Ανάλυση της Χρυσάνθης Σουκαρά, Οικονομολόγου και M.Sc Πολιτικής Επιστήμης – Το κείμενο περιλαμβάνεται στην έκδοση «Ας μιλήσουμε για τα ΜΜΕ #5 – Κυβερνητικός λόγος & ΜΜΕ: Φάσεις & αντιφάσεις» που δημοσιεύει η ομάδα Media Jokers σε συνεργασία με το ΕΝΑ →

Διανύουμε δύο χρόνια διακυβέρνησης από τη Νέα Δημοκρατία και έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον να παρατηρήσουμε πως, ενώ η κυβερνητική παράταξη τοποθετείται στη φιλελεύθερη πτέρυγα της πολιτικής, διακρίνουμε ουκ ολίγες φορές στην εκφορά του λόγου της -αλλά και σε νομοθετικό επίπεδο- τη σύμπραξη με συντηρητικές απόψεις. Αντίστοιχα, στα έμφυλα ζητήματα παρατηρούμε συμπόρευση με απόψεις που είναι το λιγότερο αναχρονιστικές. Για να αναγνωρίσουμε την έκταση που καταλαμβάνουν οι συντηρητικές και αναχρονιστικές απόψεις στον λόγο της ΝΔ, είναι χρήσιμο να διακρίνουμε τρία επίπεδα: τον δημόσιο λόγο κεντρικών στελεχών της κυβέρνησης, την κοινοβουλευτική πρακτική για θέματα φύλου και, τέλος, τον λόγο μεσαίων στελεχών ή και μελών της παράταξης.

Νέα Δημοκρατία, τα πρώτα βήματα

Με την ανάληψη ευθύνης της κυβέρνησης, σε μια από τις πρώτες του συνεντεύξεις, ο πρωθυπουργός ερωτάται για το χαμηλό ποσοστό συμμετοχής γυναικών στο κυβερνητικό σχήμα. Η δημοσιογράφος του BBC Ζεϊνάμπ Μπαντάουι, στην ερώτηση γιατί υπάρχουν δύο γυναίκες υπουργοί και πέντε συνολικά σε ένα κυβερνητικό σχήμα 51 ατόμων έλαβε την εξής απάντηση: «Δυστυχώς δεν υπάρχουν τόσες γυναίκες που θα ενδιαφέρονταν να ασχοληθούν με την πολιτική. Θέσαμε μια ποσόστωση, 40% των υποψηφίων μας ήταν γυναίκες, το οποίο είναι ένα μεγάλο βήμα, αλλά αν δείτε τη σύνθεση του κοινοβουλίου δεν έχουμε γυναίκες στο 40%».

Και στη συνέχεια: «Ζήτησα από πολλές γυναίκες να μπουν στην κυβέρνηση, αλλά ήταν πολύ πιο διστακτικές να το κάνουν από τους άνδρες».

Το προβληματικό στην παραπάνω δήλωση είναι το εξής: Η παραδοχή ότι ένα πρόβλημα υπάρχει είναι το πρώτο στάδιο για την επίλυσή του. Η πολιτική ηγεσία οφείλει εφόσον αναγνωρίζει ένα πρόβλημα να προχωρεί και σε μεθόδους και στρατηγικές αντιμετώπισης και επίλυσής του. Αν υποθέσουμε πως ο χώρος της πολιτικής είναι ακόμη ένας εχθρικός χώρος για τις γυναίκες, στον οποίο προωθούνται άρρενες πολιτικοί και υποψήφιοι, ακόμα και αν υποθέσουμε ότι αρνήθηκαν γυναίκες στελέχη της ΝΔ να αναλάβουν θέσεις ευθύνης, τότε το προβληματικό είναι πως αυτήν την ευθύνη ο πρωθυπουργός την μετακυλίει στις ίδιες τις γυναίκες! Στη λογική «Εκείνες δεν θέλουν, εγώ πρότεινα», διαφαίνεται ήδη μια τάση της ΝΔ να αγνοεί ή να θέλει να αγνοεί τι σημαίνει ουσιαστική ισότητα των φύλων, αρνούμενη να δει την κοινωνική διάσταση πολιτικών πρακτικών.

«Me too»

Δηλώσεις στελεχών, όπως και η παραπάνω του πρωθυπουργού, θα θεωρούνταν μεμονωμένα περιστατικά, ελλιπούς ίσως, ατομικής σίγουρα, προσέγγισης θεμάτων αν δεν «έσκαγε» παράλληλα ένα μαζικό κίνημα, εκείνο του #metoo. Το κίνημα #metoo, ξεκινώντας από καταγγελίες σεξουαλικής κακοποίησης στον χώρο του αθλητισμού και του θεάματος, απαίτησε εκ των πραγμάτων μια συνολική απάντηση από την πολιτική ηγεσία, δεδομένου ότι ένα μεγάλο μέρος καταγγελιών σεξουαλικής κακοποίησης άγγιξε τον πρώην καλλιτεχνικό διευθυντή του Εθνικού Θέατρου Δημήτρη Λιγνάδη, η πρόσληψη του οποίου έγινε υπό την «ομπρέλα» της Υπουργού Πολιτισμού Λίνας Μενδώνη.

Η δευτερολογία του πρωθυπουργού σε συζήτηση στην ολομέλεια της βουλής αναφέρει τα εξής:

Γιατί το #metoo ξεκίνησε στην Ελλάδα τώρα και όχι πριν κάποια χρόνια; Γιατί η Σοφία Μπεκατώρου την οποία όλοι ευχαριστούμε δεν μίλησε σε μία τυχαία εκδήλωση. Μίλησε σε μία εκδήλωση οργανωμένη από την κυβέρνηση, με αντικείμενο ακριβώς το ζήτημα του τρόπου με τον οποίον άνθρωποι που έχουν υποστεί την κακοποίηση μπορούν να σπάσουν τη σιωπή τους. Αυτοί οι πολίτες που μίλησαν και μιλούν σήμερα προφανώς αισθάνονται άνετα να το κάνουν.

Αν δεχτούμε ότι ισχύει η συγκεκριμένη ερμηνεία του πρωθυπουργού, τότε οδηγούμαστε στο συμπέρασμα ότι το πρόσφορο έδαφος που αναφέρει έχει δημιουργηθεί ήδη επειδή η κυβερνητική παράταξη έχει δημιουργήσει δομές για να καταγγέλλονται οι περιπτώσεις σεξουαλικής κακοποίησης. Επιπλέον, ότι ένα ισχυρό νομοθετικό πλαίσιο προστασίας των θυμάτων έμφυλης βίας παρέχει κίνητρα σε επίπεδο εργασιακό ώστε οι γυναίκες να μην έχουν ως κύριο έργο τη φροντίδα παιδιών ή και ηλικιωμένων σε μια οικογένεια. Όμως η πραγματικότητα διαψεύδει τα παραπάνω με το νομοσχέδιο για τη συνεπιμέλεια τέκνων.

Νόμος για τη συνεπιμέλεια: Η ουσιαστική αντίληψη της Νέας Δημοκρατίας για ζητήματα φύλου

Το καίριο σημείο του συγκεκριμένου νομοσχέδιου είναι ότι προβλέπει ίσο χρόνο, από κοινού και για τους δύο γονείς. Ως εδώ κατανοητό και ίσως να ακούγεται και δίκαιο. Μια νομική παρέμβαση όμως οφείλει να κατανοεί για ποιον ρυθμίζει και τι. Να μην αγνοεί δηλαδή τον κοινωνικό αντίκτυπο που αυτή προκαλεί. Μια ρύθμιση οικογενειακού δικαίου, η οποία έρχεται παράλληλα με ένα κύμα γυναικοκτονιών και όταν τα ποσοστά έμφυλης βίας παρουσιάζονται αυξημένα σε όλη την επικράτεια, έχει αρνητικές επιπτώσεις σε κοινωνικό επίπεδο.

Χαρακτηριστικό ενδιαφέρον έχουν οι τοποθετήσεις δύο βουλευτριών της Νέας Δημοκρατίας που εναντιώθηκαν στο νομοσχέδιο, της Μαριέττας Γιαννάκου και της Όλγας Κεφαλογιάννη.

Όπως επισήμανε η Μαριέττα Γιαννάκου :

Είμαι κατά της υποχρεωτικότητας και των οριζόντων κριτηρίων. Καλό είναι να απευθυνόμαστε στην επιστημονική κοινότητα και στην κοινή λογική. Τα παιδιά έχουν ανάγκη και από τους δυο γονείς. Δεν πρέπει όμως να υπάρχει οριζόντια και άκαμπτη λύση. Την καθημερινότητα πρέπει να την διαχειρίζεται όποιος έχει την επιμέλεια. Το «εξίσου» υπαινίσσεται χρονική διάρκεια και μειωμένη διατροφή.

Και η Όλγα Κεφαλογιάννη:

εντοπίζονται σοβαρά νομικά και ουσιαστικά προβλήματα καθώς είναι αδύνατον οι γονείς να «…εξακολουθούν να ασκούν εξίσου τη γονική μέριμνα» αφού εξίσου δεν την ασκούν ούτε καν εντός γάμου σύμφωνα με τον Αστικό Κώδικα.

Παρά τις εύλογες διαφωνίες στο νομοσχέδιο για τη συνεπιμέλεια, οι δύο τοποθετήσεις των βουλευτριών έχουν περισσότερο παιδοκεντρική προσέγγιση και χαρακτήρα και δεν τονίζουν τόσο την έμφυλη διάσταση του νομοσχεδίου, όπως οι περιπτώσεις γυναικών-θυμάτων ενδοοικογενειακής βίας που ζητούν διαζύγιο και την επιμέλεια του παιδιού.

Στον αντίποδα έχουμε τις τοποθετήσεις βουλευτών του κυβερνώντος κόμματος που εξαίρουν το νομοσχέδιο, με αποκορύφωμα την τοποθέτηση του βουλευτή της Νέας Δημοκρατίας, Γιάννη Λοβέρδου, που αναφωνεί με απορία (σχεδόν) τη φράση:

Μπορεί σε ένα διαζύγιο να είναι πολύ σκληρό και να έχουν συγκρουστεί οι γονείς. Μπορεί να είσαι ένας κακός σύζυγος, αλλά μπορεί να είσαι καλός γονιός. Υπάρχει διαφορά μεταξύ του ενός και του άλλου. Μπορεί εγώ να χώρισα με τη γυναίκα μου και να έχω πάθος εναντίον της, αλλά αυτό δε σημαίνει ότι είμαι κακός πατέρας

Εκτός κοινοβουλίου, χειρότερες δηλώσεις

Ανεξάρτητα από τις κοινοβουλευτικές τοποθετήσεις, πλην ελαχίστων εξαιρέσεων, ενδιαφέρον έχουν και οι δημόσιες τοποθετήσεις βουλευτών και πολιτευτών του κυβερνώντος κόμματος σε σχέση με τα έμφυλα ζητήματα ή και τις περιπτώσεις σεξουαλικής κακοποίησης που ήδη έχουν πάρει τον δρόμο της δικαιοσύνης. Οι δηλώσεις της Λατινοπούλου για το πώς πρέπει και οφείλει να ντύνεται ή να συμπεριφέρεται μια γυναίκα μέχρι το tweet του βουλευτή Καλλιάνου (που ανακάλεσε εντέλει) που βιάστηκε στην υπόθεση Σεμέδο να κατηγορήσει την καταγγέλλουσα για ψευδή καταγγελία, είναι εκφορές σεξιστικού λόγου, συνειδητά ή ασυνείδητα απόψεις που προσπαθούν πάντα να βρουν το λάθος στη γυναικεία συμπεριφορά ή να την οριοθετήσουν υπό το ανδρικό πρίσμα πάντα και αποτελούν έκδηλα πατριαρχικά στερεότυπα.

Είναι έτσι αν έτσι νομίζετε;

Σε επίπεδο κεντρικού πολιτικού λόγου, αν θεωρήσουμε ότι οι ανακοινώσεις του Γραφείου Τύπου και οι λόγοι του πρωθυπουργού είναι η κεντρική πολιτική γραμμή της παράταξης, μπορούμε να συμπεράνουμε ότι η Νέα Δημοκρατία παρουσιάζει το προφίλ μιας βαθιά συντηρητικής και κυριαρχούμενης από πατριαρχικά και σεξιστικά στερεότυπα παράταξης, παρόλο που θέλει να παρουσιάζεται ως φιλελεύθερη και δημοκρατική όσον αφορά τα έμφυλα ζητήματα μέσω της στήριξης του #metoo. Επιπλέον, η απουσία στον λόγο της οποιασδήποτε σύνδεσης του ταξικού στοιχείου με τη γυναικεία χειραφέτηση δείχνει επίσης την πολιτική κατεύθυνση του χειρισμού του φύλου.

Η ΝΔ έχει από τη μία πλευρά έναν φιλελεύθερο λόγο για να παρουσιάζεται ως εκσυγχρονιστική, ενώ παράλληλα κάτω από την ομπρέλα της κρύβονται έμφυλα στερεότυπα. Επιθυμεί η Νέα Δημοκρατία να παρουσιάζεται ως φιλελεύθερη; Όσο και αν το επιθυμεί, στην πολιτική ο λόγος πρέπει να συνοδεύεται από πολιτική στρατηγική και, παραφράζοντας μια φράση, «Η ΝΔ δεν αρκεί να φαίνεται φιλελεύθερη, πρέπει και να είναι».