνω από ευπρόσδεκτη. Οι δηλώσεις ωραρίου και υπερωριών ανεστάλησαν για ένα πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα αφήνοντας τους εργαζόμενους έκθετους στην εργοδοτική διάθεση που συχνά εξελίσσεται σε αυθαιρεσία, το πεδίο της τηλεργασίας παρέμεινε εντελώς αρρύθμιστο, ενώ τώρα απελευθερώνεται και το ετήσιο όριο υπερωριακής απασχόλησης ακριβώς για να γίνει ένα ακόμα βήμα στην κατεύθυνση της επισφαλούς ευελιξίας.

Αξίζει όμως να σταθούμε και σε έναν άλλο κρίσιμο παράγοντα. Τα δεδομένα μαρτυρούν ότι βρισκόμαστε μπροστά σε μια έκρηξη της εργοδοτικής παραβατικότητας.  Μόνο στο διάστημα Μαρτίου-Αυγούστου η ΓΣΕΕ κατέγραψε 6 περιπτώσεις σωματικής επίθεσης εργοδοτών σε εργαζόμενους, αριθμός πρωτοφανής ειδικά σε συνθήκες σχεδόν κλειστής οικονομίας[vi]. Η κατάσταση αυτή δεν αναπαράγεται τυχαία. Το μήνυμα ανοχής στην εργοδοτική παραβατικότητα δόθηκε από τα πρώτα βήματα της κυβέρνησης με την υποβάθμιση του ΣΕΠΕ και συνεχίζεται με τη συστηματική απαξίωση του. Όταν για παράδειγμα θεσμοθετείται ένα νέο πλαίσιο προστίμων που το ύψος των κυρώσεων καθιστά πλέον συμφέρουσα την παραβατικότητα, δεν μπορεί παρά να μιλάμε για συνειδητή πολιτική επιλογή. Στις συνθήκες της πανδημίας, η κυβέρνηση αδυνατώντας να λάβει ουσιαστικά μέτρα ενίσχυσης των επιχειρήσεων -ειδικά των μικρομεσαίων- προσπαθεί να διατηρήσει την κοινωνική της συμμαχία με αντιστάθμισμα την περιστολή του εργατικού δικαίου στην πράξη.

Διαμορφώνοντας τη «συνταγή» για το μέλλον

Μια σύγκριση μπορεί πολλές φορές να είναι διαφωτιστική για το προς τα πού κινούνται τα πράγματα. Στον κλάδο των εργαζομένων στα ξενοδοχεία τον Ιούνιο του 2019 ο μέσος μισθός αυξήθηκε κατά 11,5% σε σχέση με την προηγουμένη χρονιά[vii]. Ένα χρόνο μετά, στην αρχή της φετινής σεζόν η εικόνα ήταν εντελώς αντιστροφή: «μειώσεις μισθών που αγγίζουν το 50-60% σε όσους έχουν καταφέρει να βρουν δουλειά είτε στην εστίαση είτε στον τουρισμό»[viii]. Στην προκειμένη περίπτωση όμως η πανδημία δεν έδρασε από μόνη της. Τον Αύγουστο του 2018 η συλλογική σύμβαση των ξενοδοχοϋπαλλήλων επεκτάθηκε και η εφαρμογή της επέφερε τις αυξήσεις. Από την άλλη μεριά, η συστηματική άρνηση του Υπουργείου Εργασίας να επεκτείνει τις συλλογικές συμβάσεις σε εστίαση και ξενοδοχεία ήταν αυτή που άφησε τους εργαζομένους ακάλυπτους και είχε καθοριστικό ρόλο στο εύρος και την κλίμακα των μειώσεων.

Η αδρανοποίηση των βασικών ρυθμιστικών μηχανισμών για την αύξηση εισοδημάτων των εργαζομένων υλοποιούνταν ήδη πριν από την εμφάνιση του κορoνοϊού. Οι αλλαγές στο πλαίσιο των συλλογικών συμβάσεων που έκαναν πιο δύσκολη την σύναψη τους και την κήρυξη τους ως υποχρεωτικές ήταν μια από τις πρώτες νομοθετικές παρεμβάσεις της κυβέρνησης. Η κίνηση αυτή δεν ήταν τυχαία. Απαντούσε στην κινητικότητα που είχε δημιουργηθεί από τον Αύγουστο του 2018 και έφερνε ξανά τις συλλογικές συμβάσεις στο προσκήνιο. Η ιδία «συνταγή» επικράτησε και στον καθορισμό του κατώτατου μισθού, ξεκινώντας από την πρόθεση για οριακή ή και μηδενική αύξηση, καταλήγοντας τελικά στην αναβολή της διαδικασίας καθορισμού του για το 2021. Η πολύ πρόσφατη εμπειρία της περιόδου 2010-14 αποδεικνύει πως όταν θες να μετατοπίσεις το βάρος της κρίσης στην εργασία το πρώτο πράγμα που βάζεις στο στόχαστρο είναι οι συλλογικές συμβάσεις και ο κατώτατος μισθός.

Καθώς διαμορφώνεται μια τέτοια «συνταγή» για το μέλλον, μια γενιά ανθρώπων μεγαλώνει με βασικό ορίζοντα ζωής την επισφάλεια που μεταφέρεται από την εργασία σε όλες τις υπόλοιπες πτυχές της ζωής. Αυτή αδυνατεί να κάνει στοιχειώδη προγραμματισμό, βιώνει μια διαρκή κατάσταση άγχους και πίεσης και βλέπει τα κοινωνικά και οικογενειακά δίκτυα στήριξης να στενεύουν. Το πως η διάσταση αυτή επιχειρείται να παραμένει αποκλεισμένη και στο όριο «μη πολιτική» από την κυρίαρχη αντίληψη είναι εξαιρετικά διαφωτιστική για δύο πράγματα: Πρώτον, του πως αυτό που έχει κωδικοποιηθεί τρέχουσα πολιτική συγκυρία σαν  μάχη απέναντι στο «λαϊκισμό» στην ουσία φαίνεται να είναι η επιδίωξη του κοινωνικού και πολιτικού συστήματος να λειτουργεί αποκλειστικά για στενά κοινωνικά συμφέροντα. Και δεύτερον, την αδιαφορία για το τι σημαίνει αυτό το εργασιακό τοπίο όχι μόνο για τους ίδιους τους εργαζόμενους αλλά και για την κοινωνία. Το ελληνικό εργασιακό μοντέλο χτισμένο πάνω στην επισφάλεια τείνει να γίνει πρότυπο αδυναμίας αξιοποίησης των ταλέντων και των παραγωγικών δυνατοτήτων των εργαζομένων σε έναν κόσμο που αυτή η δυνατότητα αποτελεί την πιο κρίσιμη παράμετρο.

Προς ένα νέο μοντέλο εργασιακών σχέσεων διεθνώς

Με τα νέα δεδομένα που προκαλεί και η πανδημία τείνουμε σε ένα νέο, δυσμενέστερο, σημείο ισορροπίας, το όποιο βρίσκεται ακόμα πιο βαθιά στο νέο μοντέλο εργασιακών που η νεοφιλελεύθερη αντίληψη οικοδομεί συστηματικά εδώ και χρόνια.

Το νέο αυτό μοντέλο έχει στον πυρήνα του την άρνηση των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών της εργασίας. Αυτό που στην ουσία αμφισβητείται είναι η διάκριση, που είναι μεταξύ άλλων και διάκριση συμφερόντων, στη σχέση ανάμεσα στο κεφάλαιο και στην εργασία. Στη θέση των δύο αυτών πόλων της σχέσης αναγνωρίζονται απλά υποκείμενα που προσπαθούν να αξιοποιήσουν πόρους, δεξιότητες, ιδέες και οτιδήποτε άλλο έχει αξία στην αγορά.  Με άλλα λόγια ο εργαζόμενος γίνεται «επιχειρηματίας του εαυτού του»[ix], διαχειριζόμενος το μόνο «κεφαλαίο» που έχει στη διάθεση του. Σε μια τέτοια αντίληψη δεν υπάρχει χώρος για το παραδοσιακό εργατικό δίκαιο, που αναγνώριζε την ασυμμετρία ισχύος ανάμεσα στον εργοδότη και τον εργαζόμενο επομένως την ανάγκη προστασίας του τελευταίου. Η επέκταση μια τέτοιας λογικής σε κάθε πτυχή της εργασιακής σχέσης αποσταθεροποιεί πλήρως κάθε σταθερά, από την έννοια του εργοδότη έως την αμοιβή και τον χρόνο εργασίας.

Όλη η παραπάνω διαδικασία κωδικοποιείται με μια απλή λέξη ως ευελιξία, πίσω από την οποία όμως στην πράξη κρύβεται η επισφάλεια. Η ευελιξία αυτή θεωρείται συχνά συνθήκη που αγγίζει μόνο ορισμένες περισσότερο ευάλωτες κατηγορίες εργαζομένων, στην πραγματικότητα όμως αναδιατάσσει συνολικά τον κόσμο της εργασίας. Η αλληλεπίδραση του νεοφιλελεύθερου υποδείγματος με τον κυρίαρχο ρόλο της γνώσης στη σύγχρονη οικονομία αλλάζει τον κόσμο της εργασίας με τρεις διαφορετικούς τρόπους:

  • Με τη διαμόρφωση ενός «προνομιακού» στρώματος εργαζομένων που αξιοποιώντας με σχετική επιτυχία τις γνώσεις και τις δεξιότητες που διαθέτουν μπορεί να διαπραγματεύεται διαρκώς την ένταξη του σε ένα σχετικά καλά αμειβόμενο εργατικό δυναμικό.
  • Με τη μείωση της διαπραγματευτικής δύναμης παραδοσιακών τμημάτων της εργατικής τάξης που βλέπουν τη θέση τους στον καταμερισμό εργασίας να απειλείται.
  • Και με τη δημιουργία μιας ολοένα και διευρυνόμενης κατηγορίας εργαζομένων οριακά ενταγμένων στην αγορά εργασίας, για τους οποίους ο κίνδυνος περιθωριοποίησης είναι μόνιμη συνθήκη.

Η «κρίση ως ευκαιρία» στην ελληνική περίπτωση

Στην Ελλάδα, η πανδημία, η ανατροπή των κοινωνικών συσχετισμών δύναμης και η συστηματική μονομερής παρέμβαση της κυβέρνησης προς υποβάθμιση της εργασίας και της θέσης των εργαζομένων διαμορφώνουν ένα νέο σημείο ισορροπίας στα εργασιακά, που θα συνοδεύει την επάνοδο στην οποιαδήποτε εκδοχή της κανονικότητας και θα οριοθετήσει τις προσδοκίες εργαζομένων και ανέργων για το μέλλον.

Δημιουργώντας ένα συνολικά πιο δυσμενές πεδίο για τους εργαζόμενους η πανδημία επιταχύνει την επίδραση των τάσεων αυτών. Η εμπειρία από την κρίση του 2008 δείχνει άλλωστε πως τα οριακά γεγονότα δεν οδηγούν τις ελίτ σε αναθεώρηση των αντιλήψεων τους, ειδικά όσο ο συσχετισμός δύναμης παραμένει ευνοϊκός για αυτές. Υπάρχει μία λεπτή δόση ειρωνείας σήμερα που η έννοια του ρίσκου αποκτά την κατεξοχήν κοινωνική διάσταση -η πανδημία αναδεικνύει πως η δημοσία υγεία συνδέεται άρρηκτα με την υγεία και τη στάση και του τελευταίου μέλους της- η κυβέρνηση να επιλέγει να υλοποιεί πολιτικές που κάνουν το ακριβώς αντίθετο, μετατρέποντας τη διαχείριση του ρίσκου σε αυστηρά ατομική υπόθεση. Στην κατεύθυνση αυτή, οι προωθούμενες αλλαγές στο ασφαλιστικό σύστημα με την, μεταξύ άλλων, επικείμενη ιδιωτικοποίηση της επικουρικής ασφάλισης αλλά και οι βασικές επιλογές στην παιδεία και την επαγγελματική κατάρτιση αποσκοπούν στο να καταστήσουν τους εργαζομένους αποκλειστικούς φορείς της διακινδύνευσης που συνεπάγεται η ζωή σε μια οργανωμένη κοινωνία. Με τη λεπτομέρεια, βεβαία, πως στην άλλη πλευρά δημιουργείται μια πολύ σίγουρη, δίχως διακινδύνευση, αγορά για τον ιδιωτικό τομέα.

Σίγουρα, η επισήμανση των τάσεων, των δυναμικών ή των συσχετισμών δεν αποτελεί πρόβλεψη για το μέλλον, μια άσκηση σε πολύ μεγάλο βαθμό ανώφελη σε τέτοιες περιόδους. Αυτό που είναι κρίσιμο είναι η κατανόηση των προκλήσεων που έχει απέναντι του ο κόσμος της εργασίας όσο και των δυνατοτήτων του. Και η εργασία βρίσκει συνεχώς τρόπους να μας υπενθυμίζει ότι μπορεί να αποτελέσει πρωταγωνιστική δύναμη. Από τον κεντρικό της ρόλο στην προσπάθεια να κρατηθεί η κοινωνία όρθια μέσα στην υγειονομική κρίση έως την ανάδειξη της γνώσης σε κινητήριο μοχλό των συγχρόνων κοινωνιών που καθιστά το ανθρώπινο δυναμικό τον πιο κρίσιμο παραγωγικό συντελεστή η δυνατότητα για μια διαφορετική πορεία αναδεικνύεται σε χρόνο ενεστώτα. Προφανώς αυτή η παραδοχή βάζει στον κόσμο της εργασίας και τις πολιτικές και κοινωνικές δυνάμεις τα ανάλογα καθήκοντα. Παρά τις απαιτήσεις και τις δυσκολίες μια τέτοιας διαδικασίας η ιδία η πρόσφατη ιστορία της πανδημίας μας φέρνει μπροστά στο ενδεχόμενο να αλλάξουν τα πράγματα ριζικά. Το ανοιχτό ερώτημα παραμένει, σε ποια κατεύθυνση.

[i] Τεύχος «ΕΡΓΑΝΗ», Αύγουστος 2020

[ii] Τον Απρίλιο έφθασε στο 15,7% και το Μάιο στο 17,3%. Βλ. ΕΛΣΤΑΤ, Έρευνα Εργατικού Δυναμικού, Ιούνιος 2020, https://www.statistics.gr/el/statistics/-/publication/SJO02/2020-M06

[iii] Συμφώνα με τα στοιχεία του ετήσιου τεύχους ΕΡΓΑΝΗ για το 2019 το 23,74% των εργαζομένων αμειβόταν με λιγότερα από 600 ευρώ μηνιαίως έναντι του 76,36% που οι μηνιαίες αποδοχές του υπερέβαιναν αυτό το ποσό.

[iv] Και η ασφάλεια της ύπαρξης ενός δημοσιονομικού «μαξιλαριού», μια προνομιακή συνθήκη, σε σχέση με άλλες χώρες της ΕΕ.

[v] Με πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα και πάλι αυτό της Πορτογαλίας.

[vi]Η Εφημερίδα των Συντακτών, έντυπη έκδοση, 7 Αυγούστου 2020,  https://www.efsyn.gr/ellada/koinonia/255016_kyma-xylodarmon-apo-ergodotes

[vii] Ινστιτούτο Εναλλακτικών Πολιτικών ΕΝΑ, Δελτίο Κοινωνικών Εξελίξεων 2020, τεύχος Απρίλιου σ.17

[viii] Συνέντευξη προέδρου ΠΟΕΕ-ΤΥΕ Γιώργου Χότζογλου στο ραδιοφωνικό σταθμό «Στο Κόκκινο», https://www.stokokkino.gr/article/3969/Ekrhksh-ergodotikhs-parabatikothtas-poy-oyte-ton-kairo-twn-mnhmoniwn-den-eichame-biwsei-.html

[ix]  Μ. Φουκώ, «Η γέννηση της βιοπολιτικής», εκδόσεις Πλέθρον, 2012 σ.226

 

Διαβάστε ακόμη: