Του Νίκου Χειλά, Δημοσιογράφου – Η ανάλυση περιλαμβάνεται στην ειδική έκδοση «Γερμανικές εκλογές: Οι νέοι συσχετισμοί & η Ευρώπη», που δημοσιεύουν ο Κύκλος Ευρωπαϊκών & Διεθνών Αναλύσεων του ΕΝΑ και το Rosa.gr →

Οι προγνώσεις είναι δύσκολες, ιδίως όταν αφορούν στο μέλλον. Η φράση αυτή του σατιρικού συγγραφέα Καρλ Φάλεντιν ισχύει και για τη νέα, υπό εκκόλαψη ευρισκόμενη,  κυβέρνηση στη Γερμανία. Οι πολιτικοί αναλυτές αδυνατούν να κάνουν σίγουρες προβλέψεις παρόλο που οι εκλογές της 26ης Σεπτεμβρίου έβγαλαν σαφείς νικητές: τους Σοσιαλδημοκράτες (SPD), τους Πράσινους (Grüne) και τους Ελεύθερους Δημοκράτες (FDP), και ακόμα σαφέστερα χαμένους: τους Χριστιανοδημοκράτες (CDU + CSU).

Τα υπό συζήτηση κυβερνητικά σχήματα ήταν εξαρχής τέσσερα: 1) Tριμερής κυβέρνηση συνασπισμού τύπου «φανάρι» (σύμφωνα με τα κομματικά χρώματα των Σοσιαλδημοκρατών, των Πράσινων και των Ελεύθερων Δημοκρατών)· 2) επίσης τριμερής κυβερνητική συνεργασία τύπου «Τζαμάικα» (Χριστιανοδημοκράτες, Πράσινοι, Ελεύθεροι Δημοκράτες)· 3) συνέχιση του Groko, του μεγάλου συνασπισμού Χριστιανοδημοκρατών-Σοσιαλδημοκρατών, αυτή τη φορά με επικεφαλής έναν σοσιαλδημοκράτη καγκελάριο -τον Όλαφ Σολτς· 4) κυβέρνηση μειοψηφίας, με πυρήνα τους Σοσιαλδημοκράτες και τους Πράσινους, που θα αναζητεί πλειοψηφίες πότε με τη δεξιά και πότε με την αριστερά πτέρυγα του κοινοβουλίου.

Το πρώτο σχήμα είναι και το «λογικότερο» και όπως φαίνεται από μέρα σε μέρα και το επικρατέστερο. Κι αυτό όχι μόνο επειδή συνενώνει τους τρεις εκλογικούς νικητές, που στις μετεκλογικές δημοσκοπήσεις αυξάνουν μάλιστα τα ποσοστά τους, αλλά και επειδή έχει την «αύρα» του νέου ξεκινήματος. Όμως τι είναι σήμερα «λογικό» υπό τις συνθήκες κατάρρευσης του πολιτικού κατεστημένου: τη μετατροπή του δικομματικού συστήματος (Χριστιανοδημοκράτες- Σοσιαλδημοκράτες) σε τετρακομματικό με την προσθήκη σε αυτό των Πράσινων και των Ελεύθερων Δημοκρατών –με τους δυο τελευταίους μάλιστα, να συμμαχούν και να δίνουν, εν τη (προσωρινή) ενώσει τους, τον τόνο στις πολιτικές εξελίξεις;  Αλλά και η «αύρα» έχει ενδιάμεσα ξεθυμάνει. Στη θέση της έχει μπει ο «εκσυγχρονισμός»: Οι Σοσιαλδημοκράτες θέλουν να εκσυγχρονίσουν το κοινωνικό κράτος και τη βιομηχανία, οι Ελεύθεροι Δημοκράτες την οικονομία μέσω του περιορισμού της γραφειοκρατίας και της προώθησης της ψηφιοποίησης, οι Πράσινοι τα πάντα στο πνεύμα της «κλιματικής ουδετερότητας». Για αλλαγή παραδείγματος δεν γίνεται πουθενά πλέον λόγος. Μόνο για τον παραμερισμό των ερειπίων, που άφησε πίσω της η τελευταία, παρακμιακή φάση της διακυβέρνησης της Άνγκελα Μέρκελ, και για την ανακαίνιση της κρατικής και οικονομικής μηχανής ενόψει μια πιθανής εξόδου από την πανδημία.

Οι πρώτες βολιδοσκοπήσεις μεταξύ των τριών κομμάτων ήταν «ενθαρρυντικές». Ο πρόεδρος των Ελεύθερων Δημοκρατών Κρίστιαν Λίντνερ, για παράδειγμα, φαινόταν την Τετάρτη γοητευμένος με την ιδέα του σχηματισμού ενός «φιλικού προς την πρόοδο κοινού χώρου». Όμως τέτοιοι «λυρισμοί» δεν πρέπει να λαμβάνονται τοις μετρητοίς. Μια μέρα νωρίτερα, όπως αποκάλυψε η Bild Zeitung, ο ίδιος ομολογούσε αιώνια πίστη στους Χριστιανοδημοκράτες. Η ομολογία δεν έχει μόνο προσωπική νότα: Οι Ελεύθεροι Δημοκράτες και οι Χριστιανοδημοκράτες ανήκουν, όπως το ονομάζουν οι ίδιοι, στο «αστικό στρατόπεδο», οι διαφορές στα προγράμματα τους δεν αντανακλούν αντιθετικές απόψεις, αλλά απλώς έναν καταμερισμό εργασίας: Οι πρώτοι, που είχαν παλιά τη φήμη του «κόμματος των συμβολαιογράφων και των οδοντογιατρών», δηλαδή των ευπόρων μεσαίων στρωμάτων, εκπροσωπούν τελευταία και το πιο επιθετικό (νεοφιλελεύθερο) τμήμα του μεγάλου κεφαλαίου, οι δεύτεροι, ως «λαϊκό» (πολυσυλλεκτικό) κόμμα έχουν μεν ως κύριο γνώμονα τα συμφέροντα των επιχειρηματιών, παράλληλα ωστόσο διατηρούν πρόσβαση, μέσω των συνδικάτων και της εκκλησίας, και στα πλατιά λαϊκά στρώματα. Ανάμεσα στις απόψεις των Ελεύθερων Δημοκρατών, αντίθετα, και σε εκείνες των Σοσιαλδημοκρατών και των Πράσινων χέει συχνά μια άβυσσος.  Ο Λίντνερ, ως πούρος νεοφιλελεύθερος, είναι υπέρ της επιστροφής στα μηδενικά ελλείμματα του προϋπολογισμού, όπως αυτά ίσχυαν πριν από την εκδήλωση της πανδημίας, και υπέρ της μείωσης των φόρων για τους πλούσιους κατά 90 δισεκατομμύρια ευρώ ετησίως, ο Σολτς και ο συμπρόεδρος των Πράσινων Ρόμπερτ Χάμπεκ θέλουν αντίθετα άρση των μηδενικών ελλειμμάτων στη Γερμανία και την Ευρωπαϊκή Ένωση και ταυτόχρονα αύξηση των φόρων για τους (υπερ)πλούσιους με αντίστοιχη μείωση για τα κατώτερα εισοδήματα, καθώς και την αύξηση του κατώτατου μισθού στα 12 ευρώ (από 9,64 ευρώ σήμερα). Το ίδιο ισχύει και με την ημερομηνία για την επίτευξη της κλιματικής ουδετερότητας: Ο Λίντνερ, επικαλούμενος τη Συμφωνία του Παρισιού για το κλίμα, επιμένει στο 2050, οι Πράσινοι την προχρονολόγησή της για το 2040. Κάθε μέρα μετρά, λένε. Μια καθυστέρηση 10 ετών υπό τις συνθήκες ανεξέλεγκτης αύξησης της θερμοκρασίας θα μπορούσε να αποβεί μοιραία για τη ζωή στον πλανήτη, υποστηρίζουν.

Σημαίνουν όλα αυτά ότι ο Λίντνερ παίζει «σκάρτο» παιχνίδι; Όχι οπωσδήποτε. Ο πρόεδρος του FDP πάει με το «ρεύμα», ήτοι με τα δημοσκοπικά ευρήματα, που δείχνουν, ότι η πλειοψηφία του πληθυσμού προτιμά το «φανάρι» πολύ περισσότερο από την «Τζαμάικα» και την Groko. Ταυτόχρονα ποντάρει στην ενδοτικότητα του Σολτς, που για να γίνει καγκελάριος δείχνει διατεθειμένος να κάνει μεγάλες παραχωρήσεις. Αλλά και ο ίδιος παρουσιάζεται ευέλικτος ενόψει της δυνατότητας να γίνει υπουργός οικονομικών, που είναι όνειρο ζωής. Αυτό προμηνύει συμβιβασμούς, που μέχρι πρότινος δεν θα τολμούσε να φανταστεί ούτε ο ίδιος: Έναντι των Πράσινων να αποδεχθεί μια «σημαντική» επίσπευση της ημερομηνίας για την κλιματική ουδετερότητα· και έναντι των Σοσιαλδημοκρατών να συνομολογήσει μια άτυπη χαλάρωση του Συμφώνου Σταθερότητας και των μηδενικών ελλειμμάτων. Μια πρόταση προς αυτή την κατεύθυνση έχει κάνει ήδη ο γνωστός οικονομολόγος Μαρσέλ Φράτσερ: Αυτή συνίσταται στη μεταφορά εκτός προϋπολογισμού των δαπανών για την ψηφιοποίηση και για έργα υποδομής ύψους πολλών εκατοντάδων δισεκατομμυρίων ευρώ σε βάθος δεκαετίας.

Θα απαρνηθεί όμως τελικά ο Λίντνερ τον νεοφιλελεύθερο εαυτό του; Το ερώτημα υπέχει θέση αινίγματος: «Κανείς δεν ξέρει» λέει παρατηρητής. Ο Λίντνερ, που είναι διαβόητος για τις παλινωδίες του, θα ήταν ικανός να τορπιλίσει για «ψύλλου πήδημα» το «Φανάρι».

Σε τέτοια περίπτωση θα έμπαινε αυτόματα υπό συζήτηση το δεύτερο πιθανό κυβερνητικό σχήμα, η «Τζαμάικα». Όμως, ουαί τοις ηττημένοις. Ο πρόεδρος των Χριστιανοδημοκρατών Άρμιν Λάσετ είναι μετά την πανωλεθρία της 26ης Σεπτεμβρίου ελεύθερη βορά στα χέρια των μέσων ενημέρωσης, που «χρεωκοπημένο» τον ανεβάζουν, πολιτικό «ζόμπι» τον κατεβάζουν. «Dead man walking», κινούμενος νεκρός, συνοψίζει η Süddeutsche Zeitung. Το ότι καταφέρνει να παρεπιδημεί μεταξύ των ζωντανών το οφείλει αποκλειστικά στο χρίσμα του σε υποψήφιο καγκελάριο. Ως τέτοιος θεωρούταν, μέχρι πρόσφατα τουλάχιστον, ο μοναδικός που θα μπορούσε να προβάλει αξίωση για την καγκελαρία –η πραξικοπηματική αντικατάστασή του από κάποιον άλλο/κάποια άλλη θα κατέληγε σε μπούμερανγκ. Φεύγοντας ο ίδιος, θα έφευγε και η «Τζαμάικα». Αυτό εξηγεί το παράδοξο, ότι ενώ τα άλλα μέλη της ηγεσίας των Χριστιανοδημοκρατών ήθελαν αμέσως να τον «ξεφορτωθούν», έκαναν ότι μπορούσαν για να τον κρατήσουν δίπλα τους. Ο υπολογισμός τους ήταν, ότι  εφόσον Λίντνερ γυρίσει την πλάτη στο «Φανάρι», θα μπορούσαν με δελεαστικές παραχωρήσεις τους Πράσινους να υφαρπάξουν την καγκελαρία από τον Σολτς. Με τον Λάσετ μεν ως καγκελάριο. Αλλά αυτό μόνο αρχικά, αργότερα θα μπορούσαν να αλλάξουν όλα.

Αλλά ο υπολογισμός αυτός ανατράπηκε πλήρως την περασμένη Πέμπτη (07.10.2021), όταν σε συνέντευξη τύπου ο Λάσετ μίλησε για πλήρη στελεχιακή ανανέωση των Χριστιανοδημοκρατών, συμπεριλαμβανομένου και του ίδιου, χωρίς όμως να διευκρινίσει αν και πότε θα παραιτηθεί από πρόεδρος του κόμματος. Οι δημοσιογράφοι αδυνατούσαν να βγάλουν νόημα, μια ερμηνεία τους ήταν, ότι «αποσύρεται με δόσεις», μια άλλη, ότι «πουλά τρέλα».  Για πολλά στελέχη της Χριστιανοδημοκρατίας ήταν ωστόσο η χρυσή ευκαιρία, να αποβάλουν τους μέχρι τώρα ενδοιασμούς τους και χωρίς να τον κατονομάζουν, να τον διαγράψουν από μελλοντικό καγκελάριο. Η «Τζαμάικα»,  έλεγαν ξαφνικά, μπορεί να στηθεί πολύ πιο εύκολα χωρίς αυτόν. Όμως ούτε κι αυτό λειτούργησε απελευθερωτικά. Το αντίθετο: Τα μέσα ενημέρωσης μιλούσαν για νέα διαλυτικά φαινόμενα, ενώ ο Λίντνερ, έχοντας προφανώς την ίδια άποψη, έδειχνε να ρέπει όλο και περισσότερο προς το «φανάρι».

Όλα αυτά εντείνουν φυσικά την πολιτική αστάθεια. Τυχόν ναυάγιο του «φαναριού», που είναι πλέον το μεγάλο «φαβορί», και της «Τζαμάικα», ως πρώτης «επιλαχούσας», θα έριχνε νέο λάδι στη φωτιά. Μια κυβέρνηση μειοψηφίας Σοσιαλδημοκρατών-Πράσινων δεν προσφέρεται μάλλον, παρά τη νοσταλγία που προκαλεί ο πρώτος κοκκινοπράσινος συνασπισμός (1998-2005), ως πυροσβέστης. Μένει έτσι ο Groko, ο μεγάλος συνασπισμός Σοσιαλδημοκρατών-Χριστιανοδημοκρατών, που όμως και μόνο λόγω ονόματος προκαλεί ρίγος. Η ανασύστασή του θα ισοδυναμούσε με την επιστροφή στα παλιά υπό εντελώς νέες συνθήκες -τη διαιώνιση του δικομματισμού εντός ενός τετρακομματικού συστήματος. Αυτό θα παραήταν αναχρονιστικό. Και ίσως όντως γίνει το αποφασιστικό κίνητρο για να οδηγηθούν σε αίσιο τέλος οι βολιδοσκοπήσεις για το «φανάρι».